Μια εβδομάδα ταραχών, αρχής γενομένης στις 11 Ιανουαρίου 532, επρόκειτο να μείνει στην ιστορία ως η πιο βίαιη λαϊκή εξέγερση στην ιστορία της Κωνσταντινούπολης, η οποία στοίχισε τη ζωή σε τουλάχιστον 30.000 ανθρώπους.
Η Στάση (εξέγερση) του Νίκα ήταν μια οργανωμένη απόπειρα ανατροπής του αυτοκράτορα Ιουστινιανού Α΄, αποτέλεσμα του γενικευμένου κλίματος λαϊκής δυσαρέσκειας που υπήρχε εκείνη τη περίοδο λόγω των άθλιων συνθηκών στις οποίες ζούσε η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού της Πόλης. Σε συνδυασμό με τη δεινή φορολόγηση και την εισπρακτική πολιτική του Ιωάννη Καππαδόκη, στο όνομα των οικονομικών μεταρρυθμίσεων, η δυσφορία των πολιτών βρήκε διέξοδο στις εκδηλώσεις των δήμων, δίνοντάς τους πολιτική χροιά.
Οι δήμοι αρχικά αποτελούσαν αθλητικά σωματεία, τα οποία, από τα μέσα του 5ου αιώνα, εξελίχθηκαν σε σημαντικό πολιτικό παράγοντα και αργότερα σε ανασχετικό φραγμό της αυτοκρατορικής απολυταρχίας.
Υπήρχαν τέσσερις κύριοι σύνδεσμοι φιλάθλων, ανάλογα με το χρώμα της στολής της αγαπημένης τους αγωνιστικής ομάδας. Αυτοί ήταν οι Βένετοι (Γαλάζιοι), οι Ρούσσοι (Κόκκινοι), οι Πράσινοι και οι Λευκοί. Σταδιακά όμως, η περισσότερη επιρροή και πολιτική δύναμη είχε συγκεντρωθεί στους Βένετους και τους Πράσινους.
Οι Βένετοι θεωρούνταν περισσότερο «συμβιβασμένοι»με το κατεστημένο και συνδεδεμένοι με την αριστοκρατία, ενώ οι Πράσινοι ήταν αντιδραστικότεροι και συνδεδεμένοι με τα πιο λαϊκά στρώματα.
Χώρος συνάντησης και ψυχαγωγίας των φιλάθλων ήταν οι αρματοδρομίες στον Ιππόδρομο, μια δημοφιλής ενασχόληση για τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, αλλά και για τους αυτοκράτορες, οι οποίοι συχνά συμμετείχαν, υποστηρίζοντας τη μία ομάδα έναντι της άλλης. Ο δε Ιουστινιανός ήταν υποστηρικτής των Βενέτων, τουλάχιστον μέχρι τη Στάση.
Οι δύο ισχυρότεροι σύνδεσμοι, οι Βένετοι και οι Πράσινοι, άρχισαν να έρχονται σε αντίθεση με το πολιτικό πρόγραμμα του Ιουστινιανού, ο οποίος επιθυμούσε τον περιορισμό της δράσης και της επιρροής τους και την ενίσχυση του συγκεντρωτισμού της αυτοκρατορικής εξουσίας.
Η συσσωρευμένη δυσαρέσκεια του δήμου των Πρασίνων, που θεωρούσαν ότι αδικούνταν συστηματικά σε σχέση με τους Βένετους, και η αντίδραση των Βένετων για την απώλεια της αυτοκρατορικής εύνοιας ήταν αυτό που οδήγησε στη συμμαχία των δύο αντίπαλων παρατάξεων εναντίον του αυτοκράτορα.
Το χρονικό
Η 11η Ιανουαρίου του 532 ήταν ημέρα γιορτής και οργανώθηκαν ιπποδρομίες στις οποίες παραβρέθηκε και ο Ιουστινιανός με τη συνοδεία του. Οι Πράσινοι βρήκαν ευκαιρία και παραπονέθηκαν στον αυτοκράτορα για τις πιέσεις που τους ασκούνταν και για την κακή μεταχείριση που υφίσταντο και αποτέλεσαν αντικείμενο χλευασμού από τους Βένετους. Τότε οι Πράσινοι υπενθύμισαν τον αυτοκράτορα ότι κάποιοι δολοφόνοι από τις τάξεις των Βενέτων έμεναν ατιμώρητοι. Οργισμένος ο Ιουστινιανός, ο οποίος δεν ανεχόταν την αντιλογία, προσέβαλε τους Πράσινους αποκαλώντας τους Ιουδαίους, Μανιχαίους και Σαμαρείτες.
Προκλήθηκε μεγάλη αναταραχή και ακολούθησαν συλλήψεις Πράσινων, αλλά και Βένετων, καθώς ο αυτοκράτορας ήθελε να δείξει ότι είναι υπεράνω παρατάξεων. Οι ομαδικές συλλήψεις όμως ένωσαν τους δήμους.
Την επόμενη ημέρα, οι Βένετοι και οι Πράσινοι συμμάχησαν και δόθηκε το σύνθημα «Νίκα», για να αποφευχθεί η διείσδυση κατασκόπων στις παρατάξεις.
Στις 13 Ιανουαρίου οργανώθηκαν νέοι αγώνες στον Ιππόδρομο. Και τα δύο μέρη ζητούσαν από τον Ιουστινιανό, ο οποίος καθόταν στο αυτοκρατορικό θεωρείο, αμνηστία για τους συλληφθέντες. Όμως ο αυτοκράτορας δεν εισάκουσε τις παρακλήσεις τους.
Οργισμένες ακόμα περισσότερο με την άρνηση του αυτοκράτορα, οι παρατάξεις ανακοίνωσαν ανοιχτά τη συμμαχία τους και τις βραδινές ώρες επικράτησε απόλυτο χάος στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης. Πλήθη ξεχύθηκαν από τον Ιππόδρομο και άρχισαν να πυρπολούν σπίτια. Οι οργισμένοι στασιαστές εισέβαλαν στις φυλακές και απελευθέρωσαν κρατούμενους. Όσους στρατιώτες βρέθηκαν στο δρόμο τους και αντιστάθηκαν, τους ξυλοκόπησαν επιτόπου.
Πυρπολήθηκαν κτήρια και περιουσίες. Σύντομα χάθηκαν το κτήριο της Συγκλήτου, η μπρούντζινη πύλη του αυτοκρατορικού παλατιού, ο ναός της Αγίας Σοφίας και η κοντινή εκκλησία της Αγίας Ειρήνης.
Οι ριπές του αέρα βοήθησαν στην εξάπλωση της πυρκαγιάς και, σύμφωνα με τη συνοπτική διατύπωση του Προκόπιου, «τη πόλει πυρ επεφέρετο, ως δη υπό πολεμίοις γεγενημένη».
Μια άλλη πηγή, ο Ιωάννης Λυδός, αναφέρει ότι η Κωνσταντινούπολη μετατράπηκε σε σωρό ερειπίων πάνω από τα οποία απλωνόταν η οσμή του καμένου. Μέρος των κατοίκων της πρωτεύουσας, αποτροπιασμένοι από τα αιφνίδια συμβάντα και την ωμότητα που έβλεπαν στους δρόμους, διέφυγαν φοβισμένοι στη μικρασιατική ακτή του Βοσπόρου.
Τις επόμενες ημέρες, ο Ιουστινιανός, βλέποντας ότι έχανε τον έλεγχο της κατάστασης, άρχισε διαπραγματεύσεις με τους αρχηγούς των Βένετων και των Πρασίνων, οι οποίοι όμως προέβαλαν ιδιαίτερα ριζοσπαστικά αιτήματα. Ικανοποίησε τα περισσότερα από αυτά και θέλησε να καταστείλει τη στάση δια της βίας. Σημειώθηκαν σκληρές συγκρούσεις, κι ανάμεσα στους νεκρούς ήταν και πολλοί ιερείς.
Η εξέγερση διογκώθηκε και τα πλήθη ζητούσαν νέο αυτοκράτορα. Οι ταραχές στους δρόμους συνεχίστηκαν και οι πυρκαγιές εξαπλώθηκαν προς το βόρειο τμήμα της Κωνσταντινούπολης, καταλαμβάνοντας νέες συνοικίες της πρωτεύουσας και καταστρέφοντας και άλλα κτήρια. Οπαδοί του Ιουστινιανού δολοφονούνταν μαζικά.
Την Κυριακή, 18 Ιανουαρίου 532, ο Ιουστινιανός απεγνωσμένα επιχείρησε νέες διαπραγματεύσεις. Έφτασε μάλιστα στο σημείο να επανεμφανιστεί στο θεωρείο του στον Ιππόδρομο και μπροστά στο συγκεντρωμένο κόσμο ορκίστηκε στο Ευαγγέλιο ειρήνη με τους στασιαστές, υποσχόμενος πλήρη αμνηστία.
Το Πασχάλιο Χρονικό περιέχει το κείμενο του όρκου του αυτοκράτορα: «Μα την δύναμιν ταύτην, συγχωρώ υμίν το πταίσμα τούτο και ου κελεύω τινά εξ υμών συσχεθήναι, αλλ’ ησυχάσατε· ουδέν γαρ παρ’ υμάς, αλλά παρ’ εμέ. αι γαρ εμαί αμαρτίαι εποίησάν με μη παρασχείν υμίν περί ων ητήσατέ με εν τω Ιππικώ».
Ωστόσο, ο λαός της Κωνσταντινούπολης δεν πείστηκε και του φώναζε ότι ψευδορκεί («ἐπιορκεῖς, σγαύδαρι»). Ταυτόχρονα, ύβριζαν και την αυτοκράτειρα Θεοδώρα. Ο Ιουστινιανός διέφυγε στο παλάτι και οι στασιαστές θέλησαν να στέψουν αυτοκράτορα τον Υπάτιο, ανιψιό του Αναστασίου Α΄ και ευνοούμενο των Βένετων.
Του πρότειναν το στέμμα και το συνεπαρμένο πλήθος τον οδήγησε στον Ιππόδρομο όπου με ενθουσιώδεις κραυγές τον τοποθέτησε στο αυτοκρατορικό θεωρείο, στο οποίο μέχρι προηγουμένως καθόταν ο Ιουστινιανός.
Τότε τέθηκε το ερώτημα αν έπρεπε να ακολουθήσει έφοδος στο αυτοκρατορικό παλάτι ή όχι. Μερίδα συγκλητικών συνειδητοποίησε ότι είναι αδύνατο να ελεγχθεί τόση λαϊκή οργή και αντιτάχθηκε στην επίθεση. Οι Πράσινοι όμως ήταν πλέον αδύνατον να συγκρατηθούν.
Την ίδια στιγμή, ο Ιουστινιανός ήταν έτοιμος να τραπεί σε φυγή. Εξοπλισμένα πλοία περίμεναν στο λιμάνι της Κωνσταντινούπολης έτοιμα να αποπλεύσουν ανά πάσα στιγμή. Αυτό που άλλαξε την εξέλιξη των πραγμάτων ήταν η απίστευτη ψυχραιμία της αυτοκράτειρας Θεοδώρας.
Σε συμβούλιο στο οποίο έλαβαν μέρος οι πιο έμπιστοι αξιωματούχοι του αυτοκράτορα, φανερά φοβισμένοι και ανήσυχοι λόγω του οργισμένου πλήθους που βρισκόταν απειλητικά κοντά, η σύζυγος του Ιουστινιανού τόνισε με αποφασιστικότητα ότι ο θάνατος ήταν προτιμότερος από την απώλεια της αυτοκρατορικής εξουσίας.
Τα λόγια της μπήκαν σε πολλά εγχειρίδια της βυζαντινής ιστορίας: «ως καλόν εντάφιον η βασιλεία εστί» (η εξουσία είναι καλό σάβανο).
Αμέσως ο ευνούχος Ναρσής κατάφερε να εξαγοράσει με χρυσό ορισμένους από τους επικεφαλής της εξέγερσης και κατόρθωσε να προκαλέσει ρήξη μεταξύ των στασιαστών. Από την πλευρά του, ο Ιουστινιανός έδωσε εντολή στον στρατηγό Βελισάριο να καταπνίξει την εξέγερση. Εκείνος, με τάγμα βάρβαρων μισθοφόρων εισέβαλε στον Ιππόδρομο και σκότωσε δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους.
Ένας μεταγενέστερος συγγραφέας, ο χρονικογράφος Ιωάννης Ζωναράς, έγραψε για τους στρατιώτες ότι «τα πλήθη ως χόρτον άνευ φειδούς εξεθέριζον».
Ο Υπάτιος και ο αδελφός του Πομπήιος οδηγήθηκαν ενώπιον του Ιουστινιανού. Ο Υπάτιος προσπάθησε να αμυνθεί επαναλαμβάνοντας επίμονα ότι στέφθηκε παρά τη θέλησή του και με τη βία και ότι αυτός στην πραγματικότητα παρέμενε πιστός στον αυτοκράτορα.
Την αυγή της 19ης Ιανουαρίου, ο Υπάτιος και ο Πομπήιος εκτελέστηκαν και τα πτώματά τους ρίχτηκαν στη θάλασσα. Η περιουσία τους δημεύθηκε, όπως και πολλών συγκλητικών που εξορίστηκαν επειδή είχαν υποστηρίξει τη στάση. Ακολούθησαν σκληρά αντίποινα για τους στασιαστές· συλλήψεις, διωγμοί και τιμωρίες. Η Κωνσταντινούπολη πέρασε δύσκολες μέρες, επικράτησε ο φόβος και η πρωτεύουσα ερήμωσε, ενώ για μερικά χρόνια είχαν απαγορευτεί οι αρματοδρομίες στον Ιππόδρομο.
Η επιτυχημένη καταστολή της εξέγερσης θεμελίωσε τη κυριαρχία του Ιουστινιανού στην Αυτοκρατορία και περιόρισε οριστικά τη δύναμη των οπαδικών οργανώσεων, ενώ αποτέλεσε τη μεγαλύτερη εσωτερική κρίση στο Βυζάντιο τον 6ο αιώνα.