Η Κλειώ Νικολήνταγια ζούσε στο Σεβδίκιοϊ, 13 χλμ. Ν-ΝΔ της Σμύρνης, το οποίο, πριν από το 1922 αριθμούσε περίπου 8.000 κατοίκους, σχεδόν όλοι Έλληνες έποικοι από τη Σάμο, την Άνδρο και την ηπειρωτική Ελλάδα.
Η ετυμολογία του ονόματος της μικρής αυτής πόλης απασχόλησε τους Μικρασιάτες λόγιους· είτε προερχόταν από τα τουρκικά συνθετικά σεβντί (αγάπη, έρωτας) + κιοϊ (χωριό), οπότε ολόκληρη η λέξη μεταφράζεται ως «χωριό του έρωτα», είτε από το σεγίντ (ο τιμώμενος από το λαό, ο ηγεμόνας) + κιοϊ, οπότε σήμαινε «το χωριό του άρχοντα».
Λόγιοι της Σμύρνης υιοθέτησαν την πρώτη ετυμολογία, απ’ όπου και το όνομα «Ιμέριον» ή «Ερασίνον» που της είχαν δώσει.
Η μαρτυρία της περιλαμβάνεται στο Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, της μεγαλύτερης και παλαιότερης συλλογής προφορικής ιστορίας στην Ελλάδα και μίας από τις σημαντικότερες της Ευρώπης.
◊◊◊◊◊◊◊
Έφυγε η αστυνομία και μας αφήσανε στου Θεού το έλεος. Είχε φύγει το μισό χωριό. Άλλοι με τα γαϊδουράκια, άλλοι με τα πόδια και με τα παιδιά στον ώμο, άλλοι με τη σούστα. Τραίνο πια δεν ερχούντανε απάνω. Εγώ έπλενα. Ήρθε μια θεία μου και μου λέει:
– Μωρή τι κάθεσαι, αφού έφυγε η αστυνομία; Δε βλέπεις; Θα ‘ρθουν οι Τούρκοι και θα σε πετσοκόψουνε.
– Δε φεύγω μωρέ, της είπα. Εδώ θα καθίσω. Ο Τούρκος θα ‘ρθει με το γάντι.
Βάζαμε καπνά εκείνο τον καιρό κι είχαμε νοικοκυριό μεγάλο. Πού να αφήκω το σπίτι μου που ήταν γεμάτο από καρπό.
Σαν έφυγε όμως όλος ο κόσμος, τι να κάνω; Έφυγα κι εγώ με την οικογένειά μου. Πήρα ένα τσουβάλι αλεύρι, ένα μύγδαλα και μερικά μαγερέματα και τα ‘ριξα στη σούστα. Βούλωσα την τρύπα του νεροχύτη κι έβαλα μέσα τα λουλούδια. Λέγαμε πως θα γυρίσουμε πάλι.
Κατά τις έντεκα ήρθε ο άντρας μου. Εγώ όλο και τριγύριζα μέσα στο σπίτι.
– Άντε άσ’ τα τα ρημάδια, μου λέει, πάμε να φύγομε!
Κλειδώσαμε το σπίτι, βάλαμε τα παιδιά στη σούστα και ξεκινήσαμε. Στο δρόμο που πηγαίναμε, εκεί στον Προφήτη Ηλία, περνούσανε οι σφαίρες από πάνω μας. Πέσαμε όμως μπρούμυτα μέσα στη σούστα και συνεχίσαμε.
Σα φτάσαμε στη Σμύρνη, πήγαμε στης αδελφής μου. Ο γαμπρός μου ήτανε Έλληνας, δεν ήτανε ραγιάς. Είχανε δικό τους σπίτι στα πίσω της Μπελαβίστας1. Ήτανε μικρό, αλλά έξω στην αυλή είχε απλάδα. Βάλαμε εκεί τη σούστα, τη φοράδα. Καθίσαμε μια μέρα, αλλά ύστερα βγήκε τελάλης και φώναξε: «Όσοι Έλληνες παλαιοί έχουνε ραγιάδες στα σπίτια τους, θα τιμωρηθούνε». Τι κάνομε εμείς; Είχα το μεγάλο γιο μου που ήτανε στρατεύσιμος και δε τον ήθελε ο γαμπρός μου. «Κοντά σε σας θα χαθώ κι εγώ κι η οικογένειά μου» μας έλεγε. Η καημένη η αδελφή μου πήγε σε μια εξαδέρφη τ’ αντρούς της.
– Ο Κώστας δε θέλει το Δημητρό, τι να τον κάνομε; της λέει.
– Φέρ’ τον εδώ κι έννοια σου.
