Όσα συνέβησαν την ημέρα θανάτου της πρωτότοκης κόρης της Τζωρτζίνας περιέγραψε στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο η Ρούλα Πισπιρίγκου, η οποία συνέχισε σήμερα την απολογία της για τρίτη δικάσιμο και μετά από περίπου ενάμιση μήνα που η δίκη είχε διακοπεί λόγω αποχής των δικηγόρων.
Έναν χρόνο από την έναρξη της δίκης με την κατηγορία της ανθρωποκτονίας από ισχυρή δόση κεταμίνης, η κατηγορουμένη αρνήθηκε κάθε εμπλοκή και έδωσε τη δική της εκδοχή για όσα έγιναν στις 29 Ιανουαρίου 2022 στο Παίδων «Αγλαΐα Κυριακού».
Κλαίγοντας με λυγμούς η Ρούλα Πισπιρίγκου είπε: «Όταν είδα το παιδί είπα: “Γιατί με άφησες μόνη μου; Γιατί κι εσύ;”. Τι γινόταν; Ορκίστηκα εκείνη την ώρα ότι θα το βρω τι έχει γίνει. Εγώ δεν έχω καμία σχέση. Ούτε τις κεταμίνες ξέρω, ούτε τίποτα. Είναι πιο τίμιο να παραδεχτείς ένα λάθος παρά να φτιάχνεις ιστορίες. Δεν άκουσα από κανέναν γιατρό ή από νοσηλευτή ένα “ίσως”. Όλοι τους κατηγορηματικοί. Ούτε ένα “ίσως”. Πολλή υπερβολή. Πόσο άλλο;».
Αμφισβήτησε δε τους χρόνους που δίνουν οι γιατροί του νοσοκομείου τη μοιραία μέρα για την πορεία του παιδιού, αρχής γενομένης από το χρόνο που φέρεται να ειδοποίησε ότι το κορίτσι ανέβαζε σφίξεις. «Είναι ψέμα πως ειδοποίησα στις 14:28, γιατί τότε τηλεφώνησα στον Μάνο και του είπα ότι μπαίνει εντατική» υποστήριξε.
Αναφέροντας μία προς μία τις κλήσεις και τους χρόνους διάρκειας τους, η κατηγορουμένη μητέρας διερωτήθηκε, ονομάζοντας συγκεκριμένο γιατρό με τον οποίο είχε μιλήσει στο χρόνο που ίδιος ανέφερε ότι πήγε στην εντατική: «Είπε ότι κατέβηκε κάτω 14:35. Ενώ στις 14:33 του έδωσα το τηλέφωνο να μιλήσει με άλλο γιατρό. Πέντε λεπτά κλήση! Πώς γίνεται αυτό; Για να σώσει τη θέση του; Είναι ντροπή [να λέει ο γιατρός] αυτό το πράγμα. Στις 14:38 παίρνω τον Μάνο και στις 14:39 παίρνει ο κ. Παπαγιάννης [σ.σ. διευθυντής Παιδοκαρδιολογικής κλινικής Ωνασείου] για να μου πει ότι μίλησε με τους γιατρούς και ότι θα κοιτούσε τα σήματα του βηματοδότη».
Περιγράφοντας την τελευταία μέρα της Τζωρτζίνας, είπε: «Όταν ξημέρωσε 29 Ιανουαρίου το παιδί δεν είχε καμία επαφή. Το μεσημέρι άρχισα πάλι να βλέπω στο οξύμετρο ότι ανέβαζε σφίξεις. Το παιδί δεν μπορούσε να κλάψει ή να σηκώσει τα χέρια της. Όταν το είδα αυτό βγήκα αμέσως στο διάδρομο να φωνάξω τους γιατρούς. Εγώ σε όλα τα επεισόδια δεν φώναζα. Μπορούσα να μιλήσω με ήπιο τρόπο. Ταραγμένη μεν, να πω “Κάτι συμβαίνει, ελάτε”, αλλά τσιρίδες δεν είχα ποτέ.
»Πήγα στη στάση των νοσηλευτών και είπα: “Κάνει επεισόδιο”. Αυτά που είπε [η νοσηλεύτρια], “τα ψυχανεμίστηκα εγώ, από μόνη μου πήρα την πρωτοβουλία”, δεν καταλαβαίνω γιατί τα είπε. Για να φτάσω στους νοσηλευτές πάει να πει πως κάτι ζητούσε το παιδί μου. Είδα έξω από το τζάμι του θαλάμου της ότι έκαναν μαλάξεις στο παιδί. Η πρώτη κλήση που έκανα ήταν στον Μάνο που βρισκόταν στο ΚΤΕΛ. Έλεγα μέσα μου “Τι συμβαίνει επιτέλους;”. Θυμάμαι κάποια στιγμή βγήκε ο κ. Τζιούβας [σ.σ. γιατρός] και μου λέει: “Η Τζωρτζίνα δεν θα τα καταφέρει”. Η πρώτη μου αντίδραση ήταν να του πω ότι βρίσκεται λίγη ώρα μέσα γιατί την προηγούμενη φορά επανήλθε μετά από μία ώρα. Του λέω: “Πώς έπαθε ανακοπή αφού έχει βηματοδότη;”. Μου είπε πως δεν το ήξερε και μπήκε μέσα να συνεχίσει».
Η Ρούλα Πισπιρίγκου ισχυρίστηκε ότι σε κάποια στιγμή άκουσε την κραυγή του παιδιού και έτσι πήρε τον Μάνο Δασκαλάκη να του πει «Μην αγχώνεσαι την άκουσα». Όπως πρόσθεσε όμως, λίγο αργότερα μια νοσοκόμα την ενημέρωσε πως το παιδί διασωληνώθηκε. «Γίνεται πανικός, ανοιγοκλείνουν πόρτες, χαμός. Ο Τζιούβας ζήτησε να με πάνε σε ένα γραφείο. Μου είπε πως η Τζωρτζίνα δεν τα κατάφερε. Λέω “Πώς; Γιατί; Είχε βηματοδότη!”. Μου είπε πως δεν ξέρει και θα με ενημερώσουν».
Νωρίτερα η 35χρονη κατηγορουμένη είχε επαναλάβει τη θέση της ότι ο επικεφαλής της ΜΕΘ Παίδων στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο στο Ρίο Ανδρέας Ηλιάδης διέρρευσε σε συγκεκριμένα μέσα ενημέρωσης ιατρικά στοιχεία για την Τζωρτζίνα και μηνύματα που είχε ανταλλάξει με την ίδια. Αναφέρθηκε επίσης σε απειλές που, όπως τόνισε, έχει δεχθεί αυτό το διάστημα, προσκομίζοντας στο δικαστήριο υβριστικό μήνυμα που της έστειλε γυναίκα ηθοποιός.