Στις μέρες μας όλος ο πλανήτης με μεγάλη προσοχή παρακολουθεί τις εξελίξεις στη σύρραξη Ρωσίας-Ουκρανίας. Από τις δυο μεριές των συνόρων των δυο χωρών, που αποτελούσαν στο παρελθόν μέρη της Ρωσικής Αυτοκρατορίας και της Σοβιετικής Ένωσης, ζουν εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες.
Για να καταλάβουμε καλύτερα τις ταραχώδεις εξελίξεις στην ιστορία της ευρύτερης περιοχής γύρω από τον Εύξεινο Πόντο και την Αζοφική Θάλασσα θα ήταν σκόπιμο να αναφερθούμε στα γεγονότα που έλαβαν μέρος πριν από 100 χρόνια σε μια από τις περιφέρειες της παρευξείνιας Ρωσίας. Είναι η Περιφέρεια του Κράσνονταρ (μέχρι το 1920 Αικατερινοντάρ) που αποτελούνταν τότε από το Τσερνομόριε (παραθαλάσσια περιοχή) και το Κουμπάν (ενδοχώρα γύρω από τον ομώνυμο ποταμό).
Από το 1918 μέχρι το 1920 η συγκεκριμένη περιοχή βρισκόταν στο επίκεντρο του εμφυλίου.
Ο εμφύλιος στην κάποτε ισχυρή Ρωσική Αυτοκρατορία ξεκίνησε λίγους μήνες μετά από την έξοδο των σοβιετικών από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στις 17 Μαΐου 1918, και βρήκε τους Έλληνες των περιοχών Κουμπάν και Τσερνομόριε σε περίπλοκη κατάσταση. Οι πολεμικές συγκρούσεις ανάμεσα σε μπολσεβίκους και τις δυνάμεις που έβαζαν σκοπό να καταστείλουν την επανάστασή τους πήραν γιγαντιαίες διαστάσεις. Χωρίστηκαν σε διαφορετικά στρατόπεδα και οι ακρίτες της περιοχής –οι Κοζάκοι, οι οποίοι ήταν ρωσόφωνοι και ουκρανόφωνοι.
Στην περιοχή έφθαναν πρόσφυγες από τις βόρειες περιοχές της Ρωσίας και από το εξωτερικό. Η ενδοχώρια μετανάστευση συσχετίστηκε με την εισροή των χριστιανών προσφύγων από τη Μικρά Ασία, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων αποτελούσαν οι Έλληνες του Ανατολικού Πόντου, του Καρς και του Αρνταχάν. Αυτές οι περιοχές παραδόθηκαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία από την κυβέρνηση του Λένιν σύμφωνα με τη Συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ, που υπεγράφη στις 3 Μαρτίου 1918.
Οι Έλληνες πρόσφυγες στις περιοχές Κουμπάν και Τσερνομόριε
Το 1918 στα αστικά κέντρα της Ρωσίας, στον Καύκασο και το Βορρά του Εύξεινου Πόντου κατοικούσαν Έλληνες διαφόρων προσφυγικών κυμάτων. Η περιοχές Κουμπάν και Τσερνομόριε δέχτηκαν μεγάλο κύμα Ελλήνων του Πόντου ακόμα από τη δεκαετία 1860, αμέσως μετά τη νίκη των Ρώσων στον Πόλεμο του Καυκάσου ενάντια στις ντόπιες βουνήσιες φυλές.
Οι Ρώσοι και οι Οθωμανοί σύμφωνα με τη συμφωνία που επεγράφη ανάμεσά τους πραγματοποίησαν την ανταλλαγή των μουσουλμάνων του Βορείου Καυκάσου με τους χριστιανούς του Πόντου (κυρίως Έλληνες και Αρμένιους).
Στις 27 Φεβρουαρίου 1862 ο τσάρος Αλεξάντρ Β’ εξέδωσε ειδική διάταξη για τις συνθήκες μετεγκατάστασης χριστιανών από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το 1864 στις περιοχές Κουμπάν, Τσερομόριε και Σταύροπολ δημιουργήθηκαν τα πρώτα χωριά των Ελλήνων προσφύγων. Οι παραθαλάσσιοι οικισμοί και φρούρια είχαν ελληνικό πληθυσμό και πριν από την Ανταλλαγή υπηκόων τους ανάμεσα στον τσάρο και τον σουλτάνο.