Μας τον έκρυψε για λίγο. Μετά όλοι μαζί κι η αδερφή μου με την οικογένειά της, γιατί άρχισαν να κυνηγάνε και τους Έλληνες, πήγαμε σ’ ένα ιταλικό σπίτι που άδειασε και καθίσαμε.
Εκεί ήρθε η ανηψιά μου, η Βασιλεία, που ήταν νιόνυφη και με παρακάλεσε να πάει ο γιος μου ο Δημητρός να της φέρει τα πράγματα, γιατί δεν πήρε τίποτα μαζί της.
Πήγε ο Δημητρός με το μικρότερο, το Νικολή, στο χωριό. Ερημιά, ψυχή δεν ήτανε. Αρπάξανε ό,τι αρπάξανε, τα ρίξανε στη σούστα και φύγανε.
Ο Δημητρός, μ’ έναν εξάδερφό του, που ήταν κι αυτός μαζί τους και τον λέγανε κι εκείνο Δημητρό, πήγαιναν μπρος με τ’ αλόγατα και πίσω ο Νικολής με τη σούστα φορτωμένη. Στο δρόμο τον αμαξωτό που προχωρούσανε, άναψε το τουφέκι. Τους έριχναν οι αντάρτες από πάνω και χτυπήσανε τον ανηψιό μου.
Σαν είδε ο γιος μου πως σκοτώθηκε ο Δημητρός, απελπίστηκε. Άφηκε τ’ άλογό του και πήγε αρκουδίζοντας σε μια λακκούβα, να φυλαχτεί. Στο μεταξύ οι Τσέτες τρέξανε στο σκοτωμένο να τον ψάξουνε, αν έχει λεπτά. Εκείνη τη στιγμή ερχότανε το τραίνο του Μπουτζά σιγά-σιγά φορτωμένο. Το είδαν οι Τσέτες, φοβηθήκανε κι έφυγαν. Έτρεξε ο Δημητρός απ’ τη λακκούβα να το προλάβει, να σωθεί. Τον είδε ο οδηγός και σταμάτησε για λίγο. Κάτι γυναίκες τον άρπαξαν και τον έχωσαν κάτω από τα καθίσματα κι ήρθε στη Σμύρνη και μας βρήκε.
– Μητέρα, μου είπε, πάει ο Νικολής, πάει κι ο Δημητρός, τους σκοτώσανε.
Εγώ πια κλάματα, δαρμούς!
Αλλά ο Νικολής, που ερχούτανε με τη σούστα, έστριψε άλλο δρόμο που πήγαινε στο Μπουτζά, στο κολέγιο, που το φυλάγανε οι Αμερικάνοι, για να σωθεί. Εκεί τους κάνανε συσσίτιο.
Την άλλη μέρα μου φέρνει ένας ένα χαρτί. «Μητέρα», έγραφε, «είμαι στο κολέγιο, να μου στείλεις λεπτά».
Πήρα λεπτά μαζί μου και πάω με το τραίνο στο κολέγιο και τον βρίσκω. Του είπα:
– Κάτσε παιδί μου εδώ· είναι καλά, μη βγεις έξω γιατί θα σε πιάσουν οι Τούρκοι.
Την άλλη μέρα εκεί που καθόμουνα, ό,τι σκοτείνιασε, τον βλέπω κι έρχεται στην Μπελαβίστα.
– Γιατί παιδί μου έφυγες;
– Μητέρα ερχόντουσαν και διαλέγανε και παίρνανε τους άντρες.
Ο γιος μου ο Δημητρός, όταν γύρισε από το χωριό, μου είπε.
– Μητέρα να πας στην Πούντα, να βρεις το Θανάση το Δαρδάλη. Αυτός είναι επιστάτης στο σιδηρόδρομο κι είναι στην υπηκοότητα της Αγγλίας, δεν τους πειράζουνε. Να του πεις να σου δώσει μια κορδέλα -η κορδέλα σήμαινε ότι εργάζεσαι στο σιδηρόδρομο- να βάλω στο χέρι μου, να πάω στο σιδηρόδρομο να εργαστώ στο καροτσάκι.
Πήγε κι έπιασε δουλειά. Ήρθε το βράδυ και φάγαμε. Μου λέει:
— Μητέρα, μου είπε ο Θανάσης, θα πάρει το προσωπικό και θα φύγομε για την Ελλάδα. Εκεί θα σας περιμένω.
Ερχόντουσαν τα πλοία και παίρνανε τον κόσμο μυστικά. Το αραμπαδάκι του σιδηρόδρομου τούς πήγαινε κοντά στην ακρογιαλιά κι από κει μπαίνανε και φεύγανε.
