Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού με ακροστιχίδα «του ταπεινού Ρωμανού».
Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας από τον Θεόφιλο Πουταχίδη. Διαβάστε εδώ το Α’ μέρος.
Αφιερώνεται στη μνήμη του φιλόλογου Λεωνίδα Χαριτίδη (†19/12/2023).
ζ’. «Έννοια σου και κατάλαβα η άνοιξη πως ήρθε και όντως έχω μια χαρά, γυναίκα να το ξέρεις,
σαν τη χαρά που είχαμε έναν καιρό πολύ παλιά- πριν, λέω, από την πτώση. Γιατί, έναν Παράδεισο βλέπω ξανά μπροστά μου,
»καινούργιο, διαφορετικό: είν’ η Παρθένος
»που κρατά στην αγκαλιά της τώρα Αυτό το Ξύλο της Ζωής! Θυμάσαι; Εκείνο, λέω,
»που το φρουρούσε στην Εδέμ το Άγιο το Χερουβίμ, μην πάω και τ’ αγγίξω.
»Αυτό, λοιπόν, ανέγγιχτο, δίχως σπορά το βλέπω, τώρα μπροστά στα μάτια μου και πάλι να βλασταίνει.
»Ξέρεις γυναίκα, αισθάνθηκα τη ζωοποιό πνοή Του·
»σκόνη με κάναν κι ήμουνα χώμα, κομμάτια, λάσπη, ψοφίμι ήμουν άψυχο
»και τώρα ξαν’ ζωντάνεψα και ψυχωμένος νιώθω. Κι έτσι όπως πήρα δύναμη από την ευωδία,
»λέω να πάω προς Αυτήν π’ άνθισε κι έφερε Καρπό· της ζωής μας τον καλό Καρπό
»Ω! Κεχαριτωμένη.
η’. »Να ‘μαι, λοιπόν, στα πόδια Σου τώρα μπροστά πεσμένος, σε Σε Μητέρα Άμωμη, μπροστά σε Σε Παρθένε·
»εκπροσωπώ το γένος μου –την ανθρωπότητα όλη– κι εκ μέρους όλων σκύβοντας, φιλώ το χώμα που πατάς, πέφτω Σε προσκυνάω.
»Μην μας ξεχνάς, ότι κι εσύ παιδί της ανθρωπότητας –κόρη δική μας– είσαι,
»γιατί ο Γιος Σου τώρα δα όλους μας αναγέννησε που ‘μασταν νεκρωμένοι, δέσμιοι όλοι της φθοράς.
»Αδάμ Πρωτόπλαστο με λέν’ και σάπιζα για αιώνες μέσα στον Άδη τον βαθύ·
»λυπήσου τον προπάτορα σ’, κόρη μου που στενάζει!
»Σπλαχνίσου με κορούλα μου, τα δάκρυά μου κοίτα·
»άκουσε με συμπόνοια το γοερό μου κλάμα.
»Δες τα κουρέλια που φορώ, το φίδι με… φτιασίδωσε, ρακένδυτος γυρίζω.
»Την φτώχεια μου μετάβαλε, κάνε μου ελεημοσύνη μπροστά σ’ Αυτόν που γέννησες
»Ω! Κεχαριτωμένη».
θ’. «Και τώρα Ελπίδα μου γλυκιά, Ελπίδα της ψυχής μου κι εμέ, την Εύα, άκουσε:
»ξέπλυνε τώρα τη ντροπή, αυτής που γέννησε παιδιά με πόνους και μ’ οδύνη.
»Γιατί το ξέρεις πια καλά:
»σαν κλαίει κι οδύρεται ο Αδάμ, ακούω εγώ η δύστυχη και σχίζεται η καρδιά μου.
»Την ευτυχία την πρότερη αναπολεί και κλαίει κι όλα τα ρίχνει πάνω μου,
»κατηγορεί και λέει: “Που να μην έσωνες να βγεις τότε απ’ την πλευρά μου!
»Να λείπει τέτοιος σύντροφος, βοηθός να σού πετύχει!
»Άμποτε να μην σ’ έπαιρνα· θα γλίτωνα τα τάρταρα που ‘πεσα μέσα ο μαύρος”.
»Δεν υποφέρεται άλλο πια, άλλο δεν το αντέχω ν’ ακούω την κατσάδα του, συνέχεια με μαλώνει…
»Με το κεφάλι μου σκυφτό μπροστά Σου εδώ θα στέκω, δεν το κουνάω απ’ εδώ ωσότου να με λυπηθείς· κι αν με σηκώσεις σώνομαι,
»Ω! Κεχαριτωμένη».
ι’. Σ’κώνει τα μάτια για να δει, η Μαρία να κοιτάξει· κοιτάζει από τη μια μεριά, καλοθωρεί την Εύα·
κι από την άλλη τη μεριά βλέπει πιο κάτω τον Αδάμ και τον καλοκοιτάει- βουρκώσανε τα μάτια Της, τα δάκρυα κυλήσαν.
Γοργά τα δάκρυα σκούπισε, καρτερικό κι αγέρωχο το βλέμμα Της είν’ τώρα σαν σχεδιάζει άμεσα
τη φύση πώς να υπερβεί και να κατανικήσει, Αυτή που υπερφυσικά απέκτησε ως γιο Της, Αυτόν τον ίδιο τον Χριστό.
Μα πόναγαν τα μέσα της, ότι τους συμπονούσε τους δόλιους τους γονέους μας.
Πώς να γινότανε αλλιώς; Στον ελεήμονα Θεό, εύσπλαχνη έπρεπε μάνα.
Γι’ αυτό και στους προπάτορες έτσι μιλάει και λέει: «Το θρήνο τώρα πάψετε και άλλο να μην κλαίτε
»και θα πρεσβεύω εγώ για εσάς σ’ Αυτόν που ‘χω γεννήσει.
»Διώξτε να φύγει η συμφορά, γέννησα τώρα την Χαρά.
»Έρχομαι τώρα εγώ γοργά, τα κάστρα όλα της λύπης θα τα κουρσέψω πάραυτα τίποτα δεν θα μείνει και θα με μακαρίζετε
»Ω! Κεχαριτωμένη.
ια’. »Ο Γιος μου είναι φιλεύσπλαχνος, είναι πολύ ελεήμων.
»Εκ πείρας σας το λέω, γιατί το ξέρω εγώ καλά πόσο πολύ φροντίζει το πλάσμα Του ο Κύριος.
»Ενώ ο ίδιος είναι πυρ, φώλιασε
»στην κοιλιά μου και τίποτα δεν έπαθα – είδατε εσείς να έκαψε την ταπεινή του δούλη;
»Τους γιους του πάντα συμπονά ο πάσα ένας πατέρας. Έτσι, κι ο Γιος μου συμπονά
»όσους Τον παραδέχονται και σεβασμό Του δείχνουν, καθώς προφήτευσε ο Δαυίδ.
»Ώρα να σταματήσετε, λοιπόν, το μαύρο δάκρυ κι εκούσια να μ΄ ορίσετε
»να γίνω εγώ μεσίτρια δική σας στο Παιδί μου.
»Γιατί ο δότης της Χαράς, ο προαιώνιος Θεός γεννήθηκε στον κόσμο.
»Μπρος τώρα ησυχάστε και μην λυπάστε άλλο πια· νά μπαίνω τώρα στη σπηλιά, θα πάω τώρα κοντά Του, »καθώς με χαιρετίζετε
»Ω! Κεχαριτωμένη».