Οι Πέρσες είναι ένα ιστορικό έθνος που ανέπτυξε πλούσιο πολιτισμό και ίδρυσε ισχυρές κρατικές οντότητες κατά τις ιστορικές περιόδους των Αχαιμενιδών (8ος-4ος αι. π.Χ.), των Πάρθων (3ος αι. π.Χ.) και των Σασανιδών (3ος αι. π.Χ. – 7ος αι. μ.Χ.), τη δυναστεία των οποίων κατέλυσε ο Ηράκλειος.
Η κατάλυση της αυτοκρατορίας των Σασανιδών συμπίπτει με την εμφάνιση του ισλάμ, το οποίο μέχρι τον 9ο αι. κατόρθωσε να επικρατήσει της επικρατούσας θρησκείας που ήταν ο ζωροαστρισμός. Μετά από μια περίοδο κατακερματισμού οι Πέρσες κατόρθωσαν να «εθνικοποιήσουν» τη μουσουλμανική θρησκεία υιοθετώντας το σιιτισμό, να διαχωριστούν από τους Άραβες και, μετά από επιδρομές και κατακτήσεις διαφόρων εθνών, να ενωθούν σε ένα ενιαίο κράτος.
Ο 20ός αιώνας βρίσκει την Περσία ως ένα σύγχρονο κράτος με διαπιστωμένα πλούσια κοιτάσματα πετρελαίου, και τη Βρετανία να προσπαθεί να ασκήσει επιρροή στη χώρα για να επωφεληθεί γεωπολιτικά αλλά και από τον ενεργειακό πλούτο της.
Κομβικά σημεία στη σύγχρονη ιστορία της Περσίας –που από το 1935 έχει επαναφέρει το ιστορικό όνομα Ιράν– είναι η κατάληψη της εξουσίας από τους ισλαμιστές του Αγιατολάχ Χομεϊνί (1979), οι οποίοι ονομάζουν το καθεστώς τους «Ισλαμική Δημοκρατία», και η αλλαγή του γεωπολιτικού προσανατολισμού.
Έκτοτε αυτό το θεοκρατικό καθεστώς λειτουργεί ανταγωνιστικά ως προς τα σουνιτικά μουσουλμανικά κράτη και διεκδικεί ηγετικό ρόλο ανάμεσα στους σιίτες όλους του κόσμου, ανεξαρτήτως εθνικής ταυτότητας.
Όσον αφορά τον γεωπολιτικό του προσανατολισμό, το Ιράν κινείται αυτόνομα· και επειδή οι σχέσεις με τις ΗΠΑ, τη Βρετανία και το Ισραήλ είναι συγκρουσιακές, εκμεταλλεύεται κυρίως τον ενεργειακό του πλούτο να συνάψει σχέσεις με την Κίνα, τη Ρωσία και χώρες του παγκόσμιου Νότου.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό του Ιράν είναι ότι έχει αυτοκρατορικές βλέψεις. Τα 20 εκατομμύρια των Τατζίκων, που είναι οι Ιρανοί της Ανατολής και κατοικούν στο Τατζικιστάν, το Αφγανιστάν, το Ουζμπεκιστάν και σε άλλες χώρες, και οι σιίτες που κατοικούν σε Ιράκ, Συρία, Λίβανο, Μπαχρέιν, Υεμένη, Σαουδική Αραβία, Ομάν και αλλού, επιτρέπουν στην Τεχεράνη να διεκδικεί αυτόν τον αυτοκρατορικό ρόλο στον Περσικό Κόλπο, τον Ινδικό Ωκεανό – Κόλπο του Ομάν, ακόμα και στην Ερυθρά Θάλασσα.
Να σημειωθεί ότι μέχρι και τα γεγονότα που ξέσπασαν για να ανατρέψουν τον Άσαντ την άνοιξη του 2011, το Ιράν θεωρούσε του αλαουίτες της Συρίας ως αιρετικούς και δεν τους κατέτασσε στο σιιτικό ισλάμ. Όταν όμως διαπίστωσε ότι βοηθώντας τον Άσαντ θα αποκτήσει τη δυνατότητα να ασκεί επιρροή στην κρίσιμη περιοχή που καταλαμβάνει η Συρία και να παρέχει πολύ πιο εύκολα διά ξηράς στήριξη στη Χεζμπολάχ του Λιβάνου, ενέταξε τους αλαουίτες της Συρίας στο σιιτικό Ισλάμ.
