Ένα από τα σημαντικότερα έθιμα που έφεραν οι παππούδες και οι γιαγιάδες μας από τις πατρογονικές και μητρογονικές τους εστίες είναι το «Καλαντίαμαν» τη νερού, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. «Οι παλαιοί εμούν έλεαν το νερόν ντο κυλίεται, ατό πα κοιμάται». Για να ξυπνήσει «να εγνεφίζ’» θέλει αντάλλαγμα, μια προσφορά από καρδιάς. Για αυτό κάποιο μέλος της οικογένειας, κατά προτίμηση μια κόρη που μόλις είχε μπει στην εφηβεία, άφηνε ένα καλάθι με λογής-λογής καρπούς της γης και έφερνε νερό από τη βρύση ή το πηγάδι από το οποίο υδρεύονταν η κοινότητα.
Πιστευόταν ότι το νερό αυτό ήταν ευλογημένο και έφερνε πλούτο και ευτυχία στην οικογένεια.
Βέβαια το πατροπαράδοτο αυτό έθιμο έχει προχριστιανικές ρίζες, αλλά αν αναλογιστεί κανείς ότι σε πολλές περιπτώσεις μόλις έφτανε ο καλαντιστής στη βρύση, σχημάτιζε με βούτυρο το σημείο του Σταυρού, και ότι οι προσφορές ήταν τρόφιμα που είχαν το ελεύθερο να φάνε οι πεινασμένοι, φαίνεται πως οι συνεχιστές της προαιώνιας ελληνικής παρουσίας στον Πόντο δεν το εκτελούσαν με παγανιστική διάθεση, αλλά πιθανότατα το συνέδεαν με τον Αγιασμό των υδάτων κατά τα Θεοφάνια.
Ο συγγραφέας Σπύρος Αμάραντος από το Κιλκίς γράφει στο θεατρικό του Καλαντόνερον: «Με το καλαντίαμαν, δίεις δώρον ας ση καρδία σ’, και το νερόν γνεφίζ. Ατότε τα κορ’τζόπα, εποίν’ναν ευσσία και εψαλάφαναν μουράτεα. Με το καλαντόνερον ενίφκουνταν, έπιναν πα, να παίρ’νε την δύναμην και την ευλοΐαν, ντο έχ’ απέσ’ ατ’. Εφώτιζαν και τα χωράφεα, τα ζα, να κατηβάζ’νε πόλικον γάλαν, και όλεα τα μερέας τ’ οσπιτί’»! Με το καλαντίαμαν προσφέρεις δώρο από την καρδιά σου, και το νερό ξυπνάει… Τότε τα κορίτσια έκαναν ευχές και ζητούσαν να πραγματοποιηθούν οι επιθυμίες τους. Πλένονταν με το καλαντόνερο και έπιναν κιόλας για να πάρουν τη δύναμη και την ευλογία που είχε μέσα το νερό, έριχναν και στα χωράφια, έδιναν και στις αγελάδες τους για να κατεβάσουν μπόλικο γάλα και ράντιζαν όλες τις μεριές του σπιτιού.
«Κι εκέσ’ σην σέλεν, εβάλ’ναν τσορέκια, δεμέσεα, καρύδεα, λεφτοκάρεα, το χριστόψωμον, σύκα τσίρεα, μεϊβάδας, ας όλεα τα καλά, σο κρενίν απάν,’να τρώγ’νε οι πεινασμέν. Κοκκία και πλιγούρεα πιλέμ εβάλ’ναν, να τρώγ’νε και τα παγωμένα τα πουλία τη Θεού. Και με το νερόν ντο επαίρναν τα ζα πα επότιζαν». Κι εκεί στου χείμαρρου την άκρη έβαζαν τσουρέκια και λαγάνες με χόρτα, καρύδια και φουντούκια, το χριστόψωμο, σύκα και ξεραμένα μήλα και αχλάδια, φρούτα και όλα τα καλά, να φάνε οι πεινασμένοι που περνούσαν από τη βρύση. Ακόμη και σιτάρι και πλιγούρι έβαζαν να φάνε και τα παγωμένα τα πουλιά του ουρανού. Και με το νερό που έπαιρναν πότιζαν και τις αγελάδες.
