Την 1η Ιανουαρίου του 1924 ο Ηλίας Λαμπρόπουλος ερχόταν στη ζωή, στο χωριό Βαλκούβινα (τη σημερινή Άμπελο), έξω από την Ακράτα, στην Πελοπόννησο.
Την Πρωτοχρονιά του 2024 ο Leo Lamprou, όπως ονομάζεται πλέον, γιόρτασε τα 100ά γενέθλιά του στην Αυστραλία, όπου μετανάστευσε τη δεκαετία του 1950, έχοντας ζήσει μια ζωή γεμάτη ανατροπές και δυσκολίες.
Στο πλάι του είχε τα παιδιά και τα εγγόνια του, καθώς και φίλους που δεν απέχουν πολύ από το να τα εκατοστήσουν και οι ίδιοι – όπως η κουμπάρα του, η Μεταξία Δημητροπούλου, που είναι 97 ετών, και ο συμπέθερός του, Κώστας Τσουρδαλάκης, 96 ετών.
Γεννημένος την πρώτη μέρα του 1924, ήταν ο μικρότερος από τα επτά παιδιά της οικογένειας. Δύο από τα αδέρφια του πέθαναν από αρρώστιες και καταστροφές, ενώ ο ίδιος γλίτωσε παρά τρίχα από την κατάρρευση ενός αχυρώνα στη διάρκεια του μεγάλου σεισμού στην Κόρινθο το 1928, χάρη στην έγκαιρη παρέμβαση της γιαγιάς του.
Καθώς μεγάλωνε, η ζωή είχε άλλα σχέδια· κι όταν ξέσπασε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, το 1941, σε ηλικία 17 ετών ο Ηλίας Λαμπρόπουλος εντάχθηκε και αργότερα ηγήθηκε μιας τοπικής οργάνωσης νεολαίας ενάντια στους Ναζί.
Εκείνη την εποχή όμως, μέσα στη δυστυχία του πολέμου, γνώρισε τη μέλλουσα σύζυγό του Λουίζα, η οποία βρισκόταν σε εκκλησιαστική εκδρομή από την Αθήνα στο χωριό του.
Τον Ιούλιο του 1944, ο νεαρός αντιστασιακός συνελήφθη, ανακρίθηκε και βασανίστηκε από τους Ναζί, ωστόσο χάρη στην αναταραχή που προκάλεσε εκείνες τις ημέρες στις γερμανικές δυνάμεις η Επιχείρηση Βαλκυρία, η πιο διάσημη απόπειρα δολοφονίας του Αδόλφου Χίτλερ από Γερμανούς συνωμότες, κατάφερε να γλιτώσει το θάνατο.
Μετά τον πόλεμο, ο Ηλίας Λαμπρόπουλος επέστρεψε στο πατρικό του και τελείωσε το Λύκειο. Ετοιμαζόταν να συνεχίσει τις σπουδές του για να γίνει λογιστής, όταν ξέσπασε ο ελληνικός Εμφύλιος.
Αναγκάστηκε να στρατολογηθεί και εστάλη στη Σχολή Αξιωματικών για να γίνει λοχαγός. Υπηρέτησε τέσσερα χρόνια στο στρατό πολεμώντας Έλληνες, κάτι που ο γιος του, ο Κον, χαρακτηρίζει ως την πιο σκοτεινή περίοδο στη ζωή του πατέρα του, για την οποία μιλάει εξαιρετικά σπάνια.
Η τύχη όμως δεν τον είχε εγκαταλείψει. Εκείνη την περίοδο, ενώ ήταν συνοδηγός σε ένα τζιπ, ο οδηγός έχασε τον έλεγχο του οχήματος και κατέληξαν σε ένα χαντάκι. Ο οδηγός σκοτώθηκε επιτόπου, ενώ ο Ηλίας Λαμπρόπουλος βγήκε από το τζιπ χωρίς γρατσουνιά, σαστισμένος, με το τσιγάρο του ακόμα ανάμεσα στα δάχτυλά του, έτοιμο να ανάψει.
