Ευτάγ’νε με τ’ ομμάτοπα σ’
τσ’ εγάπ’ς απιταχτέριν.
Το ψ̌όπο μ’ άλλο ντο θα σύρ’;
ένας Θεός εξέρει.
Αυτούς τους στίχους του Σάββα Τσενεκίδη ερμηνεύει ο Αλέξης Παρχαρίδης στο τραγούδι «Τσ’ εγάπ’ς απιταχτέριν» (βλ. στο τέλος του κειμένου), και ανατρέχοντας στα λεξικά μας βρίσκουμε τα εξής:
Απιταχτέρ(ιν) ή επιταχτέριν ή απλώς πιταχτέρ’ είναι το παιδί για τα θελήματα.
Κατά τον Άνθιμο Παπαδόπουλο και το Ιστορικόν λεξικόν της ποντικής διαλέκτου, στις διάφορες περιοχές του Πόντου συναντάμε το ρήμα ως απιτάζω, πιτάζω και πιτάζω. Προέρχεται από το αρχαίο επιτάσσω (= εντέλλομαι, παραγγέλλω), και σημαίνει «στέλνω κάποιον να εκτελέσει παραγγελία». Αυτός δε που εκτελεί το θέλημα, είναι ο απιταχτούμενος.
Πάντα να πιτάης θελτς, μίαν πα πιτάχτ’.
Σε αντιδιαστολή με τον «απιταχτούμενο» είναι ο «απίταχτος», δηλαδή εκείνος που είτε δεν του έχει ανατεθεί κάποια… αποστολή είτε δεν είναι πρόθυμος να τρέξει για το θέλημα.