Για να υποστηρίξει αυτό το αυτοκρατορικό «όραμα» το καθεστώς των ισλαμιστών μηχανεύτηκε την ίδρυση ενός στρατού, αυτού των Φρουρών της Επανάστασης. Πρόκειται για εντελώς ξεχωριστές ένοπλες δυνάμεις, με στρατό ξηράς, πολεμικό ναυτικό, πολεμική αεροπορία, υπηρεσία πληροφοριών και ειδικές δυνάμεις.
Οι Φρουροί της Επανάστασης έχουν αναλάβει το «έργο» να οργανώσουν τον λεγόμενο «Άξονα της αντίστασης», δηλαδή να οργανώσουν ένοπλα τμήματα όπου κατοικούν σιίτες, μέσω των οποίων θα ασκούν επιρροή στις χώρες αυτές που θα χρησιμοποιούνται αναλόγως με τη γεωπολιτική συγκυρία.
Η δράση της Χαμάς (που δεν είναι σιιτική οργάνωση αλλά έχει σχέση με τους Φρουρούς της Επανάστασης), της Χεζμπολάχ του Λιβάνου, της Χάσντι Σάμπι του Ιράκ, των Χούθι της Υεμένης και διαφόρων ενόπλων ομάδων στη Συρία, είναι εύγλωττα παραδείγματα που επιχειρησιακού δόγματος των Φρουρών της Επανάστασης, εμπνευστής και αρχιτέκτονας του οποίου ήταν ο Κασέμ Σουλεϊμάνι που σκοτώθηκε από πυρά μη επανδρωμένου αεροσκάφους στη Βαγδάτη, το 2020.
Χαρακτηριστικό της δράσης αυτών των ομάδων –ειδικά μετά το ξέσπασμα του πολέμου στη Γάζα–, είναι ότι εκτός από τη σύγκρουση με το Ισραήλ δεν διστάζουν να πλήξουν στόχους των ΗΠΑ, χειροπιαστό δείγμα της πολιτικής αυτονομίας που διεκδικεί για τον εαυτό της η Τεχεράνη.
Αποκορύφωμα της αυτοκρατορικής συμπεριφοράς του Ιράν ήταν οι τρεις πυραυλικές επιθέσεις που πραγματοποίησε μέσα σε ένα 24ωρο σε τρεις διαφορετικές χώρες, το Ιράκ, τη Συρία και το Πακιστάν.
Στο Ιράκ, και συγκεκριμένα στην Ερμπίλ, την πρωτεύουσα της αυτόνομης περιοχής του Κουρδιστάν, κατά τα λεγόμενά της η Τεχεράνη έπληξε το «κέντρο κατασκοπείας της Μοσάντ», στη Συρία έπληξε στρατηγείο τζιχαντιστών στην περιφέρεια Ιντλίμπ με πύραυλο που διένυσε 1.230 χλμ, στο Πακιστάν έπληξε στόχους της σουνιτικής ισλαμιστικής οργάνωσης Τζάις αλ Αντλ, τα μέλη της οποίας κατάγονται από την ιρανική περιφέρεια Σιστάν-Μπαλουτσιστάν.
Το Πακιστάν απάντησε με ανάλογα πυραυλικά πλήγματα, αφού προηγουμένως φρόντισε να ανακαλέσει τον πρέσβη του από την Τεχεράνη και να ζητήσει από τον Ιρανό επιτετραμμένο να μην επιστρέψει στο Ισλαμαμπάντ.
Σημειώνοντας ότι η αντίδραση του Πακιστάν μάς δείχνει πώς πρέπει να αντιδρούν τα κράτη όταν δέχονται προκλήσεις, να υπογραμμίσουμε ότι η δράση του Ιράν και των ενόπλων ομάδων του «Άξονα της αντίστασης» προσθέτουν ρευστότητα σε ένα ήδη ρευστό πεδίο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ευρύτερη περιοχή, συμπεριλαμβανομένης της Κύπρου και της Ελλάδας.