Στην πόλη Ανάπα και στο διπλανό χωριό Βίτιαζεβο στην πρώτη φάση ήρθαν από 150 οικογένειες, στο Μπλαγκοβέσενσκι στεπόκ ήρθαν 50 οικογένειες, στον Όρμο Σουντζούκ ήρθαν 100 οικογένειες. Το 1864 στη θέση ενός εγκαταλειμμένου οικισμού των Αντίγων (συγγενής λαός με τους Αμπζχάζιους, Καμπαρντίνιους, Τσερκέζους) οι Έλληνες από την Τραπεζούντα και τα περίχωρά της και της Νικόπολης ίδρυσαν το χωριό Μερτσάνσκογιε.
Από το τέλος του 19ου αιώνα μέχρι την άφιξη άτακτων ομάδων νέων προσφύγων στα χρόνια της Γενοκτονίας στον Πόντο (1916-1923) στη νότια Ρωσία συσσωρεύτηκε μεγάλος αριθμός Ελλήνων. Οι νέοι οικισμοί στο δρόμο από το Αικατερινοντάρ μέχρι το Νοβοροσίσκ πολύ γρήγορα γέμισαν με ελληνικό πληθυσμό. Οι περισσότεροι κρατικοί αξιωματούχοι στη συγκεκριμένη περιοχή, όπως και σε όλο το ρωσικό νότο, ήταν Έλληνες από τα προηγούμενα κύματα μετανάστευσης και προσφυγιάς, επειδή ήξεραν καλύτερα τις τοπικές ιδιαιτερότητες.
Ο απεσταλμένος της Ελλάδας στο Νότο της Ρωσικής αυτοκρατορία Νίκος Καζαντζάκης σημείωνε στις αναφορές του, πως ο ελληνικός πληθυσμός σε όλη την επικράτεια του Καύκασου το 1919 αριθμούσε πάνω από 500.000 άτομα. Το μεγαλύτερο μέρος αυτών ήταν Πόντιοι.
Οι επαναστάσεις του 1917
Η συνεχιζόμενη εισροή των Ελλήνων προσφύγων βρέθηκε αντιμέτωπη με τις ροές των προσφύγων στο εσωτερικό της Ρωσίας. Ο κόσμος πέθαινε από τις κακουχίες και σκοτωνόταν στις συγκρούσεις, όμως δεν έχανε την ελπίδα να ζήσει κάποια στιγμή καλύτερες μέρες.
Πολλοί κάτοικοι της Ρωσίας συμπεριλαμβανομένων των Ελλήνων δέχτηκαν με ενθουσιασμό την αστική επανάσταση του Φλεβάρη 1917.
Αρκετοί από αυτούς πίστευαν πως θα καταργηθούν οι απαγορεύσεις της τσαρικής εποχής σε διάφορους τομείς της ζωής. Οι ελληνικές κοινότητες διαφόρων περιοχών της πρώην Ρωσικής αυτοκρατορίας τον Ιούνιο του 1917 οργάνωσαν το Α’ Συνέδριο των Ελλήνων. Οι αποφάσεις του συνεδρίου έμειναν ανεκπλήρωτες λόγω της επανάστασης της 25ης Οκτωβρίου 1917.
Όσο περνούσε ο χρόνος τόσο διογκώνονταν τα προβλήματα των Ελλήνων στην ευρύτερη περιοχή. Μετά την αποχώρηση του ρωσικού στρατού από την Τραπεζούντα και το Καρς ο αριθμός των Ελλήνων προσφύγων στο νότο της Ρωσίας αυξήθηκε δραματικά.
Όμως και στη Ρωσία η κατάστασή τους ήταν απελπιστική. Το 1919 μετά το ξεκίνημα της Μικρασιατικής Εκστρατείας του ελληνικού στρατού γύρω στους 100.000 Έλληνες γύρισαν στα σπίτια τους στον Πόντο. Αυτό το κομμάτι των προσφύγων μαζί με τον ελληνικό πληθυσμό που δεν κατάφερε να φύγει από την Οθωμανική αυτοκρατορία δέχτηκε το τελειωτικό χτύπημα των εθνικιστών της Τουρκίας και του ηγέτη τους Μουσταφά Κεμάλ.
