Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού με ακροστιχίδα: «του ταπεινού Ρωμανού». Διαβάστε το Μέρος Α’ και το Μέρος Β’.
Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας από τον Θεόφιλο Πουταχίδη.
ιβ’. Τόσο φιλάνθρωπη, λοιπόν, που ήταν η Μαρία, μ’ αυτά τα λόγια
φρόντισε την Εύα και τον άντρα της να τους παρηγορήσει.
Κι αφού έτσι τους μίλησε, μπήκε μέσα στη Φάτνη·
έσκυψε το κεφάλι της σε στάση ικεσίας κι ολόθερμα παρακαλεί τον Γιο της και Του λέει:
«Αφού το καταδέχτηκες έτσι να ’ρθείς στον κόσμο μ’ εμένα ως μάνα Σου, σκέψου μαθές πόσο ψηλά με έκανες να στέκω μπροστά στα μάτια των βροτών·
»γι’ αυτό, λοιπόν, ολάκερο το άπορό μου γένος, τώρα με στέλνει εκπρόσωπο να σε παρακαλέσω.
»Ήρθε ο Αδάμ, μου μίλησε μ’ ένα παράπονο πικρό και στεναγμό μεγάλο·
»η Εύα, κι αυτή από κοντά με οδυρμούς και θρήνους.
»Το φίδι είναι υπαίτιο για όλα τα βάσανά τους, αυτό λεν τους ξεγύμνωσε και την τιμή τους πήρε.
»Γι’ αυτό και Σε παρακαλούν τη Χάρη Σου να ενδυθούν, να τους σκεπάσεις πάλι φωνάζοντάς μου δυνατά:
»“Ω! Κεχαριτωμένη”».
ιγ’. Τέτοιες δεήσεις άφησε η Άσπιλη μητέρα μπροστά
στα πόδια του Θεού που ’τανε μες στη φάτνη. Κι Αυτός, αφού τις έλαβε, αμέσως αποκρίθηκε κι ερμήνευσε συνοπτικά της Γέννησης τα σχετικά πρόσφατα γεγονότα
μιλώντας Της και λέγοντας:
«Μητέρα, ω! μητέρα μου, σ’ το λέω να το ξέρεις, για χάρη Σου και μέσω Εσού έχω σκοπό και σχέδιο το γένος Σου να σώσω.
»Νομίζεις αν δεν ήθελα τον άνθρωπο να σώσω, λες να κλεινόμουν μέσα Σου να κατοικήσω ως βρέφος;
»Θα ερχόμουν να φανερωθώ ως άνθρωπος στον κόσμο παίρνοντας σάρκα από Σε; Θα μ’ άκουγες θαρρείς ποτέ να σε καλώ μητέρα;
»Αν όχι για το γένος Σου, για ποιον λες να κατέβηκα σε τούτη εδώ τη φάτνη;
»Δική μου η απόφαση να έρθω τώρα ως βρέφος· να γίνω βυζανιάρικο, απ’ τα στήθη Σου τα μητρικά για να βυζαίνω γάλα!
»Να ξέρεις, είν’ για χάρη τους που με κρατάς στην αγκαλιά· Αυτόν π’ ούτε τα Χερουβίμ τολμάν να αντικρίσουν,
»ορίστε! τώρα Εσύ εδώ με βλέπεις και μ’ αγγίζεις, και με κρατάς στην αγκαλιά κι ως γιο με κανακεύεις· γι’ αυτούς τα κάνω όλα αυτά
»Ω! Κεχαριτωμένη.
ιδ’. »Μητέρα εγώ σ’ έπλασα, όπως κι όλη την κτίση
»μα από βρέφος έπιασα τώρα να μεγαλώσω, αν και υπάρχω τέλειος, καθώς πρωτογεννήθηκα από τέλειο Πατέρα.
»Για κοίτα πώς με τα φασκιά είμ’ τώρα τυλιγμένος,
»για χάρη αυτών που έναν καιρό πήγανε και φορέσανε “δερμάτινους χιτώνες”.
»Και πόσο ωραία αυτή η σπηλιά και πώς την αγαπάω, για το χατίρι εκείνων που
»τη χαρά μισήσανε κι όλη την ευτυχία που ’δινε ο Παράδεισος και τη φθορά αγαπήσαν.
»Αυτοί με παρακούσανε και παραβήκαν τότε μια ζωηφόρο μου εντολή
»κι έτσι τώρα κατέβηκα για να ’χουν ευκαιρία να αποκτήσουν πάλι ζωή που θα ’ν’ χωρίς φθορά, να ’χουν αθανασία.
»Πού και το άλλο να ’ξερες… Σεμνή μου εσύ μητέρα, το άλλο, λέω, που πρόκειται γι’ αυτούς εγώ να κάνω.
»Μιλάω για αυτό που μέλλει, να συγκλονίσει ολότελα όχι μόνον Εσένα· και τα στοιχεία της φύσεως θα ταρακουνηθούνε… αργεί ακόμα μα θα δεις,
»Ω! Κεχαριτωμένη».
ιε’. Σαν είπε αυτά που ήθελε ο Πλάστης κάθε γλώσσας,
για ν’ απαντήσει άμεσα στης μάνας Του το αίτημα και στην παράκλησή Της,
η Μαρία ξαναμίλησε: «Είναι και κάτι ακόμα» ‒διστακτικά ξεκίνησε‒
«μα… αν θα Σου το πω, μην οργισθείς με μένα, ότ’ είμ’ φτιαγμένη από πηλό, βροτή είμαι Πλαστουργέ Μου.
