Τα τραγούδια σου που τα πουλούσες
πενηντάρι κι εκατό δραχμές,
ήταν αίμα μιας καρδιάς που ζούσες
και μια Ελλάδα μ’ ανοιχτές πληγές.
[Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου – Μουσική: Γιώργος Χατζηνάσιος]
Οι παραπάνω στίχοι, που τραγουδήθηκαν από τη Μαρινέλλα στα τέλη της δεκαετίας του 1970, αναφέρονταν στην Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου. Και μπορεί να μιλάμε ίσως για την κορυφαία στιχουργό του 20ού αιώνα, με τα σπουδαία, πασίγνωστα, διαχρονικά τραγούδια, όμως από παλιά υπήρχε ένας μύθος:
Ότι εκείνη είχε γράψει και άλλα τραγούδια, εξίσου σπουδαία και σημαντικά, που τα έδωσε πιθανότατα για ψίχουλα και τα καπηλεύτηκαν άλλοι.
Βλέπετε, η σπουδαία δημιουργός είχε το πάθος του τζόγου, που ειδικά από μια τραγωδία και μετά, έγινε το πάθος της. Και χρειαζόταν μονίμως χρήματα.
Η πικρία του φινάλε
«Έξι μήνες έχουν να ακουστούν τα τραγούδια μου. Μπήκα στον κόσμο του λαϊκού τραγουδιού με τα “Καβουράκια” και φεύγω με το “Όνειρο απατηλό”. Όλοι εμείς που ασχολούμαστε με το τραγούδι είμαστε δέσμιοι των εμπόρων. Ο Σωκράτης όλους αυτούς τους κατέτασσε στην τελευταία τάξη. Αυτοί μας υψώνουν και οι ίδιοι μας ρίχνουν στα τάρταρα της ανυπαρξίας. Είμαι 75 ετών και όχι 80 όπως πιστεύουν μερικοί, είμαι άρρωστη και ανήμπορη να τα βάλω μαζί τους, μα ένα μονάχα τους λέω: το πνεύμα δεν φυλακίζεται, δεν δεσμεύεται.»
Τα παραπάνω λόγια τα είχε πει η Παπαγιαννοπούλου ίσως στην τελευταία της συνέντευξη. Ήταν στο περιοδικό Επίκαιρα και στη δημοσιογράφο Μαργαρίτα Μανασίδου. Μεταξύ άλλων η στιχουργός είχε πλέξει το εγκώμιο στον Κώστα Χατζή, τον Γιώργο Μαρίνο αλλά και στον συνάδελφό της Λευτέρη Παπαδόπουλο – εκτίμηση που έδειχνε το μεγαλείο της ψυχής αυτής της γυναίκας και το κατά πόσο ήταν χορτασμένη από τη ζωή της.
Τη ζωή που σαν σήμερα, το 1972, κόπηκε το νήμα της.
Ίσως να έχετε διαβάσει ότι πέθανε ξεχασμένη και σχεδόν άφραγκη. Και η ίδια αισθανόταν ότι την είχαν ξεχάσει. Όμως από την άλλη –κακά τα ψέματα– οι δημιουργοί ακόμα και στο χώρο του τραγουδιού έρχονταν σε δεύτερη μοίρα, αφού μπροστά έβγαιναν οι τραγουδιστές, ειδικά όταν η εγχώρια δισκογραφία έπαιξε σε άλλα μονοπάτια.
Όμως ούτε τα τραγούδια της ούτε η ίδια έχουν ξεχαστεί. Τρανή απόδειξη και η σπουδαία ταινία του Άγγελου Φραντζή, η Ευτυχία που τσάκισε τα ταμεία και ανανέωσε τη γνωριμία του έργου της με τη νέα γενιά.
Τα ταξίδια της ζωής
Γεννημένη στο Αϊδίνι της Μικράς Ασίας στα τέλη του 19ου αιώνα (το 1893, ή το 1896, όπως η ίδια ισχυριζόταν), η Ευτυχία είχε από μικρή έφεση στα γράμματα. Έτσι, μάλλον φυσιολογικά έγινε δασκάλα (ένα λειτούργημα που το εξάσκησε ελάχιστα). Παντρεύτηκε νωρίς, όπως παντρεύονταν τότε οι γυναίκες, περί τα μέσα της δεκαετίας του 1910, τον αρκετά μεγαλύτερό της έμπορο Κωστή Νικολαΐδη με τον οποίο απέκτησε δύο κόρες, την Καίτη και τη Μαίρη.
Μετά τη σφαγή του Αϊδινίου, τον Ιούνιο του 1919, η Ευτυχία μαζί με τη μητέρα της Μαριόγκα και τις δύο κόρες της θα φύγουν με προορισμό τη Σμύρνη (βορειοδυτικά), αλλά τελικά θα βρεθούν σε αντίθετη κατεύθυνση (νοτιοανατολικά), στην Αττάλεια (παραλιακή πόλη) και από εκεί στη Σπάρτη της Πισιδίας (βόρεια της Αττάλειας, στο εσωτερικό της Τουρκίας).
«Γύρω μου πέφτανε νεκροί – δεκάδες κάθε μέρα… Κάποτε φτάσαμε στην παραλία. Μπήκαμε στα πλοία που μας έφεραν στον Πειραιά. Μας ρίξανε στις παράγκες…», είχε δηλώσει σε συνέντευξή της θυμούμενη εκείνες τις τραγικές στιγμές.
