Ο πρώτος μήνας του χρόνου ο Ιανουάριος πήρε την ονομασία του από τον ύπατο θεό των Ρωμαίων Ιανό, το θεό της δυαδικότητας και του περάσματος του χρόνου ο οποίος απεικονίζεται με δύο πρόσωπα, το ένα να κοιτάζει εμπρός και το άλλο πίσω, όπως ο χρόνος που φεύγει και ο καινούργιος που έρχεται.
Σύμφωνα με τον βυζαντινολόγο Φαίδωνα Κουκουλέ η πρώτη του μηνός Ιανουαρίου λεγόταν από τους Ρωμαίους καλένδαι.
Έτσι σε ολόκληρο τον Πόντο οι Έλληνες κάτοικοί του ονόμαζαν την πρώτη του Γενάρη «κάλαντα» και τον μήνα ολόκληρο Καλαντάρ.
Όπως τα Χριστούγεννα έτσι και η Πρωτοχρονιά αλλά και τα Φώτα τα οποία λέγονταν «καλαντόφωτα», γιορτάζονταν με κάθε μεγαλοπρέπεια τόσο στα πλούσια όσο και στα φτωχικά σπίτια. Οι νοικοκυραίοι θα φρόντιζαν ώστε να «καλαντίζνε τα παιδία» να δώσουν δώρα στα παιδιά δηλαδή, να «καλαντίζνε το πεγάδ΄» (το έθιμο του καλαντόνερου) και βέβαια δεν ξεχνούσαν να φροντίσουν ιδιαίτερα εκείνες τις ημέρες τα ζώα τους, τον βίο τους. Άλλωστε το λέει και το δίστιχο:
«Ας ση Χριστού, ους τα κάλαντα, φαΐα και ποτία,
Ας τρων και πίν΄ν και χαίρουνταν τα νέικα τα παιδία».
Τις ημέρες εκείνες το έθιμο της αργατείας γινόταν πράξη στις ελληνικές γειτονιές των χωριών και των πόλεων του Πόντου. Ο ένας βοηθούσε τον άλλον για να είναι όλοι χαρούμενοι και αναπαυμένοι γιορτάζοντας τις άγιες ημέρες ξέγνοιαστοι.
Έτσι μετουσίωναν την άφατη αγάπη του νεογέννητου Χριστού ως αληθινοί υιοί και αληθινές θυγατέρες Κυρίου, εκτελώντας συγχρόνως την (ίσως) πιο σημαντική εντολή: «Αγάπα τον πλησίον σου ως εαυτόν». Για αυτό την παραμονή της Πρωτοχρονιάς μία ήταν η ευχή που ακουγόταν ως επωδός στα στόματα όλων των Ποντίων:
«Ο Θεόν όλεν τον κόσμον να βοηθά κι εμάς πα να μη ανασπάλλ΄»
ο Θεός δηλαδή να βοηθήσει όλον τον κόσμο και να μην ξεχάσει και εμάς!
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς μικροί αλλά και μεγάλοι έψελναν τα κάλαντα.
«Αρχή Κάλαντα! Κι αρχή του χρόνου!
Πάντα κάλαντα, πάντα του χρόνου.
Αρχή μήλον εν, κι αρχή κυδών’εν’,
Αρχή μούσκον εν’το μυρισμένον.
Εμυρίστεν ατό ο κόσμος ούλεν,
για μυρίστ’ ατό και εσύ αφέντα
καλέ ’μ αφέντα…»
Υπήρχε μάλιστα η συνήθεια σύμφωνα με την Έλσα Γαλανίδου Μπαλφούσια ένα μέλος της οικογένειας να κοιμάται σε συγγενικό ή γειτονικό σπίτι ώστε το πρωί της Πρωτοχρονιάς να κάνει ποδαρικό ενώ ακουγόταν η ευχή:
«Κάλαντα-κάλαντα, καλώς τον Καλαντάρη,
Αγούρ’ παιδία και θελ’ κά μουσκάρ(ε)α.
Έρθεν ο νεόχρονος και εδέβεν ο παλαιόχρονος».
Στο Σταυρίν της Αργυρούπολης έλεγαν:
«Κάλαντα- κάλαντα, καλώς τον Καλαντάρην.
Αγούρα παιδία και θελ’ κα μουσκάρ(ε)α.
Καστανίτσας, κολογκύθια, νοσσάκας πουλία και χοντρά χαψία.
Εξέβαμεν ας σην κακοχρονίαν και εσέβαμεν σην καλοχρονίαν»!
Λέγοντας αυτά τα λόγια ο πατέρας ή η μητέρα του σπιτιού ή ακόμα ο παππούς ή η γιαγιά «εκαλαντίαζεν το οσπίτ’» δηλαδή σκορπούσε σταυροειδώς (με κινήσεις που σχημάτιζαν σταυρό) διάφορα καλούδια όπως καρύδια, φουντούκια-λεφτοκάρυα, καραμέλες κ.ά. για το καλό του χρόνου και την ευημερία του σπιτιού. Την ώρα που τα έριχνε έλεγε: «Άμον το ρούζ’νε αούτα τα καλά, αέτς’ πα να ρούζ’ νε απές’ σ’ οσπίτ’ ν’ εμούν τ΄ευλοΐας και τα καλοσύνας». Τα παιδιά της οικογένειας έσπευδαν να μαζέψουν τους καρπούς και τα γλυκίσματα από το δάπεδο.