Την άλλη μέρα δεν ήρθε, κατάλαβα πως έφυγε. Στεκόμουνα στην πόρτα· Περνούσε η γυναίκα του Θανάση, μου ‘κανε νόημα πως φύγανε. «Παναγιά μου» είπα, «βοήθα και μένα να φύγω με τον άντρα μου και τα παιδιά μου».
Την άλλη μέρα πήγα να πάρω ψωμί στο φούρνο. Με βρήκε ένας συγγενής του Αγά που δουλεύαμε.
– Κοκόνα, μου είπε, πού μένεις; Τι κάνουν τα παιδιά σου;
– Να, στο δρόμο παιδί μου, κι έκλαια.
Δεν του ‘πα που είναι τα παιδιά μου, γιατί φοβήθηκα. Τούρκος δεν ήταν; Δεν τον εμπιστεύτηκα. Μου πήρε τρία ψωμιά, μου ‘δωσε μια μπαγκανότα και είπε του φούρναρη να μου δίνει ψωμί. Δεν ξαναπήγα σ’ αυτό το φούρνο για ψωμί, για να μην τον ξανασυναντήσω.
Εμείς, μέχρι που έπιασε η φωτιά και φύγαμε, μείναμε στο ιταλικό σπίτι. Όποια μας ρωτούσε που μένομε, στης Ελένης που είχε τον ‘ταλιάνο, της λέγαμε. Κι έτσι φίλος τον φίλον έκραζε και μαζευτήκαμε πολλές φαμελιές, όλοι για να σωθούμε. Μέχρι κι έναν παπά φέρανε.
Τη μέρα είχαμε κλειδιά παντού. Το βράδυ λάμπα δεν ανάβαμε. Ούτε μιλιά, ούτε συντυχιά είχαμε για να μη μας ακούνε. Ησυχία μεγάλη. Ανάμεσα μας ήταν ένας κουρέας και ξύριζε τα παλικάρια. Του είπα να ξυρίσει κι εμένα και τα παιδιά μου. Τα δύο ήτανε μικρά. Τα δύο όμως που ήτανε μεγάλα φοβόμουνα μη τα κρατήσουν.
Τα παιδιά ξυριστήκανε. Ο μπάρμπα Ζαφείρης (ο σύζυγος της αφηγήτριας) άφησε τα γένεια του και φόρεσε ένα μαντίλι καμπανί για να φαίνεται γέρος.
Απέναντί μας ήτανε ένα άλλο ιταλικό σπίτι. Ένα πρωί, πήγα και κτύπησα την πόρτα. Βγήκε η υπηρέτρια. Νόμισε πως είμαι φτωχιά, που γυρεύω ελεημοσύνη. «Παιδί μου» της είπα, «δε θέλω ελεημοσύνη. Παιδί μου, παλιά ρούχα, κουρέλια, σε παρακαλώ και να το ‘βρεις στην ψυχή σου, να φύγομε». Την έστειλε η κυρά της στην καρβουναποθήκη, που είχε κάτι παλιά φουστάνια, ασβεστωμένα και μου τα ‘φερε. Τα φόρεσα στα κορίτσια μου και τους έβαλα και μαγουλίκια2. Αυτά γινόντουσαν την παραμονή του Σταυρού. Το βράδυ είπα και τους άλλους να κάνομε ένα ξενύχτι στο Σταυρό, να μας βοηθήσει να φύγομε.
Όλη τη νύχτα διαβάζαμε τροπάρια, λέγαμε το «Πάτερ ημών» κι ό,τι ήξερε η καθεμιά. Είχαμε και τον παπά, που ξυρίστηκε κιόλας. Ο μπάρμπα Ζαφείρης ήταν γονατιστός όλη τη νύχτα.
Το πρωί πήραμε ό,τι μπορούσαμε· δε μας αφήνανε να σηκώσομε και πολλά. Ένα πάπλωμα, το ‘βαλα στου παιδιού μου το κεφάλι. Ό,τι χρυσαφικά είχαμε, τα ‘ραψα στα παντελόνια των παιδιών μου με μεγάλα μπαλώματα. Το ένα το βαστούσα στην αγκαλιά μου και τ’ άλλο ο μπαμπάς του. Ένα στρωσίδι μάλλινο στου άλλου το κεφάλι.
Πήραμε το δρόμο και πήγαμε στην ακρογιαλιά που έφευγε ο κόσμος. Είχε σπάσει το Χαλκά μπουνάρ3 και τρέχανε τα νερά τους δρόμους. Από πίσω μας ρίχνανε σφαίρες. Εκεί που πηγαίναμε, στρατιώτες σκοτωμένοι χάμου, παλικάρια πνιγμένα που τα είχε βγάλει το κύμα, νταούλια πρησμένα.