»Μα στα παιδιά τους θαρρετά μιλάνε οι μανάδες· αφού εγώ Σε γέννησα, παίρνω κι εγώ το θάρρος…
»Κι αν είναι για να καυχηθώ, τι άλλο λόγο να ’βρω· Συ με το που γεννήθηκες μου ’δωσες κάθε λόγο.
»Θα ’θελα τώρα, το λοιπόν, να μάθω το τι είναι αυτό που είπες ‒τώρα δα‒ στο μέλλον πως θα πράξεις.
»Το προαιώνιο θέλημά Σ’ μην κρύβεις από μένα.
»Τέλειο άνθρωπο σε γέννησα ‒απ’ το σώμα που Σου έδωσα, τίποτα δεν Σου λείπει. Έτσι κι Εσύ θέλω να πεις τι έχεις στο μυαλό Σου να κάνεις ύστερα για εμάς ‒ τίποτα μη μου κρύψεις.
»Να μάθω θέλω κι από αυτό σ’ όλες του τις διαστάσεις τον πλούτο αυτής της δωρεάς που χάρισες σε μένα και όλοι με αποκαλούν
»Ω! Κεχαριτωμένη».
ιϛ’. «Τον άνθρωπο εγώ αγαπώ κι η αγάπη αυτή που του ’χω, μ’ όσα παλέψει μέσα μου όλα θα τα νικήσει»,
έτσι Της ανταπάντησε ο Ποιητής των όλων. «Δούλη πιστή και αγαθή και ακριβή μητέρα,
»το τελευταίο που θα ’θελα είναι να σε λυπήσω. Μα θα Σου αποκαλύψω
»τι είν’ που θέλω ακριβώς να κάνω εγώ στο μέλλον, και την ψυχή Σου, ω Μαριάμ, θα την ανακουφίσω.
»Τον που κρατάς στα χέρια Σου, με χέρια καρφωμένα
»σε λίγο ‒έτσι‒ θα τον δεις· έτσι θα δεις εμένα, που τρέφω ατέλειωτη στοργή για το δικό Σου γένος.
»Αυτόν που γαλακτοτροφείς, χολή άλλοι θα του δώσουν
»κι αυτόν που Εσύ καταφιλείς, άλλοι θα καταφτύσουν.
»Αυτόν που εσύ ζωή καλείς, πάν’ στο Σταυρό να κρέμεται πρόκειται να τον δεις.
»Κι αν πεθαμένο είν’ γραφτό να με μοιρολογήσεις, αναστημένο, ζωντανό θα με ξαναφιλήσεις, και θα με προσκυνήσεις τότε καλή μητέρα μου
»Ω! Κεχαριτωμένη.
ιζ’. »Και όλα αυτά εν γνώσει μου, εκούσια θα τα πάθω.
»Και η αιτία για όλα αυτά είναι η προαίρεσή μου,
»που απ’ την πρώτη τη στιγμή ως τώρα που μιλάμε,
»πάντοτε δείχνω ως Θεός σε όλους τους ανθρώπους ‒ πάντα τη σωτηρία τους είναι που επιθυμώ».
Τ’ άκουσε αυτά η Μαριάμ και με βαθύ αναστεναγμό
Του λέει και Του φωνάζει: «Ωχού! γλυκό μου εσύ τσαμπί, μη δώσει κι έτσι γίνει: παράνομοι που σε τρυγούν κι ύστερα σε πατάνε…
»Βλαστάρι μου, ας μη γενεί να δω να μου σκοτώνουνε η δόλια το παιδί μου».
Κι Εκείνος της απάντησε κι αυτά τα λόγια είπε:
«Πάψε μητέρα, και μην κλαις γι’ αυτά που δεν γνωρίζεις· αν δεν γενούνε όλα αυτά,
»θα παν όλοι χαμένοι, αυτοί που με παρακαλάς να σώσω τόσην ώρα, κανένας τους δεν θα σωθεί
»Ω! Κεχαριτωμένη.
ιη’. »Μητέρα δεν θα ’ν’ τίποτα, το θάνατο μου όταν θα δεις, για ύπνο λογάριασέ τον.
»Τρεις είναι οι μέρες μοναχά που μες στο μνήμα θα ’μαι, γιατί έτσι το σχεδίασα κι αυτό θέλω να γίνει.
»Μετά απ’ αυτά ξάν’ ζωντανό μπροστά Σου θα με δεις
»να καινουργιεύω όλη τη γη κι όλους της τους κατοίκους.
»Αυτά, μητέρα, ανάγγειλε σε όλους να τα ξέρουν· αυτά ας είναι ο πλούτος Σου,
»μ’ αυτά θα βασιλεύεις, και με αυτά από δω κι εμπρός να έχεις πάντα στην καρδιά χαρά και ευφροσύνη».
Κι αμέσως τότε η Μαριάμ από τη φάτνη βγήκε, και πάει ευθεία στον Αδάμ
και φέρνει τα χαρμόσυνα που ανάμενε η Εύα, κι έτσι τους απευθύνθηκε κι αυτά είναι που τους λέει:
«Είν’ το ποθούμενο μπροστά κι ελπίζω να ησυχάσετε λιγάκι ώσπου να γίνει· γιατί κι εσείς τ’ ακούσατε ο Ίδιος να τα λέει, όλα αυτά που πρόκειται να πάθει, να υπομείνει για εσάς που με φωνάζετε
»Ω! Κεχαριτωμένη».