Κηρύχθηκε επισήμως τον Απρίλιο του 1828, έληξε με τη Συνθήκη της Αδριανούπολης στις 14 Σεπτεμβρίου 1829. Ο πόλεμος ανάμεσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και τη Ρωσία σήμαινε ότι περίπου 100.000 άνδρες της ρωσικής στρατιάς του Καυκάσου προέλασαν στην περιοχή του Καρς, στην τουρκική Αρμενία και στον Πόντο.
Οι Ρώσοι αρχικά ηττήθηκαν και υποχώρησαν, αλλά επανήλθαν. Μετά το τέλος του πολέμου βρέθηκαν να κατέχουν την περιοχή του Καρς και το Ερζερούμ. Αποτέλεσμα του πολέμου ήταν ένα νέο κύμα Ελλήνων μεταναστών.
Για την περιοχή της Τσάλκας, ή αλλιώς τη «Σιβηρία της Γεωργίας», ο Σπάρτακος Μ. Τανασίδης έχει γράψει:
Βρίσκεται στη νοτιοανατολική Γεωργία, σε απόσταση 83 χλμ περίπου από την Τιφλίδα. Από τα προϊστορικά χρόνια κατοικείτο από γεωργιανικούς πληθυσμούς, αλλά οι συχνές επιδρομές Τούρκων, Περσών και άλλων, είχαν αποτέλεσμα την ερήμωσή της, μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα.
Εκεί, από τα μέσα του 19ου αιώνα ιδρύθηκαν τα ελληνικά χωριά: Αβρανλό, Αχαλίκ, Γκιουμπέτ, Γιεντί Κιλσά, Γκουνιά Καλά, Ιμέρα, Καρακόμ, Καράκ, Λιβάντ, Σαφάρ Χαραμπά, Μπασκόβ, Μπεντιάνι, Μπεστασέν, Νέον Χαραμπά, Τζινίς, Ολανκ, Σαναμέρ, Σάντα, Σιπάκ, Ταρσόν, Τεκ Κιλσά, Μπαρμακσίζ, Τσαπάεβκα, Τριαλέτι, Τσιντσκαρό, Χαντίκ, Χαντό, Χραμ Γκες. Υπήρχαν στην περιοχή και μερικά χωριά Αρμενίων και Αζέρων.
Στα τελευταία χρόνια της σοβιετικής περιόδου εξαιτίας της αύξησης του πληθυσμού και της οικιστικής ανάπτυξης το κεφαλοχώρι Τσάλκα (Μπαρμακσίζ) αναγορεύτηκε σε πόλη, αποτελώντας αστικό κέντρο της περιοχής.
Οι Έλληνες μετανάστευσαν εκεί μετά τον ρωσο-οθωμανικό πόλεμο των ετών 1828-1829. Ο πόλεμος αυτός ξεκίνησε τη 14η Ιουνίου του 1828, όταν ο ρωσικός στρατός εισέβαλε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και κυρίευσε τις πόλεις Καρς, Ερζερούμ, Μπαϊμπούρτ και Αργυρούπολη.
Μετά τον πόλεμο οι ντόπιοι Έλληνες των περιοχών αυτών μετακινήθηκαν μαζικά στην Τσάλκα, ακολουθώντας τα αποχωρούντα ρωσικά στρατεύματα.
Πριν από τη φυγή τους οι Έλληνες του βιλαετίου του Ερζερούμ ζούσαν διασπαρμένοι σε διάφορα χωριά γύρω από τις πόλεις Ερζερούμ, Μπαϊμπούρτ και Καρς. Μιλούσαν τουρκικά. Είχαν επιβληθεί εκεί στο πλαίσιο του εκτουρκισμού· οι επόμενες γενιές αφηγούνταν ότι κόβονταν οι γλώσσες όσων πιάνονταν να μιλούν ελληνικά. Επίσης εξηγείται και με το δίλημμα που τους έθεσαν οι Οθωμανοί, να επιλέξουν ή τη θρησκεία ή τη γλώσσα.
