Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού με ακροστιχίδα «του ταπεινού Ρωμανού».
Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας από τον Θεόφιλο Πουταχίδη.
Προοίμιο
Εκείνος που γεννήθηκε πριν τον Αυγερινό –από τον Πατέρα μοναχά χωρίς να υπάρχει μάνα–
γεννιέται σήμερα από Σε –δίχως πατέρα τώρα– και παίρνει σάρκα και οστά στη γη να περπατήσει.
Κι ένα αστέρι τ’ ουρανού φέρνει το νέο το καλό, στους μάγους τ’ αναγγέλλει
κι όλοι οι Άγγελοι ομού με τους βοσκούς υμνούνε
πως λόγια δεν υπάρχουνε κανείς να περιγράψει τη γέννα Σ’ τη μοναδική,
ω! Κεχαριτωμένη.
Οίκοι
α’. Βλάστησε το Αμπελόκλημα, χωρίς σπορά βλασταίνει
και το τσαμπί το άσπαρτο στην αγκαλιά κρατάει –κλήματα τα δυο χέρια Της– κι αυτό είναι που Του λέει:
«Καρπός δικός μου είσαι Εσύ μα είσαι κι η ζωή μου, ο Ζωοδότης μου είσαι Εσύ
»και από Εσέ το ξέρω πως ό,τι ήμουνα και πριν, αυτό είμαι και τώρα· και τώρα που Σε γέννησα, Συ είσαι ο Θεός μου.
»Γίνεται απ’ το φάκελο κάποιος να βγάλει γράμμα με τη σφραγίδα άθικτη κι άσπαστο βουλοκέρι; Βλέποντας πως Σε γέννησα κι ακόμα είμαι Παρθένος,
»παντού θα το αναγγέλλω ότι ήρθε κι ενσαρκώθηκε ο Άτρεπτος ο Λόγος.
»Είμαι μια γη που βλάστησε· τι πάει να πει όμως σπορά, καθόλου δεν γνωρίζω. Τι πάει να πει όμως φθορά –αλίμονο–, το ξέρω· και ξέρω πως Εσύ είσαι Αυτός που τη φθορά για τους βροτούς θε να την καταργήσει.
»Γιατί από εμέ γεννήθηκες κι όμως αγνή και πάναγνη ακόμα παραμένω,
»ότι άφησες τη μήτρα μου ίδια όπως την βρήκες, κι άθικτη την διαφύλαξες.
»Γι’ αυτό και όλ’ η πλάση απ’ τη χαρά της την πολλή στήνει χορό μαζί μου και μου φωνάζει ολόχαρα
»ω! Κεχαριτωμένη.
β’. »Τη Χάρη Σ’ δεν υποτιμώ, Δέσποτα, να το ξέρεις· άλλωστε εγώ την γνώρισα κι έτσι μιλώ εκ πείρας.
»Ούτε να μειώσω θέλω τέτοια τιμή που μου έλαχε, Εσένα να γεννήσω.
»Γιατί υπάρχω τώρα πια Βασίλισσα του κόσμου·
»αφού την Παντοδυναμία Σου βάσταξα στην κοιλιά μου, Βασίλισσα στο πλάσμα Σου κι ανώτερη απ’ όλους.
»Εσύ το καταδέχτηκες έτσι να ’ρθείς στον κόσμο και τη φτωχή μου ύπαρξη την άλλαξες για πάντα.
»Δέχτηκες να ταπεινωθείς· μονάχος Σου εσύ ξέπεσες, το γένος μου να υψώσεις.
»Χαρείτε τώρα εδώ μ’ εμέ, γη κι ουρανοί αντάμα,
»γιατί στα χέρια μου κρατώ τον Ποιητή των όλων.
»Της γης γεννήματα –θνητοί– τις λύπες κάντε πέρα, και δείτε μπρος σας τη Χαρά·
»σαν βλάστησε αυτή η Χαρά απ’ τ’ άχραντά μου σπλάχνα, άκουσα να μ’ αποκαλούν
»ω! Κεχαριτωμένη».
γ’. Καθώς τότε η Μαρία υμνολογούσε το παιδί που έφερε στον κόσμο,
καθώς κανάκευε γλυκά το βρέφος που ξεγέννησε μονάχη της στη φάτνη,
την άκουσε εκείνη που γένναγε κάθε παιδί
με πόνια και μ’ οδύνες· την Εύα, λέω, που στον Αδάμ όλο χαρά φωνάζει:
«Ποιος να ’ν’ αυτός π’ αντήχησε στ’ αυτιά μου την ελπίδα που έλπιζα τόσον καιρό ν’ ακούσω η καημένη:
»Παρθένος κόρη γέννησε λύτρωση απ’ την κατάρα – ακούν καλά τ’ αυτάκια μου;
»Και η φωνή της μοναχά τις αλυσίδες μου έλυσε – βάσανα που με δέναν…
»Κι ο Γιος της δένει με δεσμά εκείνον που με πλήγωσε κι ήμουν τραυματισμένη.
