Την ελληνική ιστορία που κρύβεται στα σπλάχνα της σημερινής τουρκικής γης συνεχίζουν να φέρνουν στο φως οι αρχαιολόγοι. Τη φετινή ανασκαφική περίοδο που ξεκίνησε τον Απρίλιο και ολοκληρώνεται σε λίγες ημέρες συνεχίστηκαν οι έρευνες στους Αιζανούς, την αρχαία ελληνική πόλη που βρίσκεται στη δυτική Ανατολία, εκεί όπου είναι τώρα το Τσαβνταρχισάρ, κοντά στην Κιουτάχεια και δίπλα στον ποταμό Πενκαλάς, σε υψόμετρο περίπου 1.000 μ.
Οι Αιζανοί (λατινικά: Aezani) αναδείχθηκαν σε σημαντικό πολιτικό και οικονομικό κέντρο στη Ρωμαϊκή εποχή και έπεσαν σε παρακμή κατά την Ύστερη Αρχαιότητα.
Αυτή τη φορά η αρχαιολογική σκαπάνη… έπεσε πάνω στα κεφάλια από τα αγάλματα δύο θεών της Αρχαίας Ελλάδας: της Αφροδίτης και του Διονύσου. Μιλώντας στο Anadolu ο καθηγητής Αρχαιολογίας και επικεφαλής της ανασκαφικής ομάδας Γκοκχάν Τζοσκούν είπε ότι μέχρι στιγμής έχουν εντοπιστεί πάνω από 100 μέλη αγαλμάτων· μάλιστα κάποιες κεφαλές προέρχονται από έργα που ήταν 2 ή και 3 μέτρα ψηλά.
«Η πιο συναρπαστική εξέλιξη για εμάς αυτή την ανασκαφική περίοδο είναι η αποκάλυψη νέων κεφαλιών της θεάς του έρωτα και της ομορφιάς Αφροδίτης, και της θεότητας του κρασιού Διόνυσου», είπε. Αυτή ήταν η δεύτερη κεφαλή της Αφροδίτης που έχει βρεθεί στους Αιζανούς και η τρίτη του Διονύσου.
Επιπλέον, φέτος κοντά στο ναό του Δία βρέθηκε κατάστημα 2.000 ετών που πουλούσε καλλυντικά (εντοπίστηκαν όστρακα με σκιές για τα μάτια και ρουζ για τα μάγουλα – οι ανασκαφείς είχαν να… επιλέξουν ανάμεσα σε 10 χρώματα για μακιγιάζ), αρώματα, αξεσουάρ για τα μαλλιά και κοσμήματα.
Να σημειωθεί ότι τα παλαιότερα γνωστά ίχνη κατοίκησης στην περιοχή χρονολογούνται από την Εποχή του χαλκού. Η πόλη ενδέχεται να πήρε το όνομά της από τον Αζάνα, έναν από τους τρεις γιους του Αρκά και της νύμφης Ερατώς, θρυλικούς προγόνους των Φρυγών. Κατά την Ελληνιστική περίοδο άλλαζε χέρια μεταξύ του Βασιλείου της Περγάμου και του Βασιλείου της Βιθυνίας, προτού «κληροδοτηθεί» στη Ρώμη το 133 π.Χ. και γίνει μέρος της ρωμαϊκής επαρχίας της Φρυγίας Πακατιανής.
Τα μνημειώδη κτήρια των Αιζανών χρονολογούνται από τις αρχές της Αυτοκρατορίας έως τον 3ο αιώνα. Περιλαμβάνουν έναν καλοδιατηρημένο ναό του Δία, ένα ασυνήθιστο συνδυασμό θεάτρου-σταδίου και ένα μάκελλο –ένα από τα λίγα παραδείγματα του κτηριακού αυτού τύπου στη Μικρά Ασία– χαραγμένο με το Έδικτο του Διοκλητιανού.
Το 2012, ως ακρόπολη, ο αρχαιολογικός χώρος υποβλήθηκε για εγγραφή στον Κατάλογο Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO.