Ένας ακόμα ναός που χρονολογείται στο 7ο αι. π.Χ. και επιβεβαιώνει την αρχαιότητα της λατρείας της Αμαρυσίας Αρτέμιδος έφεραν στο φως οι αρχαιολόγοι στην Αμάρυνθο της Εύβοιας. Η ανασκαφική περίοδος που μόλις ολοκληρώθηκε σηματοδότησε μια νέα φάση στο ερευνητικό έργο που ξεκίνησε πριν από 15 χρόνια από Έλληνες και Ελβετούς.
Ήδη από το 2017 έχουν ανακαλυφθεί τα θεμέλια μνημειώδους κτηρίου στην καρδιά του ιερού. Οι ανασκαφές που ακολούθησαν απέδειξαν ότι πρόκειται για το ναό της θεάς Αρτέμιδος που κτίστηκε προς το τέλος του 6ου αιώνα π.Χ.
Παρόλο που η ανωδομή και ο διάκοσμος έχουν καταστραφεί σχεδόν ολοσχερώς, τα θεμέλιά του προστάτευσαν τους τοίχους παλαιότερων κτηρίων, τα κατάλοιπα των οποίων σώζονται σε εξαιρετική κατάσταση. Έτσι, οι ανασκαφές του 2023 ολοκλήρωσαν την αποκάλυψη ενός ακόμη ναού. Το μήκος του αγγίζει 100 πόδια (ή 34 μ.), υιοθετώντας τη συμβολική μέτρηση που εντοπίζεται σε αρκετούς «εκατόμπεδους» ναούς αυτής της περιόδου στον ελλαδικό χώρο, όπως στο κοντινό ιερό του Απόλλωνα στην Ερέτρια.
Από την ανατολική του πλευρά ο ναός σώζει έναν καλά δομημένο τοίχο με παραστάδα, ενώ η δυτική του καταλήγει σε αψίδα. Είναι χτισμένος από ωμές πλίνθους πάνω σε συμπαγή θεμέλια από ξερολιθιά, πράγμα που αποδεικνύει ότι το έδαφος ήταν ακόμη βαλτώδες κατά την εποχή της κατασκευής του.
Κατά μήκος του εσωτερικού τοίχου, ο ναός είχε ενισχυθεί από στύλους που εντοπίζονται σε τακτά διαστήματα, και οι οποίοι αναμφίβολα συνέβαλλαν στη στήριξη μιας βαριάς κεραμοσκεπούς στέγης.
Οι βωμοί της θεάς
Μία από τις ιδιαιτερότητες του ναού αυτού είναι ο σημαντικός αριθμός κατασκευών που εντοπίστηκαν στο εσωτερικό του. Αρκετές εστίες (ενδεχομένως σε χρήση βωμών) εντοπίστηκαν στο κέντρο του σηκού.
Επιπλέον, ο πεταλόσχημος βωμός, ο οποίος είχε αρχικά θεωρηθεί πως έστεκε έξω από το ναό, καταλαμβάνει ένα χώρο που μπορεί να χαρακτηριστεί ως πρόναος.
Παχύ στρώμα τέφρας, πλούσιο σε απανθρακωμένα οστά, μαρτυρά τη μακρά χρήση αυτών των κατασκευών. Δεν μπορεί να αποκλειστεί η πιθανότητα ορισμένες από αυτές να προϋπήρχαν του ναού: το πρώτο επίπεδο χρήσης του πεταλόσχημου βωμού απέδωσε κεραμική που χρονολογείται στα τέλη του 8ου αιώνα π.Χ.
Όπως και τις προηγούμενες χρονιές, έτσι και φέτος, η ανασκαφή του αρχαϊκού ναού έφερε στο φως πλούσια αναθήματα: κορινθιακά αλάβαστρα, αττικά αγγεία, τελετουργικές πρόχους τοπικής παραγωγής, καθώς και κοσμήματα από πολύτιμα υλικά (χρυσό, ασήμι, κοράλλι, κεχριμπάρι), φυλαχτά από την Ανατολή, χάλκινα και σιδερένια εξαρτήματα οπλισμού.
