Παραμονή Χριστουγέννων, 1967…
Μουντή και άχρωμη η μέρα, δακρυσμένη, όπως οι εκατοντάδες νέων ανθρώπων, που με μια βαλίτσα στο χέρι κοίταζαν γύρω σα χαμένοι, μην τολμώντας να συνειδητοποιήσουν την πραγματικότητα, καθώς στέκονταν στην αποβάθρα για να επιβιβαστούν στο «Πατρίς» που περίμενε να φορτώσουν το ζωντανό εμπόρευμα, να σηκώσει άγκυρες και να σαλπάρει για Αυστραλία.
Γύρω μας (ναι, ανάμεσά τους κι εγώ με τον σύζυγο και τα δυο παιδιά μας, τον γιο 5 χρονών και την κόρη μόλις δυόμισι) όλοι περπατούν χαρούμενα και γρήγορα, αδιάφοροι για το δράμα του φευγιού μας.
Αδιάφοροι, αλλά όχι οι ίδιοι υπεύθυνοι γι’ αυτήν τη φοβερή αφαίμαξη από τα νιάτα της πατρίδας, λες και περίσσευαν, αμέσως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον αδελφοσπαραγμό που θυσιάστηκαν χιλιάδες νέοι άνθρωποι.
Κι έφευγαν τα καράβια γεμάτα νέους και νέες κι ερήμωνε η ύπαιθρος και τα νησιά της Ελλάδας, γιατί οι χώρες υποδοχής δεν ήθελαν τους γέρους και τους σακάτηδες, νέους ήθελαν για να αντέχουν στις βαριές βιομηχανίες και στην ανάπτυξή τους.
Περπατούν όλοι γρήγορα για ν’ αποφύγουν το κρύο και τη βροχή, για να τελειώσουν τα χριστουγεννιάτικα ψώνια τους, για να μαζευτούν στο σπιτικό τους κοντά στις φαμελιές τους μια ώρα αρχύτερα. Σκοτεινιάζει και σε λίγο θα στρώσουν το λιτό, νηστίσιμο τραπέζι της παραμονής της μεγάλης γιορτής!
Οι τελευταίες παρέες από τα πιτσιρίκια γυρνούν ακόμα γύρω σε σπίτια και μαγαζιά και «τα λένε» με τα τρίγωνα και μερικά με φυσαρμόνικες:
Χριστού τη θεία γέννηση, να πω στ’ αρχοντικό σας…
Μόνο που όλοι εμείς, ώρες πριν, είχαμε σφαλίσει το δικό μας αρχοντικό, μερικοί για πάντα… Πού να βρουν πόρτα ανοικτή τα παιδάκια, πού να βρεθεί ο νοικοκύρης του σπιτιού για να του ευχηθούν χίλια χρόνια να ζήσει κι η νοικοκυρά να τα φιλέψει…
Δεν θυμάμαι αν είχε αρθεί ή όχι μέχρι τότε η απαγόρευση κυκλοφορίας μετά τη δύση του ηλίου που είχαν επιβάλει οι συνταγματαρχαίοι και στρατηγοί την 21η Απριλίου της ίδιας χρονιάς, όταν, καταλύοντας τη δημοκρατία, θρονιάστηκαν για καλά στην εξουσία. Μάλλον όχι, οπότε ένας ακόμα λόγος για τη βιάση των ανθρώπων.
Κείνα τα πολύ δύσκολα χρόνια δεν πιστεύω να ήταν πολλοί αυτοί που είχαν τη διάθεση ή την οικονομική ευχέρεια να οργανώσουν χριστουγεννιάτικο ρεβεγιόν.
Αν πούμε δε και για το αγαπημένο Φιόρε (Ζάκυνθο), εκεί τα έθιμα πολύ αυστηρά και τα τηρούσαν όλοι με θρησκευτική ευλάβεια. Δεν είχε ρεβεγιόν και τέτοια ξενόφερτα πράγματα, είχε μπόλικες-μπόλικες, σπιτίσιες οι περισσότερες, βραστές μπροκολίνες, χωρίς λάδι βέβαια, και σε κάθε σπίτι που έκοβαν την κουλούρα, ζυμωμένη με πολύ μεράκι από της νοικοκυράς τα χέρια, ο νοικοκύρης έβγαινε έξω και έριχνε κάνα-δυο σμπάρα, έτσι για τ’ αντέτι και για ν’ ακούσει η γειτονιά πως αξιώθηκαν να την κόψουν κι εφέτος.
Φεύγοντας την προηγούμενη μέρα από τη Ζάκυνθο, η μάνα, με δάκρυα στα μάτια, μας έδωσε την κουλούρα μας να την κόψουμε στη θάλασσα… Με πόση πίκρα, πόσο σπαραγμό αποχαιρέτησα, αφήνοντας πίσω ό,τι πιο αγαπημένο και ιερό… πατέρα, μάνα, αδέλφια, ανίψια, γνωστούς και φίλους, το σπίτι μου, τη γειτονιά μου, τον τόπο μου, το νησί μου το πολυαγαπημένο…
Στοιβαχτήκαμε μες στο καράβι εκατοντάδες, παλικάρια και κοπέλες που πήραν τους δρόμους, φοβισμένοι κι άβγαλτοι, να βρουν την τύχη τους, άλλοι, όπως εμείς, με μικρά παιδιά, άλλοι με μεγάλες οικογένειες με αναστημένα παιδιά και τους γέρους γονείς τους.
