Η Ευφροσύνη Βασιλείου, γεννημένη το 1773, υπήρξε «κόρη θαυμασίου κάλλους και περιφανούς γένους» –σύμφωνα με τον Γάλλο πρόξενο στα Γιάννενα Φρανσουά Πουκεβίλ–, υπήρξε σύζυγος του Δημητρίου Βασιλείου, πλούσιου εμπόρου των Ιωαννίνων, μητέρα δύο παιδιών, και ανιψιά του μητροπολίτη Λάρισας και κατόπιν Ιωαννίνων, Γαβριήλ Γκάγκα.
Η ιστορία και ειδικά το τέλος της, μαζί με άλλες 17 γυναίκες στα παγωμένα νερά της Παμβώτιδας, συνδέθηκε άρρηκτα με τον Αλή πασά των Ιωαννίνων και πρωταγωνίστησε σε λαϊκά άσματα και διηγήσεις, καθώς και σε έντεχνη ποίηση από τους Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, Αλέξανδρο Ραγκαβή, Σωτήρη Σκίπη και Δημήτριο Βερναρδάκη, η οποία την εξιδανίκευσε και κατέστησε το θάνατό της σύμβολο της κακουργίας του Τούρκου βεζύρη.
Ειδικά το επεισόδιο με τον πνιγμό της εμπεριέχει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά της ρομαντικής λαϊκής τραγωδίας, τη φρίκη από τη βαρβαρότητα του τυράννου, την υπέρ της πίστεως, τιμής και πατρίδας θυσία μιας Ελληνίδας χριστιανοπούλας, και το εξωτικό φόντο της γιαννιώτικης λίμνης με τα χιονοσκεπή βουνά της Ηπείρου και τους μιναρέδες του σεραγιού του κάστρου του Αλή πασά.
Αν και τα πραγματικά περιστατικά σε γενικές γραμμές έχουν χαθεί ή παραμορφωθεί από συναισθηματικούς, οικονομικούς, ακόμα και εθνικούς παράγοντες τόσο της εποχής εκείνης όσο και των επόμενων δεκαετιών, η επικρατέστερη εκδοχή κάνει λόγο για ερωτική αντιζηλία ανάμεσα στον Αλή πασά και τον γιο του Μουχτάρ. Ωστόσο, είναι και η λιγότερο ιστορικά τεκμηριωμένη.
Όμορφη και μοιχαλίδα
Η Φροσύνη φημιζόταν για την ομορφιά της, το γένος της και πιθανότατα τη μόρφωσή της. Κάποια στιγμή, ενώ ήταν ήδη παντρεμένη και μητέρα δύο μικρών παιδιών, φέρεται να απέκτησε ερωτικό δεσμό με τον πρωτότοκο γιο του Αλή πασά, τον Μουχτάρ, ηλικίας 32 ετών τότε, ο οποίος ήταν κι αυτός παντρεμένος, για δεύτερη φορά. Ο έμπορος σύζυγος της Φροσύνης έλειπε εκείνη την εποχή στη Βενετία, είτε για δικούς του λόγους, είτε πιθανόν για να αποφεύγει τις οικονομικές απαιτήσεις του Αλή πασά.
Σύμφωνα με ιστορικές πηγές, ο Αλή δεν είχε ιδιαίτερη εύνοια στον γιο του Μουχτάρ και δεν έτρεφε ιδιαίτερη εκτίμηση για κανέναν από τους γιους του, μάλιστα τους αποκαλούσε «κότες» και διατηρούσε ερωτικές σχέσεις με τη σύζυγο του δευτερότοκου, του Βελή.
Κατά τις απουσίες του πρόκριτου Βασιλείου, η Φροσύνη συναντιόταν ερωτικά με τον φιλήδονο, γλεντζέ και ανέμελο, όπως περιγράφεται, γιο του Αλή πασά. Άλλοι θεωρούν ότι η εύπορη νεαρή γυναίκα είχε γενικά ανοιχτό το σπίτι της και δεχόταν πολλές επισκέψεις ανδρών, παρουσιάζοντάς την σχεδόν σαν εταίρα, με ποικίλους δεσμούς.