Ο ναός καταστράφηκε εν μέρει, πιθανότατα από πυρκαγιά, στο τρίτο τέταρτο του 6ου αιώνα π.Χ. Στη συνέχεια, πλίνθινα χωρίσματα τοποθετήθηκαν για να προστατεύσουν το κέντρο του λατρευτικού χώρου έως ότου να χτιστεί ο νέος προς το τέλος του 6ου αιώνα.
Πριν από την Αρχαϊκή περίοδο
Κάτω από τα επίπεδα χρήσης του πρώτου αρχαϊκού ναού εντοπίζονται τοίχοι από ξερολιθιά, οι οποίοι ανήκουν σε ένα επίμηκες κτήριο ίδιου προσανατολισμού, με διαμορφώσεις στον εσωτερικό του χώρο, του οποίου οι ακριβείς διαστάσεις και κάτοψη παραμένουν να διευκρινιστούν.
Μπροστά από αυτό, τα παλαιότερα από τον πεταλόσχημο βωμό στρώματα απέδωσαν αρκετά χάλκινα ειδώλια της Γεωμετρικής περιόδου που αναπαριστούν ταύρους και ένα κριάρι, ενώ εντύπωση προκαλεί μια πήλινη κεφαλή ταύρου της Μυκηναϊκής περιόδου.
Έξω από τον χώρο του ναού δοκιμαστικές τομές αποκάλυψαν επίσης κατάλοιπα κτηρίων του 9ου και 8ου αιώνα π.Χ., μαρτυρώντας την έκταση του χώρου εκείνη την εποχή.
Αν και η έρευνα των αρχαιότερων αυτών επιπέδων έχει μόλις ξεκινήσει, οι πρώτες ανακαλύψεις υποδηλώνουν ότι η λατρεία είχε τις ρίζες της στους αιώνες μετά το τέλος της Μυκηναϊκής περιόδου.
Ο προϊστορικός οικισμός στο λόφο των Παλαιοεκκλησιών
Οι ανασκαφικές τομές στον λόφο των Παλαιοεκκλησιών επιβεβαίωσαν την ύπαρξη επιβλητικών τοίχων της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού (3η χιλ. π.Χ.) που αναμφίβολα ανήκουν σε ένα σύστημα οχύρωσης του προϊστορικού οικισμού, ο οποίος εκτεινόταν στις πλαγιές και την κορυφή του.
Τα κατάλοιπα των επόμενων αιώνων έχουν σχεδόν εξ ολοκλήρου εξαφανιστεί λόγω της διάβρωσης του εδάφους, με εξαίρεση έναν τάφο της αρχής της Ύστερης Εποχής του Χαλκού, ο οποίος έχει αποκαλυφθεί κοντά στο πλάτωμα της κορυφής του λόφου και στον οποίο βρέθηκαν σκελετοί με τα κτερίσματά τους.
Κατανοώντας την ένταξη του ιερού στο αρχαίο τοπίο
Παράλληλα με τις ανασκαφές του ιερού, μια συστηματική επιφανειακή έρευνα πραγματοποιείται στη λεκάνη απορροής του Σαρανταπόταμου που εκτείνεται ανάμεσα στην Αμάρυνθο και την αρχαία πόλη της Ερέτριας.
Η έρευνα αυτή έχει ως στόχο την κατανόηση της ένταξης του ιερού στο αρχαίο τοπίο μέσω της μελέτης της εξέλιξης του περιβάλλοντος από την αρχαιότητα, την κατανομή των αγροτικών οικισμών ανά τους αιώνες, τις νεκροπόλεις, τα λατομεία, τη γεωργική γη, καθώς και το αρχαίο δίκτυο επικοινωνίας, με έμφαση στην «Ιερά Οδό» που συνέδεε το Αρτεμίσιο της Αμαρύνθου με την Ερέτρια.