Ο Χαρίλαος Μαχαιρίδης γεννήθηκε στον οικισμό Μαραντάντων, κτισμένο σε υψόμετρο περίπου 100μ, στις όχθες του ποταμού Μερτ ιρμάκ που βρισκόταν 8 χλμ ΝΔ της Σαμψούντας. Πριν από την Ανταλλαγή, ο ελληνικός πληθυσμός του οικισμού ανερχόταν στα 153 άτομα, που κατοικούσαν στους δύο μαχαλάδες της περιοχής Μαραντάντων και Πέρα Μαχαλά.
Μιλούσαν ποντιακά και ασχολούνταν κυρίως με τη γεωργία και την κτηνοτροφία, ενώ ιδιαίτερα διαδεδομένη ήταν και η καπνοκαλλιέργεια.
Η μαρτυρία που ακολουθεί περιλαμβάνεται στο Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, της μεγαλύτερης και παλαιότερης συλλογής προφορικής ιστορίας στην Ελλάδα και μίας από τις σημαντικότερες της Ευρώπης.
≈
Τέσσερα χρόνια έκανα στο βουνό. Από δεκαέξι άτομα που ήταν η οικογένειά μας, ένας, εγώ ήρθα στην Ελλάδα. Είχα παππούδες, γιαγιάδες, πατέρα, μητέρα, αδέλφια, θείους. Όλοι χάθηκαν.
Τον Φεβρουάριο του 1920-21 κάπου τριάντα χιλιάδες στρατός τουρκικός ήρθε στα βουνά και μας χτύπησε. Τα γυναικόπαιδα που έπιασαν, τα έστειλαν εξορία. Βγήκα στο βουνό με την οικογένειά μου. Κρυβόμασταν στα δάση. Μας κυνηγούσαν οι Τούρκοι. Και μεις τους χτυπούσαμε. Οπλισμένοι ήμασταν. Στα 1921, νύχτα, κατεβάζαμε τα γυναικόπαιδα στη Σαμψούντα για να γλιτώσουν. Εγώ τρεις φορές κατέβασα γυναικόπαιδα. Μια φορά εικοσιπέντε, άλλη φορά πέντε-έξι. Την τρίτη φορά μαζί με τρεις άλλους πιάστηκα.
Εγώ ήμουν ένοπλος. Μας πήγαν στο Καρακόλ. Οι χωροφύλακες ακόμα κοιμόνταν. Μετά μας πήγαν στη Μητρόπολη.
Ο κόσμος, οι Έλληνες, μας έδιναν στο δρόμο λεφτά, ψωμί. Μας περιόρισαν μερικές ημέρες. Μας πήγαιναν στη θάλασσα και κουβαλούσαμε πέτρες. Κάναμε καινούργια έργα. Μετά τρεις μέρες μας έβγαλαν έξω με τα ονόματα. Όσοι ήταν ηλικιωμένοι, μεγάλης ηλικίας, τους έκαναν εξορία. Χώρισαν εμάς, τρεις νομάτους, ως στρατιώτες. Μας έδωσαν ψωμί, μας έβγαλαν από τη φυλακή, εκατόν εξήντα έξι άτομα. Εγώ ήμουν δεμένος μ’ έναν Σμυρναίο κρατούμενο. Περπατήσαμε ως την Αμάσεια. Εκεί μας έλυσαν. Καθίσαμε δύο μέρες.
Από τους 166, οι έξι ήμασταν Έλληνες. Οι εκατόν εξήντα, Τούρκοι. Μας χώρισαν εμάς τους Έλληνες. Μας πήγαν δύο μέρες δρόμο. Ο ένας αρρώστησε. Πηγαίναμε με συνοδεία τζανταρμάδων. Ένας τζανταρμάς μάς είπε να κουβαλήσουμε τον άρρωστο σ’ ένα ρέμα. Τον πήγαμε. «Ρίξτε τον μέσα!». «Όχι!», είπαμε. «Θα σας σκοτώσω!». Σήκωσε το όπλο του πάνω μας να μας πυροβολήσει. Αναγκαστήκαμε και τον ρίξαμε. Σκοτώθηκε!
