Η κατανάλωση ενεργειακών ποτών, και πώς αυτή επηρεάζει τον ύπνο, βρέθηκε στο επίκεντρο νορβηγικής μελέτης που πραγματοποιήθηκε σε δείγμα 53.000 φοιτητών και φοιτητριών ηλικίας 18 έως 35 ετών. Η δημοσίευση έγινε στο περιοδικό BMJ Open.
Όσοι και όσες συμμετείχαν στη μελέτη ρωτήθηκαν πόσο συχνά καταναλώνουν ενεργειακά ποτά, και ταυτόχρονα κλήθηκαν να καταγράψουν λεπτομερώς τις συνήθειες ύπνου τους.
Συμπερασματικά, η μεγαλύτερη κατανάλωση ενεργειακών ποτών συσχετίστηκε με αυξημένο κίνδυνο προβλημάτων ύπνου σε όλες τις πτυχές που μελετήθηκαν, με τις ισχυρότερες συσχετίσεις να εντοπίζονται στη σύντομη διάρκεια του ύπνου.
Οι άνδρες που ανέφεραν καθημερινή κατανάλωση ενεργειακών ποτών είχαν υπερδιπλάσιες πιθανότητες να δηλώσουν ότι κοιμούνταν λιγότερο από έξι ώρες τη νύχτα σε σύγκριση με εκείνους που ανέφεραν ότι δεν κατανάλωναν καθόλου ή κατανάλωναν περιστασιακά ενεργειακά ποτά. Οι γυναίκες είχαν 87% περισσότερες πιθανότητες.
Όσο μεγαλύτερη ήταν η συχνότητα κατανάλωσης, τόσο λιγότερες οι ώρες νυχτερινού ύπνου. Επιπλέον, ακόμα και η περιστασιακή κατανάλωση (1 με 3 φορές το μήνα) συνδέθηκε με αυξημένο κίνδυνο διαταραγμένου ύπνου.
Η αϋπνία ήταν επίσης πιο συχνή τόσο μεταξύ των γυναικών όσο και των ανδρών που ανέφεραν καθημερινή κατανάλωση από ό,τι μεταξύ εκείνων που ανέφεραν περιστασιακή ή καθόλου κατανάλωση: 51% έναντι 33% στις γυναίκες και 37% έναντι 22% στους άνδρες.
Ως αϋπνία ορίστηκε η δυσκολία να πέσει κάποιος για ύπνο και να παραμείνει κοιμισμένος, το πρώιμο ξύπνημα τουλάχιστον τρεις νύχτες της εβδομάδας, καθώς και η υπνηλία και η κούραση κατά τη διάρκεια της ημέρας για τουλάχιστον τρεις ημέρες της εβδομάδας και για τουλάχιστον τρεις μήνες.
Οι απαντήσεις έδειξαν και σαφείς διαφορές μεταξύ των δύο φύλων στα πρότυπα κατανάλωσης ενεργειακών ποτών. Οι γυναίκες ήταν πιο πιθανό από τους άνδρες να αναφέρουν ότι δεν κατανάλωναν ποτέ ή κατανάλωναν σπάνια ενεργειακά ποτά (50% έναντι 40%). Από εκείνες που δήλωσαν ότι κατανάλωναν αυτά τα ποτά, το 5,5% είπε ότι τα κατανάλωνε 4-6 φορές την εβδομάδα και λίγο πάνω από το 3% ανέφερε καθημερινή κατανάλωση. Τα αντίστοιχα ποσοστά στους άνδρες ήταν 8% και 5%, αντίστοιχα.
Πάντως, οι ερευνητές σημειώνουν ότι πρόκειται για μελέτη παρατήρησης και ως εκ τούτου δεν μπορούν να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα σχετικά με την αιτία.