Μια τρίτη θεωρία παρουσιάζει τα ελευθεριάζοντα ερωτικά ήθη της Φροσύνης ως γενικότερο φαινόμενο της οικονομικά ακμάζουσας τότε κοινωνίας των Ιωαννίνων, στην οποία πολλές γυναίκες πιθανόν να φέρονταν χαλαρά και με ελευθεριότητα, μιμούμενες το αντίστοιχο ρεύμα σε πολλές ευρωπαϊκές κοινωνίες.
Ως ηγεμόνας, όμως, ο Αλή πασάς είτε ήθελε είτε δεχόταν πιέσεις να καταπνίξει αυτή την ελευθεριότητα και να επαναφέρει την τοπική κοινωνία στον δόκιμο συντηρητισμό της.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η διαφθορά και οι μοιχείες αποτελούσαν πολύ σοβαρά παραπτώματα για τους μουσουλμάνους, και ως κοινωνικό φαινόμενο του δημιουργούσαν τριβές με τους άλλους βεζίρηδες.
Το δαχτυλίδι και τα συμφέροντα
Σύμφωνα με πολλές εκδοχές, αφορμή του κακού στάθηκε ένα δαχτυλίδι, αλλά είναι πιθανόν να πρόκειται για ρομαντικό μυθιστορηματικό εφεύρημα. Αναφέρεται πάντως ότι η Φροσύνη επηρέαζε τον Μουχτάρ σημαντικά και ίσως αυτή να ήταν και η αιτία του διωγμού της.
Σύμφωνα με τη ρομαντική εκδοχή, ο Μουχτάρ φέρεται να χάρισε στην κυρα-Φροσύνη ένα σμαραγδένιο δαχτυλίδι που του το είχε χαρίσει στο γάμο τους η γυναίκα του, ή που το είχε ζητήσει η γυναίκα του και εκείνος είχε αρνηθεί να της το δώσει.
Κάποια στιγμή η Φροσύνη φανέρωσε αυτό το δαχτυλίδι· άλλοι αναφέρουν ότι πήγε να το πουλήσει επειδή είχε ανάγκη από χρήματα και άλλοι ότι το φόρεσε για να το επιδείξει. Σε κάποια περίσταση το είδε η γυναίκα του Μουχτάρ, και μόλις ο σύζυγός της έτυχε να φύγει για μια αποστολή, εκείνη απευθύνθηκε στον πεθερό της, Αλή πασά, και του ζήτησε να κάνει κάτι δραστικό για την κυρα-Φροσύνη.
Η σύζυγος του Μουχτάρ δεν ήταν τυχαίο πρόσωπο, αλλά κόρη του πασά του Βερατίου στον οποίο ο Αλή δεν ήθελε να δώσει αφορμές, αφού χάρη σε εκείνον ήλεγχε σημαντικό τμήμα της Αλβανίας. Εξάλλου η αδελφή της είχε παντρευτεί τον άλλο γιο του, και ήταν κι αυτή σύμφωνη στο να εκδικηθούν τη Φροσύνη και τις γυναίκες με τις οποίες την απατούσε ο δικός της σύζυγος.
Κατά συνέπεια, ο πασάς των Ιωαννίνων ενδεχομένως να θεώρησε ότι οι δύο νύφες του θα του προκαλούσαν προστριβές με τον συμπέθερό του και πατέρα τους.
Μια άλλη εξήγηση για την εκτέλεση της κυρα-Φροσύνης, η οποία προήλθε από τον Γάλλο στρατηγό Γκυγιόμ ντε Βοντονκούρ, ήταν ότι ο Αλή πασάς ίσως να φοβόταν ότι ο Μουχτάρ δεχόταν επικίνδυνα πολλές επιρροές από τους Έλληνες μέσω της ερωμένης του.