«Τ’ εμέτερον το μιλέτ’ πολλά αγαπά τα ζα και δίει ατα έμορφα ονέματα! Τ’ έναν ακούει Κερβάνα, τ’ άλλο ακούει, Στεφάνα, τ’ άλλο, Γαλοφόρα! Κι ας ση βασιλόπιτταν, κομάτ’ πιλέμ εβγάλ’νε για τ’ ατά! Το Καλαντόνερον…τ’ οσπιτί’ το τεμέλ’ και τη κoσμί το προζύμ’! Νεοχρονία έρται! Αν είχα τη νεότητα μ’, το καλαντόνερον οφέτος εγώ θα εφέρ’να, με την ευσήν: Ευτυχισμέν’, πολύχρονοι και πάντα χαρεμέν’! Γλυκόστομοι, γλυκόλαλοι και πάντα αγαπημέν’»! Εμείς οι Πόντιοι πολύ τις αγαπάμε τις αγελάδες και τις δίνουμε όμορφα ονόματα. Η μία, αυτή που οδηγεί την αγέλη… το «καραβάνι» λέγεται Κερβάνα, η άλλη με τα χαϊμαλιά Στεφάνα, η άλλη που έχει πολύ γάλα, Γαλοφόρα. Ακόμη και από τη βασιλόπιτα βγάζουν κομμάτι γι’ αυτές (ήταν βλέπετε το σημαντικότερο περιουσιακό στοιχείο για μια αγροτική οικογένεια). Τις ράντιζαν λοιπόν με το καλαντόνερο, του σπιτιού το θεμέλιο, του κόσμου το προζύμι! Πλησιάζει η Πρωτοχρονιά, αν ήμουν νέος, εγώ θα έφερνα το Καλαντόνερο με την ευχή «Ευτυχισμένοι, Πολύχρονοι, και πάντα χαρούμενοι, γλυκόστομοι, γλυκόλαλοι, και πάντα αγαπημένοι».
Από το περιοδικό Ποντιακή Εστία, τεύχος 68 του 1987, από το άρθρο του Σ. Παπαδόπουλου Πρωτοχρονιάτικα δρώμενα στο Σαρίκαμις που περιλαμβάνει αυθεντικές μικροαφηγήσεις προσφύγων πρώτης γενιάς, διαβάζουμε την αφήγηση μιας γερόντισσας της Κερεκής τη Τσαμούς, 96 χρονών κατά την καταγραφή: «Μίαν ας τ’ έμνε μικρέσσα, εκοιμούμ΄νε ση μάνας’ ιμ τα ποδάρ(ε)α κεκά. Και πώς εγνέφσεν ατέ να πάει σο καλαντίαμαν τη νερού, εγνέφσα κι εγώ, κι έκλαψα να πάγω με τ’ εείνεν. Η μάνα μ’ μίαν εθέλεσεν να μη επαίρ’νε με κι ετάεν ν’ εντούνεν με, αμάν “ατώρα είπεν, νεοχρονία εν, μη κρούγω σε, ‘κι εν καλόν”. Αέτς πα επήγα με τ’ ατέν και είδα ντο είπεν και ντ’ εποίκεν. Η μάνα μ’ επαίρεν το μασσαίρ’ (μαχαίρ’) κι α ση ποταμί την άκραν έκοψεν έναν τρανόν κλαδίν μασούρας. Ας τ’ έρθαμε οπίσ’, επήγαμε ίσα σο μαντρίν τη προγατί ‘κι επεκεί τη βουδί πα, κι εκαλαντίασεν όλεν τον βίον. Με την μασούραν εντούνεν ατα απάν ση ράσσεα για σο κιφάλ, κι έλεεν “Κάλαντα και καλούσσκαιρα και πάντα τη χρονίας”. Με το καλαντόνερον πα όλ’ εμουν απέσ’ σ’ οσπίτ ενίφταμε κι έπαμε πα τον πουρνόν, ας τ’ εσκώθαμε».
Κάποτε, μικρή ήμουν, κοιμόμουν στα πόδια της μάνας μου. Και κάποια στιγμή ξυπνάει εκείνη για να πάει στο καλαντίαμαν του νερού, ξύπνησα κι εγώ και γκρίνιαζα να πάω μαζί της. Η μάνα μου, δεν θέλησε να με πάρει και ετοιμάστηκε να μου τις βρέξει (για το πείσμα μου), αλλά «σήμερα είπε είναι Πρωτοχρονιά, ας μη σε δείρω, είναι γρουσουζιά», έτσι λοιπόν πήγα μαζί της και είδα την ιεροτελεστία. Πήρε το μαχαίρι κι από του ποταμού την άκρη έκοψε ένα μεγάλο κλαδί αγριοτριανταφυλλιάς. Γυρίσαμε στο σπίτι και πήγαμε ίσα στο μαντρί με τα πρόβατα και μετά στο μαντρί του βοδιού κι «εκαλαντίασεν» όλο το βιος μας. Με το κλαδί ακουμπούσε πάνω στην πλάτη και το κεφάλι τα ζώα και έλεγε «Κάλαντα και καλοί καιροί όλη την χρονιά». Με αυτό το καλαντόνερο νιφτήκαμε κι εμείς και όλα τα μέλη της οικογένειας, όταν σηκώθηκαν από το κρεβάτι, και ήπιαμε κιόλας.
Και η γιαγιά Κερεκή συνεχίζει: «Το καλαντόνερον όμως είσσεν κι άλλα ευλοΐας: Η Παλαΐα, ασ’ όλεα τα κορίτσια σιφτε(ά)ν επένεν σο καλαντίαμα, εφέρνεν νερόν, εχουλίανεν ατο ολίον κι επεκεί έπλενεν το κιφάλ’ν ατς. Για τ’ εείνο πα, είσσεν μακρέα μαλλία, ‘ς σα μέσα τς εκατήβαιναν». Το Καλαντόνερο όμως είχε κι άλλες ευλογίες. Η Πελαγία το είχε τάμα και από όλα τα κορίτσια νωρίτερα πήγαινε στο καλαντίαμα. Έφερνε νερό, το ζέσταινε λίγο και έπλενε το κεφάλι της. Γι’ αυτό είχε πολύ γερά και μακριά μαλλιά, που κατέβαιναν μέχρι τη μέση της.