Καθίσαμε στην άκρη και περιμέναμε. Ο μπάρμπα Ζαφείρης όλο ζάρωνε να μη τον πάρουν.
Μπαίνοντας στο σχοινί μέσα, εκεί κρατούσανε όσους θέλανε από τους άντρες. Πολλοί βάζανε στους ώμους τους παιδιά για να μην τους πάρουνε. Πετούσανε όμως τα παιδιά και τους κρατούσανε. Εμάς μας αφήσανε και περάσαμε όλοι. Σα μπήκαμε στο πλοίο ήκανα το σταυρό μου και πέταξα το κλειδί του σπιτιού μου στη θάλασσα.
Στο πλοίο μας περιποιηθήκανε πολύ. Μας ήβγαλε στη Χίο. Οι Χιώτες όταν είδανε πως έφερε το πλοίο πρόσφυγες, πήγανε και βάλανε και τους γαϊδάρους στα σπίτια, για να μη βάλουνε καμιά πρόσφυγα και σωθεί.
Μια Χιώτισσα μας έβαλε σε μια καρβουναποθήκη. Εκείνη, έκλαιγε το μωρό μου και την ανησυχούσε κι όλο κτυπούσε από πάνω το τακούνι. Λέω του αντρός μου να φύγομε.
Το πρωί μπαίνομε στο πλοίο κι ερχόμαστε στον Πειραιά. Μας πήγανε στον Άη Βασίλη. Κάτσαμε και λέγαμε τον καημό μας, που να πάμε, τι να κάνουμε. Ερχόντουσαν και μας λέγανε να μας φιλοξενήσουν. Δεν ξέραμε τι να κάνομε. Έρχεται κι ένας Κρητικός και μας λέει:
– Ελάτε να σας στείλω στην Κρήτη. Έχω βόδια, χωράφια, θα περάσετε καλά.
Ο άντρας μου σαν άκουσε χωράφια, μας ξεσήκωσε και φύγαμε. Το χωριό που πήγαμε, το λέγανε Επισκοπή. Μας βάλανε σ’ ένα σχολείο. Μας είχανε φάει οι ψείρες. Δεν περνούσαμε καθόλου καλά. Τι βόδια! Τι χωράφια! Ένα βόδι το είχανε όλο-όλο και κείνο κουτσό.
Είχανε και μια μάνα, στρίγγλα, που μας σήκωνε νύχτα να πάμε να μαζέψουμε τις ελιές. Οι άλλες όμως Κρητικές ήσαν καλές, μας φέρνανε ό,τι είχανε.
Μια μέρα μου λέει ο μεγάλος μου γιος. «Μητέρα δεν ήρθαμε καθόλου καλά. Αυτοί είναι πιο φτωχοί κι από μας. Να φύγομε».
Πήγανε πρώτα τα παιδιά με τη σούστα στο Ρέθυμνο, τα τακτοποιήσανε και πήγαμε κι εμείς. Μας δώσανε στα Μιχίρια ένα περιβολάκι και καλλιεργούσαμε. Είχαμε κι ένα μεγάλο δωμάτιο που μέναμε. Περπατηχτές πηγαίναμε στη χώρα. Πολεμούσαμε στον κήπο. Βγάζαμε ντομάτες, μελιτζάνες· νοίκιασε ο μπάρμπα Ζαφείρης γαϊδουράκι, φόρτωνε δύο κοφίνια, τα πήγαινε στο Ρέθυμνο, τα πουλούσε και με τα λεφτά έπαιρνε όλα-όλα τρία ψωμιά. Πώς να ζήσουμε;
Ο συγχωρεμένος δε μπορούσε να κάνει εκεί. Κι εγώ ήθελα να ‘ρθω στην Αθήνα για να βάλω τα παιδιά μου σε μια τέχνη. Μείναμε δέκα μήνες στα Μιχίρια και σηκωθήκαμε και φύγαμε. Μας πήρε ο γιος μου και μας πήγε στη Θήβα. Βάλαμε καπνά και χάσαμε όλα τα λεφτά μας. Κάτσαμε τρία χρόνια. Λέω του συγχωρεμένου του μπάρμπα Ζαφείρη να πάμε στην Αθήνα.
Ήρθαμε και νοικιάσαμε ένα σπίτι στο Χαλάνδρι. Επειδή δεν βγαίναμε να πληρώνομε κάθε μήνα νοίκι, πήγαμε και μείναμε στις παράγκες. Πούλαγε ένας μία, χίλιες δραχμές και την αγοράσαμε. Εκεί μας καταγράψανε και μας δώσανε μετά σπίτια.