Είναι αλήθεια πως έχουμε δει πολλά βίντεο από την Παναγία Σουμελά, εξίσου όμως είναι αλήθεια πως το καθένα από αυτά έχει να προσφέρει μια άλλη ματιά, ίσως κάποιες λεπτομέρειες που δεν υπήρχαν (ή δεν προσέξαμε) στα προηγούμενα.
Γιατί ο κάθε επισκέπτης, τουρίστας ή προσκυνητής, θα σταθεί σε άλλο σημείο, θα μαγευτεί από άλλο πρόσωπο των αγιογραφιών, θα νιώσει αλλιώς την επικοινωνία με τον Θεό ή με τη φύση.
Αυτός είναι ο λόγος που δεν κουραζόμαστε να βλέπουμε και να αναδημοσιεύουμε βίντεο και κείμενα που αφορούν τη Μονή των Ποντίων, τη Στέγη της Σουμελιώτισσας. Το παρακάτω κείμενο, με τίτλο «Ακουμπώντας τον Θεό», συνοδεύει το βίντεο που ανάρτησε στο facebook η ομάδα Athensville.
≈
Εύξεινος Πόντος, η Μαύρη Θάλασσα, εκεί που στον ορίζοντας, ουρανός και θάλασσα είναι ένα – σύνολο μουντό που δικαίως έδωσε το όνομα στη θάλασσα, και τη χαρακτηριστική γκρίζα ατμόσφαιρα στη γη του Πόντου.
Πάνω απ’ την Τραπεζούντα μια ομίχλη με κίνηση ζωηρή αγκαλιάζει σφιχτά την πόλη σαν να την απειλεί στα ψηλά, και σκέφτεσαι στα πίσω της τι βρίσκεται, πέρα απ’ τα πρώτα βουνά.
Το πρωινό μικρό λεωφορείο ξεκινά, μία ώρα για την Παναγία Σουμελά. Μεγάλη πόλη η Τραπεζούντα, και στις παρυφές της παρατηρείς τις γνωστές βιομηχανίες, μάντρες, και μετά η γη ξανοίγει και μένει γυμνή: μικροί λόφοι που γίνονται μεγαλύτεροι, κατάφυτοι, και μετά βουνά με περάσματα στενότερα όσο πάει η ώρα, με μόνη ανθρώπινη παρουσία στη χειμερινή κωμόπολη προάστιο της Ματσούκας που μαζεύει κόσμο του χειμερινού τουρισμού.
Και από κει τα βουνά γίνονται ψηλά, θεριεύουν, οι χαράδρες βαθαίνουν και αντηχούν τα ρυάκια που γάργαρα κυλούν. Δάση πυκνά, σχεδόν απροσπέλαστα, έλατα, οξιές γιγάντιες, και ο αέρας βαθιά καθαρός – να αναπνέεις έναν νέο εαυτό, να σου προκαλεί κι αυτός μέθη μαζί με το τοπίο.
Και αυτό ακριβώς είναι η Σουμελά, μια αίσθηση που σε καταπίνει και αφήνεσαι γυμνός από σκέψεις στη γαλήνη και το βάθος της φύσης και της ψυχής σου. Βήματα, ανάσες, πουλιά, ρυάκια, όλα σαν να τα ακούς πρώτη φορά. Η Σουμελά είναι τερματισμός, προορισμός για τον ταξιδιώτη που ερχόταν να προσκυνήσει.
Αυτή η εσωτερική πορεία ξεκινά στο πρώτο βήμα που σ’ αφήνει το βανάκι και μπαίνεις στο μονοπάτι για τα πάνω. Μια δεκάλεπτη πορεία σιωπής και φθάνεις στην είσοδο. Ενενήντα εννέα σκαλοπάτια σε οδηγούν στην πύλη για την μικρή πολιτεία της Παναγία Σ(τ)ου Μελά.
Μελάς, μαύρος ο βράχος που ξεμυτίζει απ’ βουνό, και από κάτω φιλοξενεί την ιστορική Μονή. Μικρά οικήματα φιλοξενούσαν κελιά, τραπεζαρία, παρασκευαστήρια, αποθήκες, βιβλιοθήκες κ.ά., ενωμένα από ένα δίκτυο πέτρινων καλντεριμιών σε πολλά επίπεδα.
Εντυπωσιακά τα ξύλινα χαγιάτια με θέα στον έξω κόσμο, γραπωμένα στην άκρη του βράχου, και φυσικά η πιο χαρακτηριστική εικόνα του υπόσκαφου ναού. Πέρα απ’ το εσωτερικό, όλη η εξωτερική του όψη είναι αγιογραφημένη με χρώματα μοναδικής αρμονίας. Απάνω ατελείωτες χαράξεις πιστών, ονόματα ελληνικά από τον 19ο αιώνα, σαν τάμα της εποχής, μέχρι σύγχρονα τουρκικά. Η φθορά είναι μεγάλη, αλλά η ατμόσφαιρα δεν διαταράσσεται. Στο εσωτερικό οι αγιογραφίες διατηρούνται με Χριστό και Παναγία σε μορφές όχι θείες, αλλά ατελείς ανθρώπινες σαν να κουβαλούν πειστικά τα δράματα της ανθρώπινης ύπαρξης. Λίγο πιο δίπλα το Αγίασμα, ο μαύρος βράχος από πάνω σταγόνα-σταγόνα ρίχνει το «θείο» ύδωρ που συλλέγεται.
Είναι πια μεσημέρι, οι επισκέπτες αποχωρούν, οι φωνές λιγοστεύουν και μένεις με τις σκέψεις. Το άσπρο φως καλύπτει σιγά-σιγά τα πάντα, πάνω απ’ το βράχο το σύννεφο απαλά κατεβαίνει σαν να σου λέει «πήγαινε, αυτός ο τόπος ανήκει στον Θεό». Οι αισθήσεις στο μάξιμουμ, μετράς κάθε σου βήμα που απομακρύνεσαι. Άδειασμα ψυχικό, συγκίνηση για την εμπειρία, βήματα στην πυκνή ομίχλη, και σου έχει απαντηθεί το βασικό σου ερώτημα: γιατί διάλεξαν αυτόν τον τόπο.
Γιατί μόνο εδώ μπορούσαν να αγγίξουν, να μιλήσουν στον Θεό.