»Αυτή ’ναι που προφήτεψε ο γιος του Αμώς – δεν είναι; Η ράβδος είναι του Ιεσσαί
»που βλάστησε για μένα, δέντρο καλό που αν φάω καρπό δεν θα ’ν’ για να πεθάνω. Αυτή ’ναι που περίμενα,
»ω! Κεχαριτωμένη.
δ’. »Άκου! Τη χελιδόνα άκουσε που μες στο γλυκοχάραμα τώρα μου κελαηδάει,
»κι άσε τον ύπνο τον βαρύ που ’σαι σαν πεθαμένος· σήκω σου λέω κι άκουσε!
»Άκου Αδάμ που σου μιλώ – η Εύα η γυναίκα σου είναι που σου μιλάει.
»Εγώ είμαι που προξένησα τότε παλιά την πτώση· μα τώρα εγώ πια τους βροτούς θε να τους αναστήσω.
»Κατάλαβέ το, νιώσε το, θαύμα θαυμάτων είναι· την κόρη αυτήν σήκω και δες. Δίχως να ξέρει άντρα,
»γέννησε Γιο που γιάτρεψε το τραύμα σου καημένε!
»Κάποτε –τότε στα παλιά– το φίδι με κορόιδεψε κι απ’ τη χαρά του την πολλή σκιρτούσε, έφερνε γύρες.
»Για δες το τώρα το άθλιο! Μπροστά στους απογόνους μας σούρνεται, απομακρύνεται και φεύγει φοβισμένο.
»Κάποτε εναντίον μου σήκωσε το κεφάλι, τώρα όμως που ξεφτιλίστηκε
»τις γαλιφιές αρχίζει· δεν βλέπω να ειρωνεύεται, του ’φυγε η μαγκιά του και τρέμει απ’ το φόβο του μπροστά σ’ Αυτόν που γέννησες
»ω! Κεχαριτωμένη».
ε’. Σαν άκουσε λοιπόν ο Αδάμ τα λόγια τα μεγάλα και όλη την υπόθεση που ’πλεξε η σύζυγός του,
το βάρος που ’πεφτε βαρύ πάνω στα βλέφαρά του κάνει κουράγιο, το νικά
και σκώνεται απ’ τον ύπνο – σαν να ζωντάνεψε ξανά.
Και άνοιξαν και τα αυτιά του που ως τώρα η παρακοή –που ’ναι σαν το πηχτό κερί– του τα ’χε βουλωμένα· και μπόρεσε και μίλησε και τέτοια λόγια είπε:
«Ένα κελάηδα γλυκό ακούω τώρα από μακριά, ένα τιτίβισμα ελαφρό κι ευχάριστο συνάμα…
»Αλλά η φωνή που ακούγεται να λέει το τραγούδι δεν μου είναι τόσο ευχάριστη· κάτι είν’ που με μαγκώνει.
»Γιατί έχω την εντύπωση πως τραγουδάει γυναίκα, και της γυναίκας η φωνή ξέρεις πως με φοβίζει.
»Εκ πείρας τώρα σου μιλώ, τρέμω μπροστά σε θηλυκό!
»Από τη μια μ’ αρέσει, ο ήχος είν’ μελωδικός· μα απ’ την άλλη τη μεριά, το στόμα που τον βγάζει, φόβο μου φέρνει, ταραχή…
»Τρέμω μην με πλανήσει και πάλι κάποιο θηλυκό, κι όπως παλιά ατιμαστώ και λέω με πόνο στην καρδιά
»ω! Κεχαριτωμένη».
ϛ’. «Άνδρα μου σε παρακαλώ, τα λόγια της συζύγου σου πρέπει να τα πιστέψεις.
»Γιατί ετούτη τη φορά δεν πρόκειται να μ’ έβρεις κακή ως συμβουλάτορα· η συμβουλή μου τώρα πίκρες πάν’ στο κεφάλι μας δεν πρόκειται να φέρει.
»Πάν’ τα παλιά, περάσανε, ώρα να ξεχαστούνε
»ότι ο Χριστός γεννήθηκε, της Μαριάμ ο γόνος· και όλα τώρα πια Αυτός τα καινουργιεύει πάλι.
»Σήκω τώρα κι ανάσανε, μύρισε τον αγέρα· δεν την μυρίζεις τη δροσιά; Η δροσιά Του ευωδιάζει· σε μια στιγμή αν την δεχτείς σε κάνει να ανθίσεις
»κι ως στάχυ θε να ορθωθείς – η Άνοιξη μας πρόφτασε, η Άνοιξη είναι τώρα!
»Και πνέει ολούθε Ιησούς Χριστός ως αύρα ωραία και γλυκιά, αεράκι μυρωμένο.
»Τον καύσωνα όπου ήσουνα, εκείνον τον αβάσταχτο, κοίταξε ν’ αποφύγεις
»και έλα ακολούθα με στη Μαριάμ να πάμε· έλα να προσκυνήσουμε τα άχραντά της πόδια
»κι οι δυο μαζί ας τ’ αγγίξουμε θερμά σαν δυο ικέτες. Αμέσως θα μας σπλαχνιστεί.
»Ω! Κεχαριτωμένη».