Το σφύριγμα του καραβιού, όπως ξεκινούσε, έσμιγε με τις καμπάνες από τις γύρω εκκλησίες στον Πειραιά, που σήμαιναν για τ’ αυριανά Χριστούγεννα…
Αμφιβάλλω αν έμεινε μάτι στεγνό εκείνη την ώρα, αμφιβάλλω αν έμεινε σκέψη καθαρή και νηφάλια, σκέψη που, ίσως, δεν ήταν γεμάτη μεταμέλεια, μα, πολύ αργά πια… Το «θεριό» έσχιζε ήδη τα γνώριμα νερά απομακρυνόμενο όλο και περισσότερο από τον αγαπημένο τόπο…
Πώς να περιγράψεις τα συναισθήματα εκείνη την ώρα; Ένιωθα να έχω παγώσει, να μη νιώθω τίποτα παρά μόνο φόβο και αγωνία για το μεγάλο ταξίδι. Ταξίδι που διήρκεσε κοντά σαράντα μερόνυχτα. Κάναμε το γύρο των ωκεανών. Το κανάλι είχε κλείσει λόγω πολέμου. Ξαφνικά συνειδητοποίησα τον κίνδυνο που διέτρεχα, όχι τόσο εγώ αλλά τα μικρά μου αθώα πλάσματα, που εγώ η μάνα τους, που είχα χρέος να τα προστατεύω, τα υπέβαλα σε αυτή τη φοβερή δοκιμασία…
Πολλές φορές κατά τη διάρκεια αυτού του πολύ δύσκολου ταξιδιού, μετάνιωσα φριχτά για την απόφαση μου… Ίσως δεν ήμουν η μόνη… Πολλές φορές, όταν μας έκαναν εξάσκηση για περίπτωση έκτακτης ανάγκης, φορώντας μας σωσίβια και επιβιβάζοντάς μας, εικονικά, στις βάρκες, κοίταζα με τρόμο κάτω τη μαύρη θάλασσα και τα σκυλόψαρα που διαρκώς μας έπαιρναν το κατόπι κι έτρεμα και μόνο στη σκέψη τέτοιας έκτακτης ανάγκης… Κοίταζα γύρω τα μικρά παιδιά, όχι μόνο τα δικά μου (και πρέπει να ήταν πάνω από 300 παιδάκια κάτω των 10 χρονών σε κείνο το δρομολόγιο) κι ο τρόμος μου μεγάλωνε.
Μεσοπέλαγα μας βρήκαν τα μεσάνυχτα.
Ήταν πολλοί, κυρίως ελεύθεροι, που είχαν ήδη ανεβεί στα διάφορα σαλόνια όπου υπήρχαν μπουφέδες με πλούσια φαγητά, ορχήστρες, τραγουδιστές, και το ’χαν ρίξει στο φαγοπότι και στο γλέντι. Οι περισσότεροι από μας είχαμε κουρνιάσει στις στενές κουκέτες, προσπαθώντας όχι μόνο να βολευτούμε όσο καλύτερα μπορούμε, αλλά και να το πάρουμε απόφαση πως εκεί θα περνούσαμε πάνω από 38 νύχτες υποχρεωτικά δεμένοι στις κουκέτες λόγω σφοδρών θαλασσοταραχών, όταν στη σιγαλιά της νύχτας ακούσαμε όμορφες φωνές να ψάλλουν τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα…
Ξαφνιασμένοι σηκωθήκαμε, ανοίξαμε τις πόρτες, και με φοβερή συγκίνηση είδαμε τον καπετάνιο και μέλη του πληρώματος να πηγαίνουν γύρω ψάλλοντας τις γνώριμες μελωδίες της χρονιάρας μέρας… Τα μάτια, που δεν είχαν προλάβει να στεγνώσουν, άρχισαν πάλι να τρέχουν ασταμάτητα… Έπρεπε να συνηθίσουν οι κρουνοί… Είχαν πολλή δουλειά να κάνουν για πολλά, πάρα πολλά χρόνια…
Πέρασαν πολλά χρόνια για να μπορέσω να γιορτάσω και να χαρώ αυτή τη μέρα… το ίδιο και οι πολυαγαπημένοι μου γονείς… αυτή τη μέρα ζωντάνευε ξανά η στιγμή του φευγιού… και πονούσε, πονούσε πολύ…
Ευχές πολλές σε όλους σας, να περάσετε με υγεία και χαρά τις Άγιες Ημέρες, κοντά στα αγαπημένα σας πρόσωπα!
Διονυσία Μούσουρα*