Στην Πρίγκηπο, η οποία είναι ένα από τα νησιά της δικής μας Ανατολής, βρίσκεται η δεύτερη μεγαλύτερη ξύλινη κατασκευή στον κόσμο και η μεγαλύτερη στην Ευρώπη, ένα οικοδομικό θαύμα που αφέθηκε έρμαιο στο χρόνο – από το 2018 περιλαμβάνεται στον κατάλογο του Europa Nostra με τα πλέον απειλούμενα μνημεία πολιτιστικής κληρονομιάς, κάτι που συνυπογράφεται από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων.
Ο λόγος για το ελληνικό ορφανοτροφείο, από το οποίο λείπει ήδη η μισή σκεπή, ενώ είναι πάντα υπαρκτός ο κίνδυνος της κατάρρευσης.
Το 2009 με απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων το κτήριο πέρασε στην κυριότητα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, το οποίο έχει εκφράσει την πρόθεσή του να φιλοξενηθεί εκεί ένα κέντρο που θα ασχολείται με τον περιβαλλοντικό και τον διαθρησκευτικό διάλογο.
Πριν από λίγο καιρό στο νησί βρέθηκε ομάδα αρχιτεκτόνων από την Ιαπωνία, ενώ το απόγευμα του Σαββάτου στην αίθουσα τελετών της Πατριαρχικής Μεγάλης του Γένους Σχολής φιλοξενήθηκε μια ανοιχτή συνάντηση εργασίας αναφορικά με το ιστορικό κτήριο, την οποία διοργάνωσε η Europa Nostra Τουρκίας σε συνεργασία με τη Διεύθυνση Έργου του Ορφανοτροφείου της Πριγκήπου.
Σκοπός ήταν να εξεταστούν το πρόγραμμα αποκατάστασης, η κατάσταση του κτηρίου σήμερα αλλά και το μέλλον του.
Στο χαιρετισμό του ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος τόνισε ότι «η ιστορία του ορφανοτροφείου είναι βαθιά συνυφασμένη με την ανθεκτικότητα της κοινότητάς μας εδώ σε αυτή τη μεγάλη Πόλη, ειδικά κατά τα δύσκολα χρόνια του προηγούμενου αιώνα».
Όπως εξήγησε, σε αυτό το αρχιτεκτονικό κόσμημα βρήκαν καταφύγιο, ελπίδα και εκπαίδευση χιλιάδες ορφανά. «Από το άδικο κλείσιμό του το 1964 λόγω λυπηρών πολιτικών αντιποίνων, το κτήριο έχει περιπέσει σε κατάσταση ερείπωσης που επιδεινώθηκε από μια πυρκαγιά το 1980 και τις ζημιές που προκλήθηκαν από τον μεγάλο σεισμό του 1999. Παρά το γεγονός ότι επέστρεψε στην κοινότητά μας το 2012, μετά από πολλές νομικά εμπόδια, οι προσπάθειες αποκατάστασης που θα αναζωογονούσαν αυτόν τον πολιτιστικό θησαυρό αντιμετωπίζουν σημαντικά οικονομικά εμπόδια που μας εμποδίζουν να επιτύχουμε τους ευγενείς στόχους μας», συμπλήρωσε.
Το πενταώροφο κτήριο είναι έργο του Γάλλου αρχιτέκτονα Αλεξάντρ Βαλορί. Ολοκληρώθηκε το 1898 με σκοπό να γίνει ένα από τα πιο πολυτελή ξενοδοχεία-καζίνο της Ανατολής, και όχι μόνο.
Ωστόσο, ποτέ δεν κατάφερε να πάρει άδεια λειτουργίας από τον σουλτάνο Αμπντούλ Χαμίτ Β’ και έτσι πωλήθηκε στη σύζυγο ενός πλούσιου τραπεζίτη από την ελληνική κοινότητα της Πόλης, την Ελένη Ζαρίφη, η οποία το παραχώρησε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο προκειμένου να στεγάσει ορφανά.