Στα Πλάτανα, την αρχαία Ερμώνασσα, την μικρή παραλιακή πόλη που «γεννούσε» τους πιο καλούς χορευτές του Σέρρα χορού – του αρχαίου Πυρρίχιου, την παραμονή το βράδυ άναβαν κεριά και μετά το απόδειπνο, τη βραδινή προσευχή, ο παππούς ευχόταν στα εγγόνια «Να έχετε την ευχήν τη Θεού και τη Παναΐας»! Τα παιδιά έπαιρναν την ευχή του προγόνου τους φιλώντας του το χέρι. Στα χωριά Τσίτα, Καρακαντζί, Τσικολή, Κατοχώρ’, Σούρμενα, Σταυρίν, Λιβερά, Λερίν κ.ά. ο ιερέας μετά την απόλυση της Λειτουργίας μοίραζε στο χριστεπώνυμο πλήθος φρούτα, κατά προτίμηση πορτοκάλια, αφού πρώτα τα είχε ευλογήσει.
Στο Ακ Νταγ Ματέν αντί για βασιλόπιτα παρασκεύαζαν βουτυρόπιτα χωρίς φλουρί. Σε όλα τα άλλα μέρη όμως της Πατρίδας η βασιλόπιτα, ο «κουλτσάς», δέσποζε στο πρωτοχρονιάτικο τραπέζι. Ο κουλτσάς ήταν φτιαγμένος χωρίς ζάχαρη και έκρυβε «απές ατ’ την παράν» το φλουρί δηλαδή που όπως και σε όλον τον ελλαδικό χώρο θεωρούνταν τύχη η εύρεσή του. Δίπλα στην βασιλόπιτα υπήρχε πάντα το βούτυρο με το μέλι, για να είναι «έμνοστος και ευλογημένον η χρονία» ενώ στο τζάκι άναβε το «καλαντοκούρ», το κούτσουρο δηλαδή που είχε επιλεχθεί για να καίει πολλές ώρες για την νύχτα της Πρωτοχρονιάς. Σε πολλά μέρη στον Πόντο δεν πετούσαν αυτήν τη στάχτη από το καλαντοκούρ για να μην φύγει η ευλογία. Αντίθετα φύλαγαν την «κατενήν» την αλισίβα δηλαδή, για να πλένουν τα σκεύη τους καθαρίζοντάς τα από τα λίπη ιδιαίτερα πριν από την περίοδο της μεγάλης νηστείας της Σαρακοστής.
Στη Σάντα η νοικοκυρά του σπιτιού δεν σήκωνε το βράδυ της παραμονής το τραπέζι για να είναι όλος ο χρόνος γεμάτος από αγαθά και ευλογίες. Δεν παρέλειπε όμως να ανάψει τρία κεριά για «τ΄ αποθαμέντς». Ένα για τα κοντινά της πρόσωπα που είχαν αποδημήσει, άλλο «πάππων προς πάππων και γονέων προς γονέων» και το τρίτο για εκείνους που τους είχαν ξεχάσει οι συγγενείς τους και δεν τους μνημόνευε κανείς. Στην ορεινή Ίμερα που ήταν χτισμένη σε υψόμετρο 1.500 μ. και ενέπνευσε το δίστιχο «η Ίμερα σαέρ και πολιτεία, τα κορτσόπα’ θες έμορφα, μικρά και μερακλία», το βράδυ της παραμονής έβαζαν κοντά στο εικονοστάσι το «σινίν», έναν μεγάλο μεταλλικό δίσκο (ταψί) γεμάτο με φρούτα και ξηρούς καρπούς, και άναβαν τρία κεριά επάνω σε ένα από τα μήλα που περιείχε ο δίσκος.
Στην Τραπεζούντα, «πόλη Ελληνίδα, μεγάλη και ευδαίμονα» κατά τον Ξενοφώντα στο έργο του Κύρου Ανάβασις, οι οικογένειες μαζεύονταν μπροστά από το παράθυρο κοιτώντας προς την θάλασσα και κάνοντας τον σταυρό τους εύχονταν: «Τύχην φαρδύν άμον το πλάτος ατ΄ς και υίαν καθαρόν άμον το νερόν ατ’ς», δηλαδή τύχη μεγάλη, φαρδιά σαν το πλάτος της θάλασσας και υγεία καθαρή σαν το νερό της. Στη συνέχεια η μητέρα χτυπούσε ελαφρά σχεδόν χαϊδευτικά με μια βεργούλα τα παιδιά της στην πλάτη λέγοντας «άλλαξον το χούι σ’» δηλαδή τα παρακινούσε στο να γίνουν φρόνιμα!
Έτσι περνούσαν την πρωτοχρονιά οι παππούδες και οι γιαγιάδες μας στον Πόντο, φροντίζοντας τους οικείους αλλά και τους συνανθρώπους τους γενικότερα, με αγάπη και ζεστασιά μη ξεχνώντας αυτούς που δεν ήταν πλέον κοντά τους. Ας μιμηθούμε όσο μπορούμε το παράδειγμά τους και ας τους μνημονεύσουμε για την θαυμάσια κληρονομιά που μας κληροδότησαν!
Αλεξία Ιωαννίδου