Το τέλος του Εμφυλίου τον βρήκε να επιστρέφει στο χωριό του για να φροντίσει τον πατέρα του, ο οποίος είχε υποστεί σοβαρό εγκεφαλικό. Άνοιξε ένα καφενείο για να βιοπορίζεται και έμαθε να παίζει το αγαπημένο του τάβλι, ένα παιχνίδι το οποίο απολαμβάνει μέχρι σήμερα.
Δύο χρόνια αργότερα, ο πατέρας του πέθανε και το 1956 ο Ηλίας Λαμπρόπουλος αποφάσισε ότι είχε δει αρκετή καταστροφή και είχε έρθει η ώρα να εγκαταλείψει την πατρίδα του, για να αναζητήσει μια καλύτερη ζωή.
Τα δύο μεγαλύτερα αδέρφια του Ανδρέας και Θανάσης είχαν ήδη μεταναστεύσει στην Αυστραλία το 1928 και το 1930, αντίστοιχα, και η αδελφή του Διαμάντω τους είχε ακολουθήσει στις αρχές της δεκαετίας του 1950. Η απόφαση να πάει να τους βρει, ήταν μονόδρομος.
Όταν έφτασε στην Αυστραλία το 1956, ένα από τα πρώτα γεγονότα που παρακολούθησε και μαγεύτηκε ήταν οι Ολυμπιακοί Αγώνες της Μελβούρνης. Εγκαταστάθηκε πίσω από το κατάστημα της αδερφής του, αλλά δύο χρόνια αργότερα, όταν εκείνη πέθανε ξαφνικά, μετακόμισε με τον αδερφό του.
Εν τω μεταξύ, δεν είχε ξεχάσει ποτέ την αγαπημένη του Λουίζα από την Ελλάδα και ακολούθησε ένας αγώνας επτά ετών για να τη φέρει στην Αυστραλία.
Πράγματι, με τη βοήθεια ενός πολιτικού, κατάφερε να την φέρει στη Μελβούρνη το 1963 και παντρεύτηκαν λίγους μήνες αργότερα.
Οι δυο τους δούλευαν σε διάφορα εργοστάσια πριν αγοράσουν ένα milkbar στην περιοχή Lalor, το οποίο θα λειτουργούσαν μαζί για σχεδόν 30 χρόνια. Το 1964 το ζευγάρι υποδέχτηκε την κόρη τους Γιώτα και τρία χρόνια αργότερα τον γιο τους Κον.
Ο Ηλίας Λαμπρόπουλος ήταν ένας από τους ιδρυτές της ελληνορθόδοξης ενορίας του Thomastown, ενώ παράλληλα απέκτησε συνδικαλιστική δράση και πρωτοστάτησε τους αγώνες για τα δικαιώματα των εργαζομένων.
Τα χρόνια πέρασαν και η σύζυγός του απεβίωσε το 2016. Ο Λαμπρόπουλος πάλεψε με την κατάθλιψη και μια μορφή άνοιας, και τώρα ζει με την κόρη και τον γαμπρό του.
Τα τρία εγγόνια και τα ανίψια του έχουν γίνει το επίκεντρο και η πηγή χαράς του τα τελευταία χρόνια, ενώ εξακολουθεί να παίζει τάβλι κάθε μέρα και (σύμφωνα με μαρτυρίες) σχεδόν πάντα κερδίζει.
Και σαν να μην ήταν αρκετά όλα αυτά, αποτελεί το κεντρικό πρόσωπο της ελληνικής επιχείρησης πιάτων για σπάσιμο «Ethima» που διευθύνει η εγγονή του.
Ποιο είναι το μυστικό της μακροζωίας του; Όπως αναφέρει ο ίδιος, οι… χυλοπίτες.