Ο Άγιος Ευθύμιος γεννήθηκε περί το 377 μ.Χ. στη Μελιτηνή της Μικράς Αρμενίας. Οι γονείς του, Παύλος και Διονυσία, είχαν παρακαλέσει στην εκκλησία του Αγίου Πολύευκτου για να αποκτήσουν έναν γιο, και όταν εκπληρώθηκαν οι προσευχές τους, του έδωσαν το όνομα Ευθύμιος λόγω της μεγάλης χαράς και αγαλλίασης που ένιωσαν.
Εξαιτίας του γεγονότος ότι οι γονείς του ήταν έως τη γέννησή του άτεκνοι και τον απέκτησαν με τη δύναμη της προσευχής, ο Άγιος τιμάται ως προστάτης των ζευγαριών που προσπαθούν να τεκνοποιήσουν, αλλά και των εγκύων και των λεχώνων.
Σε ηλικία τριών ετών έμεινε ορφανός από πατέρα, και η χήρα μητέρα του ανέθεσε την ανατροφή του στον τοπικό επίσκοπο Ευτρώιο, ο οποίος τον εκπαίδευσε «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου» (Εφεσ. 6,4), και σε ηλικία 28 ετών τον χειροτόνησε πρεσβύτερο και τον τοποθέτησε υπεύθυνο όλων των μοναστηριών στην Επισκοπή της Μελιτηνής.
Όταν ήταν 29 ετών, ο Ευθύμιος πήγε στα Ιεροσόλυμα για προσκύνημα και στη συνέχεια αποσύρθηκε σε ένα σπήλαιο κοντά σε στη λαύρα Φαράν όπου διαβιούσαν μοναχοί, περίπου 10 χλμ ανατολικά της Ιερουσαλήμ. Λίγα χρόνια αργότερα αποσύρθηκε στην ερημιά με τον επίσης ερημίτη Άγιο Θεόκτιστο, ζώντας σε ένα ασκηταριό στις πλαγιές ενός χειμάρρου. Όταν μαζεύτηκαν γύρω τους πολλοί, έχτισαν ένα μοναστήρι ηγούμενος του οποίου έγινε ο Θεόκτιστος. Ο Ευθύμιος διατήρησε την απομόνωσή του, καθοδηγώντας ωστόσο τους άλλους.
Όταν η φήμη του άρχισε να ακούγεται πέρα από τα όρια της Παλαιστίνης εξαιτίας μιας θαυματουργής θεραπείας που πιστευόταν ότι επιτέλεσε, και μεγάλα πλήθη έρχονταν να τον επισκεφτούν στην απομόνωσή του, ο Ευθύμιος αποσύρθηκε με τον μαθητή του Δομιτιανό στην ερημιά τις Ρούμπα, κοντά στη Νεκρά Θάλασσα. Όταν κι εκεί τον ακολούθησαν μεγάλα πλήθη, επέστρεψε στην περιοχή της μονής του Θεόκτιστου, και κατοίκησε σε σπήλαιο. Κάθε Κυριακή ερχόταν στο μοναστήρι για να λάβει μέρος στη Θεία Λειτουργία.
Καθώς πολλοί μαθητές των ήθελαν πνευματικό τους, το 420 ίδρυσε μια λαύρα παρόμοια με εκείνη του Φαράν, στο δρόμο από την Ιερουσαλήμ στην Ιεριχώ.
Όταν η Δ’ Οικουμενική Σύνοδος (451) καταδίκασε τα λάθη των Ευτύχιου και Διόσκορου, χάρη στο σεβασμό και την αυθεντία του Ευθύμιου οι περισσότεροι Ανατολικοί αναχωρητές αποδέχτηκαν τις αποφάσεις της, και χάρη στην αγιότητα και το βίο του πολλοί αιρετικοί Μανιχαίοι, Νεστοριανοί και Ευτυχιανοί επέστρεψαν στα δόγματα της ορθόδοξης πίστης – μεταξύ αυτών και η αυτοκράτειρα Αιλία Ευδοκία.
Προβλέποντας την ημέρα του θανάτου του, προέτρεψε τους μοναχούς να προσευχηθούν μαζί του και απεβίωσε το Σάββατο 20 Ιανουαρίου 473, επί βασιλείας Λέοντος του Μεγάλου.
Το έθιμο της προσφοράς γλυκισμάτων στη Γουμένισσα, υπέρ της υγείας των παιδιών1
Στη Γουμένισσα και τα γύρω χωριά, ανήμερα του Αγίου Ευθυμίου, μετά τη Θεία Λειτουργία –και οπωσδήποτε πριν από το ηλιοβασίλεμα–, οι νοικοκυρές συνήθιζαν να ετοιμάζουν λαγγίδες (πιτουλίτσες), λουκουμάδες ή και χαλβά σιμιγδαλένιο, τα οποία πρόσφεραν και μοίραζαν σε γείτονες, συγγενείς και φίλους, υπέρ της υγείας των παιδιών τους.
Φρόντιζαν δε οι λαγγίδες να είναι κάπως «ζωντανές» (όχι πολύ τηγανισμένες), για να είναι ζωντανά και υγιή τα παιδιά τους.
Με την πάροδο του χρόνου και χάριν ευκολίας, τα παραδοσιακά γλυκίσματα αντικαταστάθηκαν σιγά-σιγά με διάφορα άλλα γλυκίσματα.
Βέβαια, τα δύο παραδοσιακά γλυκίσματα, οι λαγγίδες και ο σιμιγδαλένιος χαλβάς, δεν προσφέρονταν τυχαία. Εθιμικά συνδέονται με την τεκνογονία, τη γέννηση και το μεγάλωμα των παιδιών, καθώς αυτά τα γλυκίσματα προσφέρονται και μοιράζονται από την τρίτη ημέρα μετά τη γέννηση κάποιου παιδιού, ενώ χαλβάς με μία φέτα «πουγάτσια» (ειδικό αρτοσκεύασμα με ζάχαρη στη ζύμη του, το οποίο καταβρεχόταν επίσης με ζάχαρη από πάνω πριν από το ψήσιμο, για να έχει γυαλιστερή όψη) προσφέρεται όταν το παιδί περπατήσει. Στις μέρες μας και η φέτα «πουγάτσιας» αντικαταστάθηκε σιγά-σιγά με πιτάκι σχήματος πατούσας.