Η σύλληψη
Ο Αλή πασάς επισκέφθηκε στις 10 Ιανουαρίου τον υπήκοό του Νικόλαο Γιάγκα στο σπίτι του. Έφαγε εκεί σαν να μην συνέβαινε τίποτα, και στο τέλος ζήτησε να σερβίρει τον καφέ η σύζυγος του οικοδεσπότη. Στη συνέχεια, της ζήτησε να καλέσει διάφορες γυναίκες στο σπίτι της – δεν είναι γνωστό όμως με ποια κριτήρια.
Άρχισαν σταδιακά να καταφθάνουν οι γυναίκες που είχε ειδοποιήσει η σύζυγος του Γιάγκα, καθώς και αρκετές, φερόμενες ως ελευθερίων ηθών, οι οποίες είχαν συλληφθεί από άνδρες του Αλή πασά σε διάφορα σημεία της πόλης. Βρέθηκαν να συνωστίζονται όλες μαζί, μάλλον έκπληκτες παρά φοβισμένες, και στη συνέχεια οδηγήθηκαν στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου, στα βόρεια της λίμνης Παμβώτιδας.
Συνολικά είχαν συλληφθεί 18 γυναίκες: 16 οι προσαχθείσες, μία η οικοδέσποινα, την οποία ο Αλή πασάς επίσης υποπτευόταν για μοιχεία, και μία η Φροσύνη.
Σε εκείνη τη φάση, είτε από φόβο είτε επειδή αυτές οι γυναίκες ήταν όντως αντιπαθείς στην κοινωνία, δεν παρουσιάστηκε κανείς να ζητήσει επίσημα την απελευθέρωσή τους.
Εξάλλου οι ίδιες οι γυναίκες, όπως και οι συγγενείς τους, είναι πιθανό να μην περίμεναν ένα τόσο τραγικό τέλος, καθώς –σύμφωνα με την πρακτική της εποχής– θα τιμωρούνταν με απλή φυλάκιση ή εξαγορά της ελευθερίας τους επειδή ήταν χριστιανές και η κοινωνία των Ιωαννίνων θεωρείτο αρκετά προοδευτική και ανεκτική.
Η εκτέλεση
Κάποια στιγμή ανακοινώθηκε στις γυναίκες η μοίρα που τις περίμενε. Επειδή όμως είχε πια σχεδόν χαράξει και σύμφωνα με τα ισλαμικά έθιμα οι γυναίκες μπορούσαν να εκτελεστούν μόνον νύχτα, απέμενε μια ολόκληρη μέρα ελπίδων.
Κάποιες εξακολουθούσαν να πιστεύουν ότι όλα αυτά ήταν ακραία και ότι ο Αλή πασάς τα έκανε από τη φιλαργυρία του για να εκμαιεύσει υψηλότερα λύτρα απελευθέρωσης. Στη διάρκεια της ημέρας η πόλη ήταν αναστατωμένη, αλλά δεν γνωρίζουμε αν έγιναν επίσημα διαβήματα προς τον Αλή πασά ή όχι.
Έφτασε η νύχτα και τα παγερά μεσάνυχτα, χωρίς να έρθει η λύτρωση. Οι γυναίκες οδηγήθηκαν όλες μαζί σε βάρκες και συνειδητοποίησαν τι τις περίμενε στα παγωμένα νερά της λίμνης. Οι δήμιοι τις έριξαν στο νερό δεμένες, και όχι μέσα σε σακί όπως ήταν η ισλαμική συνήθεια.
Κάποιες υποτάχθηκαν μοιρολατρικά κάνοντας την προσευχή τους και κάποιες φώναζαν «βοήθεια».
Ένας από τους δήμιους ανέφερε αργότερα ότι είχε δει πολλά βασανιστήρια, αλλά δεν θα ξεχνούσε ποτέ τα πρόσωπα των γυναικών στο νερό και ότι ξυπνούσε πολλές νύχτες ακούγοντας τις κραυγές τους στους εφιάλτες του.
