Ένα σπουδαίο μοναστήρι αφιερωμένο στον Άγιο Ιωάννη Βαπτιστή ήταν η Μονή Στουδίου (ή των «ακοίμητων μοναχών»). Χτισμένη στον 7ο λόφο της Κωνσταντινούπολης, τον Ξηρόλοφο, είχε σημαντική συμβολή στη θρησκευτική, πολιτιστική και πολιτιστική ζωή της πόλης. Το 2013 το υπουργικό συμβούλιο της Τουρκίας αποφάσισε την ανακαίνιση και τη μετατροπή ξανά σε τέμενος.
Η Μονή Στουδίου χρονολογείται νωρίτερα από την Αγια-Σοφιά, τον 5ο αιώνα, και διατηρεί τη σημασία της ως το παλαιότερο θρησκευτικό οικοδόμημα στην Κωνσταντινούπολη.
Όπως γράφει η Daily Sabah, γίνονται προσπάθειες από τη Γενική Διεύθυνση Ιδρυμάτων ώστε το μνημείο να καταστεί ξανά επισκέψιμο – από το 2021 είναι σε εξέλιξη ένα πρόγραμμα αναστηλώσεων τζαμιών σε συνεργασία με την Ιταλική Ένωση Εταιρειών Αποκατάστασης.
Μιλώντας στο Anadolu, ο αρχαιολόγος στη Διεύθυνση Ιδρυμάτων Κωνσταντινούπολης Μουράτ Σαβ υπενθύμισε ότι το καθολικό, το οποίο βρίσκεται στο κέντρο του μοναστικού συγκροτήματος, ανήκει στον παλαιό τύπο της βασιλικής, όμοιο με τις εκκλησίες που ανήγειρε ο Μέγας Κωνσταντίνος. Η διακόσμηση του ναού ήταν εκπληκτική, όπως αναφέρουν πολλοί περιηγητές.
«Δεν υπάρχει άλλο τέτοιο κτίσμα στην Κωνσταντινούπολη» σημείωσε ο Μουράτ Σαβ, προσθέτοντας ότι μέσα στο μοναστήρι βρίσκεται και άλλα κτίσματα, όπως ένα σχολείο, τα κελιά των μοναχών, ένα λουτρό, τραπεζαρία που συνδέεται με την κουζίνα, μύλοι.
Μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης, περί το 1481 η βασιλική μετατράπηκε σε τζαμί από τον ιπποκόμο του Σουλτάνου Βαγιαζήτ Β΄, τον Αλβανό Ελιά Μπέη, και πήρε το όνομα Μιραχόρ ή Ιμραχόρ τζαμί (İmrahor Camii), δηλαδή «Τζαμί του ιπποτρόφου». Τα κελιά των μοναχών έγιναν κελιά για τους δερβίσηδες, ενώ στις δύο πλευρές της δυτικής πρόσοψης υπάρχουν τάφοι σεΐχηδων.
Το 1944 το τέμενος παραχωρήθηκε στο υπουργείο Παιδείας για να μετατραπεί σε μουσείο. Προσπάθειες αναστήλωσης έγιναν πριν από το συνέδριο Βυζαντινών Σπουδών που πραγματοποιήθηκε το 1955 στην Κωνσταντινούπολη, ενώ μέχρι να περάσει το μνημείο ξανά στη Γενική Διεύθυνση Ιδρυμάτων, το 2012, δεν είχε υπάρξει καμιά ολοκληρωμένη προσπάθεια επισκευής ή συντήρησης.
Η Μονή Στουδίου κάηκε το 1782 και το 1920 και το 1894 υπέστη καταστροφές από σεισμό. Έτσι, το εξαιρετικό ψηφιδωτό δάπεδο του 13ου αιώνα με τα γεωμετρικά σχέδια και τις μινιατούρες ζώων και πουλιών βρέθηκε εκτεθειμένο στα καιρικά φαινόμενα, ενώ αρχιτεκτονικά μέλη χρησιμοποιήθηκαν από κατοίκους της περιοχής για την ανοικοδόμηση των σπιτιών τους που καταστράφηκαν από τη μεγάλη πυρκαγιά του 1920.
Σύμφωνα με τον αρχαιολόγο Μουράτ Σαβ, έχουν γίνει ανασκαφές για να εξεταστεί η σταθερότητα των θεμελίων· κατά τη διάρκειά τους ανακαλύφθηκαν βυζαντινοί τάφοι στο νότιο κλίτος και το νεκροταφείο έξω από την ανατολική πρόσοψη.