Οι Έλληνες βοήθησαν με πολλούς τρόπους τα ρωσικά στρατεύματα. Γι’ αυτό, όταν οι Ρώσοι έπρεπε να υποχωρήσουν σύμφωνα με τη Συνθήκη της Αδριανούπολης (1829), οι Έλληνες βρέθηκαν εκτεθειμένοι. Απευθύνθηκαν στον στρατηγό Πασκέβιτς-Εριβάνσκι (1782-1856), ο οποίος βοήθησε ώστε η τσαρική κυβέρνηση να επιτρέψει την εγκατάσταση τους στον Καύκασο.
Η εγκατάσταση των Ελλήνων στην Τσάλκα έγινε σταδιακά κατά κύματα.
Έτσι από την Οθωμανική Αυτοκρατορία μετακινήθηκαν στον ρωσικό Καύκασο 42.000 περίπου άνθρωποι. Κατά την πορεία τους οι άμαχοι χριστιανοί δέχονταν επιθέσεις από ένοπλες ομάδες Κούρδων, αλλά προστατεύονταν τις περισσότερες φορές επιτυχώς από τα ρωσικά στρατεύματα. Παράλληλα, σημειώθηκαν θάνατοι από αρρώστιες και πείνα, κατάσταση που επικρατούσε και μετά την άφιξή τους στην Τσάλκα.
Το κράτος τούς εξασφάλιζε φοροαπαλλαγή για τα πρώτα έξι χρόνια. Οι μετανάστες εγκαταστάθηκαν σε ερειπωμένα γεωργιανικά χωριά. Υλικά κτισίματος έπαιρναν έτοιμα από τα ερείπια. Όπου ήταν δυνατόν, αναστηλώθηκαν γεωργιανικές εκκλησίες και αλλού χτίστηκαν εκ νέου.
Οι συνθήκες διαβίωσης από τα πρώτα χρόνια ήταν εξαιρετικά δύσκολες. Η γη, σχεδόν άγονη. Το μέσο προσδόκιμο όριο ζωής ήταν ως τα 50 έτη. Το 1836 σημειώθηκε υψηλή θνησιμότητα. Από τις 776 οικογένειες οι 226 πέθαναν.
Αρκετοί εξέφραζαν την επιθυμία γυρίσουν πίσω στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, επειδή έκριναν ότι η κατάσταση εκεί είναι καλύτερη σε σύγκριση με την πείνα, τη φτώχεια και τις δύσκολες συνθήκες ζωής στην Τσάλκα. Άλλοι ήθελαν να μετακινηθούν σε διαφορετικά μέρη της Γεωργίας, όπου η γη ήταν πιο γόνιμη. Το τσαρικό κράτος όμως δεν το επέτρεπε, επειδή το συνέφερε τα σύνορά του με την Οθωμανική Αυτοκρατορία να κατοικούνται από χριστιανικούς πληθυσμούς, παραδοσιακά εχθρικούς ως προς το τουρκικό στοιχείο.
Λόγω της ανεπάρκειας της καλλιεργήσιμης γης οι κάτοικοι μετακινούνταν συνεχώς από χωριό σε χωριό ή και ίδρυαν άλλα χωριά μέσα στην περιοχή. Την δεκαετία του 1890 οι συνθήκες διαβίωσης συνέχιζαν να είναι δύσκολες. Από τον Νοέμβριο μέχρι τον Φεβρουάριο η θερμοκρασία έφτανε ως και τους -22 βαθμούς. Επικρατούσαν και ψυχροί άνεμοι.
Οι αρρώστιες ήταν σε έξαρση και η παιδική θνησιμότητα αποτελούσε το 60% της συνολικής. Οι άνθρωποι πέθαιναν από τύφο και άλλες ασθένειες.
Η πνευματική κατάσταση των κατοίκων χαρακτηριζόταν από αναλφαβητισμό. Υπήρχαν μόνο τρία εκκλησιαστικά σχολεία. Ελάχιστοι που είχαν την οικονομική δυνατότητα έστελναν τα παιδιά τους σε διτάξια ρωσικά σχολεία σε άλλες κοντινές περιοχές.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στα τέλη του 19ου αιώνα οι Έλληνες της Τσάλκας καθώς και όλου του Καυκάσου επιθυμούσαν να μεταναστεύσουν στην Ελλάδα. Τη διετία 1894-1895 σημειώθηκαν πρώτες τέτοιες καταγεγραμμένες απόπειρες, οι οποίες επαναλαμβάνονταν περιοδικά μέχρι και το 1920.