Τα πτώματα εκβράσθηκαν και έγινε η ταφή τους μέσα στη γενική κατακραυγή, αλλά ο Αλή πασάς ανακοίνωσε ότι κακώς διαμαρτύρονται οι Έλληνες, αφού θα τις χάριζε τη ζωή αν εμφανιζόταν εγκαίρως έστω και ένας συγγενής τους.
Γιατί θυμόμαστε μόνο την κυρα-Φροσύνη
Για όλες τις γυναίκες που πνίγηκαν το βράδυ της 11ης Ιανουαρίου, αποφασίστηκε η ταυτόχρονη σφράγιση των σπιτιών τους και η δήμευση των περιουσιών τους. Ο Μουχτάρ φέρεται να έγινε στο εξής απλησίαστος και βλοσυρός.
Ο Βρετανός περιηγητής Charles Cockerell, που συζήτησε με τον ίδιο τον Μουχτάρ 13 χρόνια μετά την εκτέλεση των γυναικών, αναφέρει ότι ο γιος του Αλή πασά δεν ξαναπλησίασε τη συγκεκριμένη σύζυγο που είχε παραπονεθεί για τη μοιχεία, ότι αποξενώθηκε ακόμα περισσότερο από τον πατέρα του και ότι πάντως συνέχιζε να δείχνει έντονο ενδιαφέρον για τις ερωτικές περιπέτειες.
Άγνωστο για ποιον λόγο, για τις άλλες γυναίκες ουδείς έγραψε ποτέ τίποτε, ενώ η Φροσύνη έγινε σχεδόν πατριωτικός θρύλος.
Άλλοι υποστηρίζουν ότι οι περισσότερες ήταν πράγματι ελευθέρων ηθών, κάτι που πάντως ακόμα κι αν ευσταθούσε, δεν θα αιτιολογούσε την κοινωνική αδιαφορία για την τραγική τιμωρία τους. Ανάμεσά τους εξάλλου ήταν και η υπηρέτρια της Φροσύνης που πήγε μαζί της μόνον για συμπαράσταση καθώς και η σύζυγος του Νικολάου Γιάγκα, που είναι ιδιαίτερα αμφίβολο ότι τον απατούσε, όπως και τέσσερις μοδίστρες αδελφές που δεν φαίνεται πιθανό να εκπορνεύονταν όλες μαζί και συνάμα να δούλευαν σε ραφτάδικο.
Επιπλέον, ακόμα και όσες από τις εκτελεσθείσες ήταν μοιχαλίδες, είχαν γονείς ή παιδιά ή αδέλφια, και η σιωπή γύρω από αυτές ίσως δείχνει μάλλον τον τρόμο για τον Αλή πασά παρά τον άκρατο συντηρητισμό της κοινωνίας.
Η Φροσύνη πιθανόν απόλαυσε τιμητικών διακρίσεων επειδή ήταν συγγενής ιερέα ή επειδή την πήρε η πένα του Ραγκαβή και του Βαλαωρίτη που την παρουσίασαν ως ένα άτομο που πρόβαλε ηρωική αντίσταση, ότι δηλαδή θα μπορούσε να είχε γλιτώσει αν είχε ενδώσει στις πιέσεις του Αλή πασά.
Η Φροσύνη θάφτηκε στο Μοναστήρι των Αγίων Αναργύρων, και η τοπική Μητρόπολη έσπευσε με επικήδειες τιμές να αναγορεύσει τα λείψανα όλων των γυναικών σε «καλλιμάρτυρες».
Το γεγονός αυτό αποδεικνύει ίσως την προσπάθεια που κατέβαλε ο τότε μητροπολίτης προκειμένου οι γυναίκες αυτές να θεωρηθούν θύματα του τυράννου και όχι κατάδικοι ηθικής παρανομίας, ώστε τελικά να τύχουν συμπάθειας από το λαό.