Στην Ελλάδα πλέον αρχίζει να δουλεύει ως δασκάλα κατ’ οίκον. Και μετά μπαίνει στο θέατρο. Στη ζωή της εκείνη την περίοδο κυριαρχούν οι αλλαγές. Από τη μια η σχέση της με τον πρώτο της σύζυγο έχει τελειώσει. Και όταν εκείνος πεθαίνει, επισημοποιεί τη σχέση της με τον Γιώργο Παπαγιαννόπουλο, που αποδείχτηκε ο άντρας της ζωής της και έμειναν μαζί ως το τέλος.
Την περίοδο που είναι ακόμα στο θέατρο, όχι μόνο μπαίνει η και η κόρη της η Μαίρη Λαΐδου αλλά γνωρίζει και παντρεύεται τον Φραγκίσκο Μανέλη. O τελευταίος θα την συστήσει στην πεθερά του, τη Μαρίκα Νίνου, που τότε δούλευε ως ακροβάτρια. Και κάπου εκεί προκύπτει και η γνωριμία με τον Βασίλη Τσιτσάνη.
Οι στίχοι και ο τζόγος
Με τον Τσιτσάνη η επαγγελματική και η φιλική τους σχέση πέρασε από πολλές διακυμάνσεις. Εκείνη δεν έκρυβε την εκτίμηση που του είχε, αλλά πολλές φορές είχαν φιλονικήσει για στίχους και την πατρότητα – ή μάλλον τη μητρότητά τους. Όπως είχε αποκαλύψει ο Λευτέρης Παπαδόπουλος σε συνέντευξή του, «Ο Τσιτσάνης, που τον ενοχλούσαν πολύ οι δηλώσεις της Ευτυχίας, πως τα “Καβουράκια” ήταν δικά της, μου έλεγε: “Η Γριά [σ.σ.: η Παπαγιαννοπούλου ήταν 22 χρόνια μεγαλύτερη από τον Τσιτσάνη, και το “Γριά” ή καλύτερα “Γρηά” ήταν το παρατσούκλι της] δεν μπορεί να γράψει ένα ολοκληρωμένο τραγούδι. Μου έδινε δυο στίχους, παράδειγμα “πήρα τη στράτα κι έρχομαι / μες στη βροχή και βρέχομαι” και το υπόλοιπο τραγούδι το έγραφα εγώ. Έτσι έγινε και με τα “Καβουράκια”. Μου έγραψε “στου γιαλού τα βοτσαλάκια / κάθονται δυο καβουράκια” κι αυτό ήταν όλο».
Ο Λ. Παπαδόπουλος είχε μιλήσει για τον τζόγο και το τι γινόταν στο παρασκήνιο: «Η Γριά ήταν μεγάλο χαρτόμουτρο. Πού την έχανες, πού την έβρισκες, πάνω από την τσόχα, με την τράπουλα στο χέρι και με το τσιγάρο στα χείλη. Να παίζει, να χάνει, και μετά να παίρνει τους δρόμους για να μαζέψει κάνα φράγκο, να ξεπληρώσει τα χρέη της και να ξαναπαίξει. Γι’ αυτό το καθημερινό ζεστό παραδάκι πουλούσε τα τραγούδια της για δυο πεντάρες, και ύστερα θυμότανε εκείνα που γίνονταν σουξέ κι άρχιζε να βρίζει τους συνθέτες τους και να ζητάει τα ποσοστά της! Οι άλλοι όμως, που την πιάνανε πάνω στην ανάγκη και της παίρνανε τα τραγούδια μ’ ένα χιλιάρικο [σ.σ.: και πολύ λιγότερα], την είχαν βάλει να υπογράψει πως παραιτείται από κάθε δικαίωμα.
»Έτσι η Γριά κέρδιζε κάποτε τη μάχη των εντυπώσεων, ο κόσμος πίστευε ότι το τάδε τραγούδι είναι δικό της, αλλ’ από παράδες τίποτα. Και δώσ’ του πάλι δανεικά και προκαταβολές, μια ζωή ολόκληρη».
Η μεγάλη τραγωδία
Η μητέρα της πεθαίνει το 1945. Στα μέσα της δεκαετίας χάνει και τον άντρα της, τον Γιώργο Παπαγιαννόπουλο, ενώ το 1960 πεθαίνει, μάλλον αναπάντεχα, και η κόρη της η Μαίρη Λαΐδου. Όσοι θυμούνται τη σκηνή από την ταινία, που η Παπαγιαννοπούλου το μαθαίνει από το τηλέφωνο, αυτή η φάση θα τους στοιχειώνει για πάντα. Αποκούμπι της πλέον είναι ο τζόγος, αλλά και η στιχουργική. Και πλέον έρχεται σε αυτήν και η νέα γενιά δημιουργών όπως ο Σταύρος Ξαρχάκος, που του έγραψε το «Τι έχει και κλαίει το παιδί» που τραγούδησε η Μελίνα Μερκούρη.
Η Παπαγιαννοπούλου ήταν δέσμια των παθών της, όπως οι περισσότεροι δημιουργικοί άνθρωποι. Για το πώς ήταν στην καθημερινότητα της, καταλληλότερη από την εγγονή της σίγουρα δεν υπάρχει ώστε να φωτίσει τις πλευρές της μοναδικής γιαγιάς της. H Ρέα Μανέλη έγραψε μεταξύ άλλων στο βιβλίο της Η γιαγιά μου η Ευτυχία: «Μια μέρα είπε θλιμμένα “κουράστηκα να ζω, θέλω να πεθάνω”, προσθέτοντας “και καλά, άντε πέθανα και πήγα στον παράδεισο κι έγινα αγγελάκι, κι άρχισα να πετώ από το ένα συννεφάκι στο άλλο… Απαπαπα, τι ανία, καλύτερα να ζήσω”».
Σπύρος Δευτεραίος