Ο Σ. Παπαδόπουλος γράφει πως το σημαντικό ήταν να βρει ο καλαντιστής το νερό του ποταμού ή της πηγής ακίνητο, στεκούμενο “κοιμισμένον”.
Αυτό το πετύχαινε εκείνος που ήταν άδολος και αθώος στην ψυχή “άθωγος” όπως έλεγαν οι δικοί μας. Αν τότε ζητούσε εκπλήρωση κάποιου πόθου του –«μουράτ»–, αυτό εκπληρωνόταν.
Και η γερόντισσα συνεχίζει: «Σ’ σο Γαράγουρουτ τη πεθεράς-ι-μ αδελφή – ατέ άθωγος έτον -, επήεν ‘ς σο ποτάμ’ τη χωρί, τα κάλαντα έρκιαντεν. Εύρεν ατό εκοιμούτουν, εχπαράεν κι εκλώστεν αμάν οπίσ’ δίχως να εψαλάφανεν μουράτ’. Έρθεν σ’ οσπίτ και είπεν α….
-Νέτση, γιάτι ‘κι εψαλάφανες μουράτ;
-Κι α..κι επρόφτασα…»!
Στο χωριό Καρακουρού του Σαρίκαμις στον Καύκασο, η αδερφή της πεθεράς μου, όταν ήταν μικρή και αθώα (καθαρή στην ψυχή), πήγε στο ποτάμι του χωριού νωρίς νωρίς παραμονή πρωτοχρονιάς. Βρήκε το νερό να κοιμάται, εντελώς ακίνητο. Τρόμαξε και γύρισε τρέχοντας πίσω χωρίς να ζητήσει να πραγματοποιηθεί κάποια ευχή της. Κι όταν τη ρώτησαν γιατί δεν ζήτησε χάρη από το νερό, εκείνη απάντησε: «μα…δεν πρόφτασα»!
Όμως οι μαγικές ιδιότητες του νερού μπορούσαν να έχουν και δυσάρεστες συνέπειες σύμφωνα με τη δοξασία.
Πίστευαν πως η ροή του νερού διακόπτεται για λίγο, κατά την αλλαγή του χρόνου. Ήταν σαν να ανοιγόταν ένα μαγικό παράθυρο στον χρόνο. Αν κάποιος γινόταν αυτόπτης μάρτυρας της στιγμής, τότε θα μπορούσε ό,τι ευχηθεί να πραγματοποιηθεί στον καινούργιο χρόνο «θα επαίρνεν τα μουράτεα τ΄». Αφού έπαιρνε κανείς το νερό κι έφευγε, δεν έπρεπε να στρέψει πίσω το βλέμμα του γιατί θα «βλάφκουσον», αυτό θα του προκαλούσε ψυχική ή σωματική ασθένεια.. Για τον λόγο αυτόν δεν πήγαιναν σο καλαντίασμαν οι λεχώνες και οι ασαράντιστες.
Οι νέες κοπέλες περίμεναν μέσα από αυτήν τη διαδικασία να βρουν την τύχη τους. Γι’ αυτό εύχονταν μέσα τους «Κάλαντα και καλός καιρός, άμον τ’ ανοίγω το πεγάδ να ανοίεται η τύχη μ’ και άμον το τρέχ’ το νερό να τρέχ’ και η ευλογία!», δηλαδή όπως ξεκινά η καινούρια ροή του νερού, έτσι να ανοίξει και η τύχη τους και να έχουν ευλογία. Για να εξευμενίσουν τις μυστικές δυνάμεις του νερού, προσέφεραν, κυρίως μήλα και ξηρούς καρπούς. Τα ελεύθερα παλικάρια του χωριού, παραμόνευαν και μόλις έφευγαν οι κοπέλες, έτρωγαν τα φρούτα. Πίστευαν μάλιστα πως όποιος έτρωγε τα φρούτα από το καλάθι μιας κοπέλας θα ήταν το ταίρι της στο μέλλον.
«Ανάθεμα π΄εκρέμιζεν το μήλον σο πεγάδιν
Το μήλον είχεν φάρμακον και το πεγάδ΄μα΄είας
Μα΄εύ΄ εμέν, μα΄εύ΄ κι εσέν΄, μα΄εύ΄ τοι δυ΄ς εντάμαν
Η κόρ΄ μα΄εύ΄ Ελλενικά, ρωμαίικα παλικάρια…»!
Ανάθεμα την που έριξε το μήλο στο πηγάδι
Το μήλο είχε φάρμακο και το πηγάδι μάγια
Μαγεύει εμέ, μαγεύει εσέ, μα και τους δυο αντάμα
Η κόρη μαγεύει Έλληνες ρωμαίικα παλικάρια!
Αλεξία Ιωαννίδου