Σημειώνεται πάντως ότι αργότερα, επί των πρώτων κυβερνήσεων τού υπό ανάδειξη ελληνικού κράτους, ο μητροπολίτης Γαβριήλ προσπάθησε να αναδείξει τη Φροσύνη και ως ηρωίδα της Επανάστασης.
Ποιημάτα, τραγούδια και ταινίες
Παρά το ηθικό και εθνικό της ολίσθημα (μορφή πρώιμου δοσιλογισμού), η λαϊκή μούσα την τίμησε, επειδή θεώρησε ότι εξαγνίστηκε με τον τραγικό της θάνατο:
Φυσάει βοριάς, φυσάει θρακιάς
τ’ είν’ το κακό που εγίνη
στα Γιάννινα στη λίμνη!
Δείτε κυράδες, θάλασσες,
τ’ είν’ το κακό που εγίνη!
Επνίξανε τις δεκαεφτά με την κυρά Φροσύνη
Αχ!, χαλασμός που εγίνη!…
Χαρακτηριστικό είναι και το παρακάτω δημοτικό τραγούδι:
Τραβάει αγέρας και βοριάς που κυματάει η λίμνη,
να βγάλει τες αρχόντισσες και την Κυρα-Φροσύνη.
— Φροσύν’, σε κλαίει το σπίτι σου, σε κλαίνε τα παιδιά σου,
σε κλαίν’ όλα τα Γιάννινα διά την ομορφιά σου.
— Φροσύν’, σε κλαίει η άνοιξη, σε κλαίει το καλοκαίρι,
σε κλαίει κι ο Μουχτάρ-πασάς με τον τσεβρέ στο χέρι.
Η ωραία Φροσύνη δεν άφησε ασυγκίνητη ούτε τη λόγια ελληνική μουσική. Ο Παύλος Καρέρ έγραψε την όπερα Κυρα-Φροσύνη, βασισμένη στο ποίημα του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, η πρεμιέρα της οποίας δόθηκε στις 16 Νοεμβρίου 1868 στο θέατρο «Απόλλων» της Ζακύνθου.
Ο Θεόδωρος Σπάθης άφησε μια ημιτελή όπερα βασισμένη στην Kυρα-Φροσύνη του Σωτήρη Σκίπη, από την οποία έχει ηχογραφηθεί το «Τραγούδι της Κυρα-Φροσύνης» για πιάνο και φωνή, ενώ ο Γεώργιος Σκλάβος έγραψε την ορχηστρική σουίτα Κυρα-Φροσύνη.
Ας μην ξεχνάμε άλλωστε και το στίχο του Νίκου Γκάτσου «Το γαρ πολύ του έρωτος γεννά παραφροσύνη, γι’ αυτό και ο Αλή πασάς έπνιξε τη Φροσύνη», από το δίσκο του Μάνου Χατζιδάκι Τα παράλογα, σε ερμηνεία Μελίνας Μερκούρη.
Την τίμησε ακόμη και ο ελληνικός κινηματογράφος. Το 1959 γυρίζεται από τον Γρηγόρη Γρηγορίου η ταινία Λίμνη των στεναγμών, εμπνευσμένη από το ποίημα «Κυρα-Φροσύνη» του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη. Στο ρόλο του Αλή πασά ήταν ο Τζαβαλάς Καρούσος, Μουχτάρ ο Ανδρέας Μπάρκουλης και τη Φροσύνη ερμήνευσε η Ειρήνη Παπά.
Την ίδια χρονιά γυρίστηκε και η ταινία Ο Αλή πασάς και η Κυρά Φροσύνησε σκηνοθεσία Στέφανου Στρατηγού. Αλή πασάς ήταν ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, Φροσύνη η Γκέλυ Μαυροπούλου, και Μουχτάρ ο Μιχάλης Νικολινάκος.
Τέλος, το 2005 γυρίστηκε και η ομώνυμη τηλεοπτική μεταφορά του ιστορικού μυθιστορήματος του Δημήτρη Γιαννουκάκη από την τηλεόραση του Alter.