Παραμονή Πρωτοχρονιάς η 13η Ιανουαρίου με το Παλαιό Ημερολόγιο, και σε αρκετά χωριά του νομού Τραπεζούντας αναβιώνει ακόμα το ποντιακό έθιμο του Καλαντάρ’. Μέχρι τα ξημερώματα, άντρες μεταμφιεσμένοι σε γυναίκες, ή με προβιές, τοπικές ενδυμασίες και μουτζουρωμένα πρόσωπα, βγαίνουν στους δρόμους για να μεταφέρουν το μήνυμα της λήξης του παλιού χρόνου και της έλευσης του νέου, και στο τέλος, τα ξημερώματα, στήνεται μια μεγάλη γιορτή.
Μικροί και μεγάλοι επισκέπτονται με λύρες και γαβάλια τα σπίτια του χωριού πόρτα-πόρτα και ζητούν φρούτα, αλεύρι, ξηρούς καρπούς ή χρήματα, προσέχοντας να μην τους αναγνωρίσουν οι σπιτονοικοκύρηδες, και τραγουδούν:
Καλαντάρης, Κουλουντούρης,
απουκά’ θελ’κά μουσκάρεα
απάν’ αγουρί παιδία,
γιά δέκα παράδες δώσ’ γιά πέντε παράδες,
γιά κολοκυθί φελία.
Αυτά τα λόγια του εθίμου, στην ποντιακή διάλεκτο, ακούγονταν κάποτε. Σήμερα επικρατεί η τουρκική γλώσσα, ωστόσο το έθιμο ζει ακόμα στον Πόντο, αν και σε λιγότερες περιοχές και με λιγότερους πιστούς. Στη Λιβερά της Ματσούκας, μάλιστα, κάθε χρόνο πραγματοποιείται το «Φεστιβάλ Καλαντάρ’».
Υπήρχε όμως και «το κρέμασμα του δισακιού», που κατέγραψε ο Γεώργιος Θ. Κανδηλάπτης (Κάνις), και αφορούσε παιδιά που πλησίαζαν το 18ο έτος της ηλικίας τους και δεν μπορούσαν να πούνε τα κάλαντα.
Χωρίζονταν σε ομάδες των 2-3 ατόμων, χωριστά τα αγόρια από τα κορίτσια, και επισκέπτονταν τα γειτονικά και συγγενικά σπίτια. Κλείδωναν την εξώπορτα και ανέβαιναν στη στέγη. Κατέβαζαν από το φεγγίτη ένα δισάκι –στο οποίο είτε κρεμούσαν είτε έβαζαν μέσα του ένα κυπροκούδουνο (χάλκινο κουδούνι για τα ζώα)– και το κουνούσαν.
Με το άκουσμα των ήχων, οι νοικοκύρηδες έτρεχαν να συλλάβουν τους επισκέπτες αλλά έβρισκαν την πόρτα κλειστή.
Επέστρεφαν στο εσωτερικό και ρωτούσαν ποιοι είναι, αλλά δεν λάμβαναν απάντηση. Τότε γέμιζαν το δισάκι με άχυρα, άχρηστα υποδήματα, σβουνιές, ακόμα και με μικρές πέτρες. Οι επισκέπτες ανέβαζαν το δισάκι και μόλις έβλεπαν το περιεχόμενο, το άδειαζαν μέσα στο σπίτι και κατέβαζαν ξανά το δισάκι. Το ίδιο γινόταν συνεχώς μέχρις ότου οι επισκέπτες βάλουν μέσα στο δισάκι ένα αντικείμενο που θα αναγνώριζαν οι ιδιοκτήτες της οικίας: μαντίλι, κλειδί, εικόνισμα κτλ. Τότε, η οικοδέσποινα γέμιζε το δισάκι με διάφορα καλούδια (καρύδια, απίδια, πορτοκάλια κ.ά.), και όταν ήταν συγγενείς, έβαζε και χρήματα.
Ενώ οι επισκέπτες ανέβαζαν το δισάκι, η οικοδέσποινα τους ευχόταν: «Να ζείτε, και του χρόνου, λελευίζω σας που τιμάτε τα παλαιά τα συνήθεια…».