Οι Έλληνες πρόσφυγες έλαβαν μέρος σε όλες τις διαδικασίες σχετικές με την Οκτωβριανή Επανάσταση και το εμφύλιο πόλεμο, τα μέτωπα του οποίου απλώνονταν από Βορρά του Εύξεινου Πόντου μέχρι τα Ουράλια όρη και τη Σιβηρία. Οι παλιοί πρόσφυγες από τα προσφυγικά κύματα του 18ου και 19ου αιώνα τάχτηκαν περισσότερο στο πλευρό της παλιάς εξουσίας.
Οι νέοι πρόσφυγες, που λόγω του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου, των εσωτερικών συγκρούσεων και των κακουχιών, δεν κατάφεραν να σταθούν στα πόδια τους οικονομικά, συνήθως είτε έφευγαν στην Ελλάδα, είτε έπαιρναν το μέρος των επαναστατών διαφόρων πολιτικών πεποιθήσεων. Η περίοδος ανάμεσα στις δυο επαναστάσεις του Φλεβάρη και του Οκτώβρη 1917 στάθηκε αφορμή να αυξηθεί η πολιτική δραστηριότητα των Ελλήνων διαφόρων κοινωνικών τάξεων.
Οι Έλληνες της στανίτσας (χωριά Κοζάκων στο Νότο της Ρωσίας και της Ουκρανίας) Κρίμσκαγια, που αριθμούσαν 2.000 άτομα και είχαν ελληνική και τουρκική υπηκοότητα, στις 23 και 24 Ιουνίου 1917 έλαβαν μέρος στο Συνέδριο των Ημεδαπών και Αλλοδαπών κατοίκων της Περιφέρειας Κουμπάν.
Πέντε Έλληνες εκλέχτηκαν στο Σοβιέτ και τρεις στην Εκτελεστική Επιτροπή.
Οι Έλληνες στα χρόνια του εμφυλίου πολέμου
Η Οκτωβριανή Επανάσταση ακύρωσε αρκετές από τις πρωτοβουλίες των ελεύθερα σκεπτόμενων πολιτών της νέας Ρωσίας. Όμως δεν ήταν λίγοι αυτοί, που πίστεψαν στα ιδεώδη των Μπολσεβίκων. Έτσι ο κάτοικος του ελληνικού χωριού Βίτιαζεβο Γεώργιος Ιλίν (Ηλιόπουλος) παρόλο που το 1918 έφυγε στην Ελλάδα για να γλιτώσει από τις κακουχίες του εμφυλίου πολέμου, έγινε κομμουνιστής, αφιέρωσε τη ζωή του στις κομμουνιστικές ιδέες και το 1965 μετακόμισε στην ΕΣΣΔ.
Οι εχθροπραξίες στο Νότο της Ρωσίας άλλαξαν ριζικά την καθημερινότητα των πολιτών διαφόρων εθνικοτήτων. Ο στρατός των μπολσεβίκων πήρε ονομασία «κόκκινος» και ο στρατός με επικεφαλής τους στρατηγούς της τσαρικής Ρωσίας ονομάστηκε «λευκός». Παραδείγματα συμμετοχής Ελλήνων στο «λευκό» κίνημα είναι πολλές.
Ένας Έλληνας της περιοχής Κουμπάν, ο Δημήτριος Μιχαηλόπουλος (Μιχαλόπουλος) ήταν γνωστός ως διοικητής Αστυνομίας της πόλης Αικατερινοντάρ, ευεργέτης των νοσοκομείων και βιβλιοθηκών, πατέρας τεσσάρων αξιωματικών των Κοζάκων. Ο ίδιος έγινε μέλος του Κοζακικού στρατεύματος της Ρωσίας στις 13 Αυγούστου 1886, σε ηλικία των 20 ετών, με έδρα στη στανίτσα Κλιουτσεφσκάγια. Ήταν βραβευμένος με τα παράσημα της Αγίας Άννας Γ’ βαθμού, του Αγίου Βλαδίμηρου Δ’ βαθμού και Χρυσού Σταυρού του Σωτήρα του Βασιλείου της Ελλάδας.