Περπατήσαμε ως το Τουρχάλ. Από ‘κει πήγαμε στο Τοχάτ. Αρρώστησε ένας ακόμα. Παφραλής ήταν. Τον έριξαν σ’ έναν βαθύ λάκκο. «Μη βγαίνεις από δω», του είπαν. «Θα σε σκοτώσουμε!». Δεν βγήκε. Τον έδειραν, τον έδειραν, έμεινε…
Στο Τοχάτ μείναμε τέσσερις μέρες. Μετά πήγαμε στο Γιού-χαν, στο Γιλτίζ-χαν, στο Σεούτ-χαν και μετά φτάσαμε στη Σεβάστεια. Εγώ στο Σούσεϊρ1 αρρώστησα. Δεκαπέντε μέρες νοσηλεύτηκα. Πλάγιασα κι έγινα καλά. Μετά μας έβαλαν σε σεφκιάτ για εξορία. Κατεβήκαμε σ’ ένα ποτάμι. Σε κάθε στάση άλλη συνοδεία. Περάσαμε το ποτάμι. Οι τζανταρμάδες έφεραν τριχιές και μας έδεσαν ομάδες-ομάδες. Παραπέρα πήραν λεφτά απ’ τους Αρμένιους. Μου ζήτησαν κι εμένα λεφτά. Τους έδωσα ό,τι είχα.
Προχωράμε. Άρρωστος ήμουν. Σ’ ένα χωριό τούρκικο που φτάσαμε είχαν κουρμπάν-παϊραμού. Μας έδωσαν να φάμε. Πάμε προς το Ερζιγκιάν. Από ‘κει στο Ερζερούμ. Καθίσαμε δυο-τρεις μήνες. Δουλεύαμε στα χτήματα των Τούρκων. Μετά μας χώρισαν. Εμάς, δέκα-δώδεκα νομάτους μας ξεχώρισαν και μας έστειλαν ως τεχνίτες στην Κιμισχανά,2 στη Σόρδα της Κιμισχανάς. Έμεινα εκεί είκοσι τέσσερις μήνες. Κουβαλούσαμε ξύλα στην Κιμισχανά, καλλιεργούσαμε και χτήματα.
Φορτωνόμαστε ξύλα μιάμιση ώρα δρόμο. Πάγωσαν τα πόδια μου. Τρώγαμε ξύλο.
Τον Φεβρουάριο του 1923 μας απόλυσαν. Εμείς ακόμα απ’ το χειμώνα είκοσι-εικοσιδύο νομάτοι κάναμε τηλεγράφημα και ρωτούσαμε γιατί μας κρατούν, αφού οι Σαμψούντιοι όλοι έφευγαν. Μας απάντησαν: «Αν έχετε εννιά μήνες εξορία, θ’ απολυθείτε». Εμείς είχαμε παραπάνω. Ήρθε διαταγή και μας άφησαν. Με συνοδεία κατεβήκαμε στην Τραπεζούντα. Νηστικοί κουβαλούσαμε φουντούκια για να ζήσουμε. Πηγαίναμε, δουλεύαμε στα χωριά. Χτίζαμε σπίτια.
Το καλοκαίρι μ’ ένα αυστριακό πλοίο θα φεύγαμε, αλλά δεν το προλάβαμε. Ήθελαν να μας σκοτώσουν οι Τούρκοι. Πήγαμε στον βαλή και μας έδωσε ψωμί. Μια βραδιά εκατόν πενήντα άντρες πήραμε το δρόμο και πάμε για τη Σαμψούντα. Σε δώδεκα μέρες φτάσαμε. Στη Σαμψούντα ήταν όλο Τούρκοι εκείνο τον καιρό. Πιάσαμε δουλειά στα καπνομάγαζα. Ήρθε το «Αρχιπέλαγος» και μας πήρε. Σε έξι μέρες ήρθαμε στη Σαλονίκη.