Από την αδελφότητα των ακοίμητων σε αυτή των Στουδιτών
Η Μονή Στουδίου ιδρύθηκε ενδεχομένως περί το 463, σύμφωνα με τον Θεοφάνη τον Ομολογητή), από τον συγκλητικό Στούδιο που είχε αναδειχθεί ύπατος της Κωνσταντινούπολης. Θαυμαστής του μοναστικού βίου, μέσα σε μια μεγάλη έκταση που κατείχε έχτισε την τρίκλιτη βασιλική και την αφιέρωσε στον Ιωάννη τον Πρόδρομο, τον πρώτο ασκητή.
Εκεί εγκαταστάθηκε αδελφότητα μοναχών που ονομάστηκαν «ακοίμητοι», καθώς προσευχόταν αδιάλειπτα νυχθημερόν.
Η Μονή Στουδίου είχε δικό της Τυπικό («Υποτύπωσιν») και πλούτισε την εκκλησιαστική υμνολογία με νέους ύμνους και κανόνες, οι οποίοι υιοθετήθηκαν αμέσως από την Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης, αντικαθιστώντας την παλιά υμνογραφία. Το Τυπικό της αποτέλεσε πρότυπο για πολλές άλλες μονές, τόσο στην επικράτεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, όσο και στη Ρωσία μετά τον 11ο αιώνα. Στα χρόνια του Ιωάννη Τσιμισκή ο Ευθύμιος Στουδίτης συνέταξε το πρώτο Τυπικό του Αγίου Όρους.
Μεγάλη ακμή γνώρισε επί των ημερών του Θεοδώρου Στουδίτη (9ος αιώνας)· με την εγκατάσταση της αδελφότητας των Σακκουδιτών, η αδελφότητα έφτασε να αριθμεί πάνω από 700 μοναχούς. Στους αιώνες που λειτούργησε απέκτησε μεγάλη φήμη, αναδείχθηκε στην πολυπληθέστερη μονή της Πόλης και αποτέλεσε πνευματικό κέντρο της Αυτοκρατορίας.
Οι μοναχοί της ονομάζονταν Στουδίτες και η οργάνωση του βίου τους αποτέλεσε πρότυπο για ολόκληρο τον ορθόδοξο κόσμο. Τρεις αυτοκράτορες αποσύρθηκαν στη μονή: ο Μιχαήλ Ε’ ο Καλαφάτης (1042), ο Ισαάκ Κομνηνός (1059) και ο Μιχαήλ Ζ’ ο Δούκας (1078). Τρεις Στουδίτες έγιναν Πατριάρχες: Ο Αντώνιος, ο Αλέξιος και ο Δοσίθεος έγιναν Οικουμενικοί Πατριάρχες, ενώ ο Δοσίθεος προηγουμένως διετέλεσε και Πατριάρχης Ιεροσολύμων.
Επίσης, έπαιξε σπουδαίο ρόλο κατά την Εικονομαχία, καθώς οι μοναχοί της αναδείχτηκαν αγωνιστές της μετέπειτα Ορθοδοξίας και υπερασπιστές της τιμής των εικόνων. Στη διάρκεια της Φραγκοκρατίας έκλεισε, αφότου της επιβλήθηκαν όροι που οι μοναχοί αρνήθηκαν να δεχθούν. Ανασυστάθηκε το 1294 με τις γενναιόδωρες χορηγίες του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, αδερφού του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β’, και λειτούργησε μέχρι την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, το 1453.
Τον 14ο αιώνα κατείχε την κορυφαία θέση μεταξύ των μονών της Κωνσταντινούπολης και ο εκάστοτε ηγούμενός της συμμετείχε στις εργασίες της Πατριαρχικής Συνόδου.
Στη σπουδαία βιβλιοθήκη της θησαυρίζονταν έγγραφα, επιστολές και υλικό που αφορούσε τα περιουσιακά στοιχεία και τα προνόμιά της. Επιπλέον, λειτουργούσε σχολή αντιγραφέων, τα χειρόγραφα της οποίας ήταν περιζήτητα σε ολόκληρο τον χριστιανικό κόσμο – πολλά σώζονται σε διάφορες βιβλιοθήκες της δυτικής Ευρώπης και της Ανατολής.
Στη Μονή Στουδίου φυλάσσονταν επίσης ιερά λείψανα, μεταξύ των οποίων η κάρα του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή, του πατέρα του Ζαχαρία και του Αγίου Θεοδώρου, αλλά τα περισσότερα χάθηκαν στην περίοδο της Φραγκοκρατίας.