Το 1964, με το κλείσιμο του ορφανοτροφείου που από 1903 φιλοξένησε περίπου 5.800 παιδιά, τη στρατιωτική σχολή Kuleli και κατά περιόδους πρόσφυγες, το αρχιτεκτονικό «στολίδι» των 206 δωματίων –και σημαντικό κεφάλαιο στην ιστορία της ελληνορθόδοξης κοινότητας– εγκαταλείφθηκε στην τύχη του από το τουρκικό κράτος.
Συντονιστής του έργου αποκατάστασης είναι ο Άρχων Μ. Χαρτοφύλαξ Λάκης Βίγκας, ο οποίος κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης δήλωσε ότι τα τελευταία χρόνια έχει υπάρξει σημαντική πρόοδος, με την υποστήριξη «πολύτιμων ιδρυμάτων και ειδικών». Όπως είπε είναι ένα μνημείο που δεν αφορά μόνο τη ρωμαίικη κοινότητα, αλλά όλους τους κατοίκους της Κωνσταντινούπολης. Γι’ αυτό και θεωρείται σημαντική η ενημέρωση της κοινής γνώμης, η καταγραφή της προφορικής μέχρι σήμερα ιστορίας, η συμμετοχή σε έργα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η αναζήτηση αρχείων.
Ο ίδιος σημείωσε ακόμα ότι από την αρχή γνώριζαν πως το έργο αποκατάστασης θα είναι δαπανηρό, λόγω της ιδιομορφίας της κατασκευής. Ήδη έχουν ολοκληρωθεί σημαντικά αρχιτεκτονικά στάδια που δεν αφορούν μόνο το ίδιο το ορφανοτροφείο, αλλά και τον περιβάλλοντα χώρο στην Πρίγκηπο.
Όμως το ολοένα αυξανόμενο κόστος υλικών, οι κλιματολογικές συνθήκες, οι χώροι διαμονής των εργαζομένων και τα θέματα ασφαλείας επιβάρυναν τον προϋπολογισμό του έργου, το οποίο σε πρώτη φάση έχει περιοριστεί στο παλιό σχολείο των 1.000 τετραγωνικών και στο κεντρικό κτήριο.
Εννέα εταιρείες με εμπειρία σε εργασίες αποκατάστασης συμμετείχαν στον ανοιχτό διαγωνισμό, ωστόσο μια δωρεά από το εξωτερικό που τελικά δεν ολοκληρώθηκε «πάγωσε» εκ νέου τα έργα.
«Πρωταρχικός μας στόχος για αυτήν την κληρονομιά της οποίας η διάρκεια ζωής μειώνεται μέρα με τη μέρα είναι να διατηρήσουμε τα μέρη που παραμένουν ανέπαφα. Υπάρχουν διάφορες ιδέες και διάφορες τεχνικές λύσεις. Παρόλο που αυτό το κτήριο –που περιμένει επίμονα και υπομονετικά να σωθεί– έχει… εκτεθεί σε πολιτικές εικασίες και αδιαφορία, μας έχει προσφέρει σημαντικές πνευματικές και ανθρωπιστικές υπηρεσίες έως και σήμερα», πρόσθεσε.
Ακόμα, ο Λάγκης Βίγκας ανέφερε πως στο επίκεντρο των συζητήσεων είναι και το πώς θα λειτουργήσει το κεντρικό κτήριο μετά την αποκατάστασή του. Μερικές από τις ιδέες που υπάρχουν, και οι οποίες θα μπορούσαν να προσφέρουν έσοδα, είναι η δημιουργία μιας τουριστικής μονάδας με ήπιο αποτύπωμα ή και η δημιουργία ενός ερευνητικού ινστιτούτου επικεντρωμένου στο Βυζάντιο και την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
«Ελπίζουμε ότι θα είναι ένα υποδειγματικό έργο που θα επανεισαχθεί στην κοινωνία με τις κοινές συνεισφορές Τουρκίας και Ελλάδας» σημείωσε.