Στα χρόνια του εμφυλίου ο Δημήτριος Μαχαηλόπουλος υπηρέτησε υπό τις διαταγές των γνωστών στρατηγών του «λευκού» κινήματος Αντόν Ντενίκιν και Πιότρ Κρασνόφ.
Οι υιοί του Δημήτριου Μιχαηλόπουλου ακολούθησαν το παράδειγμα του πατέρα τους.
Ο ρωσικός εμφύλιος στην περιφέρεια Κουμπάν ήταν ιδιαίτερα σκληρός και συνεχίστηκε πάνω από δύο χρόνια. Οι συγκρούσεις ανάμεσα σε αντιπαρατιθέμενες δυνάμεις σταμάτησαν το Μάιο του 1920.
Ο συνταγματάρχης Δημήτρης Μιχαηλόπουλος κατέφυγε στην Κωνσταντινούπολη, όπως και πολλοί άλλοι ομοϊδεάτες του.
Από την άλλη μεριά οι Έλληνες, που τάχτηκαν στο πλευρό του κόκκινου στρατού, πήραν μέρος στην προώθηση της σοβιετικής εξουσίας στην Περιφέρεια Κρασνοντάρ (Αικατερινοντάρ). Έτσι στις 28 Μαρτίου 1920 ο Αναστάσιος Μελισσίδης εκλέχτηκε αντιπρόεδρος της επαναστατικής επιτροπής της στανίτσας Νιζνεμπακάνσκαγια. Στο χωριό Μερτσάνσκογιε βοηθός του προέδρου της επαναστατικής επιτροπής, που οργανώθηκε τον Ιούλιο 1920, έγινε ο Παγκράτης Ναζλής. Οι Έλληνες του χωριού Μερτσάνσκογιε πρωτοστάτησαν στην οργάνωση της επαναστατικής επιτροπής της στανίτσας Αμπίνσκαγια (σήμερα πόλη Αμπίνσκ).
Παράλληλα με τις επαναστατικές διαδικασίες δεν σταματούσε ο ερχομός των νέων προσφύγων από το δοκιμαζόμενο Πόντο. Τα λιμάνια εκτός από το Νοβοροσίσκ δεν δέχονταν τους πρόσφυγες λόγω των επιδημιών χολέρας, πανούκλας και της ισπανικής γρίπης. Το λιμάνι του Νοβοροσίσκ έγινε την περίοδο 1918-1922 τελευταίος σταθμός για πολλούς Ρώσους και Έλληνες, που κατέφευγαν στο εξωτερικό για να μη συμμετέχουν στις εχθροπραξίες. Την ίδια στιγμή οι Έλληνες του Πόντου έφθαναν στον Καύκασο για να ενωθούν με τους συγγενείς τους στις δύσκολες στιγμές στην ιστορία τους. Οι αρρώστιες αποτελείωναν τους άτυχους ανθρώπους που εκπατρίζονταν για διαφορετικούς λόγους, όμως με τον ίδιο πόνο. Η μαζική μετακίνηση στο λιμάνι του Νοβοροσίσκ σταμάτησε το 1924.
Οι πρόσφυγες, που άφησαν τη Ρωσία, δεν ξαναγύρισαν ποτέ πίσω εξαιρουμένων μερικών περιπτώσεων.
Αυτοί που δεν είχαν πατρίδα στο εξωτερικό αφομοιώθηκαν ανάμεσα σε άλλους λαούς. Οι Έλληνες με καταγωγή από τη βαλκανική Ελλάδα και τα νησιά έσμιγαν ξανά με τους συντοπίτες τους. Οι Πόντιοι συμπλήρωναν τον αριθμό του ανταλλάξιμου πληθυσμού στην Ελλάδα ή των Ελλήνων μεταναστών στη Δύση. Ήταν μαθημένοι να επιβιώνουν εθνικά και σε άλλες κρίσιμες περιόδους στην μακραίωνη ιστορία τους. Αυτοί που έμειναν στο χώρο της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, που μετασχηματίστηκε στην ΕΣΣΔ, έζησαν τις περιόδους διώξεων, διαμορφώνοντας ανά περιόδους νέα κύματα προσφύγων για την Ελλάδα και άλλες χώρες του εξωτερικού.
Βασίλης Τσενκελίδης,
ιστορικός