Στον Πόντο όταν ξημέρωνε Πρωτοχρονιά όλα τα βλέμματα ήταν στραμμένα στα κορίτσια. Διότι αυτά ήταν που έπρεπε να πάνε στο πηγάδι ή τη βρύση του χωριού και να φέρουν στο σπίτι το καλαντόνερο. Ένα νερό αγιασμένο, με θεραπευτικές και ιαματικές ιδιότητες, που έφερνε καλοτυχία, ενίοτε και γαμπρούς, και έπρεπε να συλλεχθεί μέσω μιας ιδιαίτερης μυστικιστικής διαδικασίας τις πρώτες στιγμές του νέου χρόνου.
Πριν ακόμη φέξει, κάποιο μέλος της οικογένειας, κυρίως κορίτσι, πήγαινε για να καλαντάζ’ το πεγάδ’, δηλαδή να αφήσει δώρα, όπως τσουρέκια, γλυκίσματα, μήλα, ψημένο στάρι ή και αλάτι στο πηγάδι ή τη βρύση του χωριού και να πάρει το πρώτο νερό του νέου χρόνου.
Άφηνε τα δώρα εκεί κοντά, λέγοντας την ευχή: «Κάλαντα και καλός καιρός, πάντα και του χρόνου. Όπως ανοίγω το πεγάδ’ ν’ ανοίγεται η τύχη μ’. Αμον ντο τρεχ το νερόν, να τρεχ και η ευλοίαν».
Τότε ακριβώς έπαιρνε το καλαντόνερο. Οι Πόντιοι πίστευαν πως η ροή του νερού πάνω στην αλλαγή του χρόνου σταματούσε για λίγο.
Τα δώρα της βρύσης προορίζονταν για τις μαϊσσάδες (μάγισσες), οι οποίες, σύμφωνα με τις δοξασίες των Ποντίων κατοικούσαν στα πηγάδια και έπαιρναν τις προσφορές, με αντάλλαγμα το νερό.
Αν σ’ αυτή τη μυστηριακή ώρα βρισκόταν κάποιος κι έβλεπε το φαινόμενο, τον θεωρούσαν τον πιο αθώο και τον πιο τυχερό του χωριού. Κι ό,τι ζητούσε, σαν ιδιαίτερη επιθυμία, θα το έβρισκε. «Επλερούτον σα μουράτα τ’», γίνονταν οι επιθυμίες του πραγματικότητα.
Οι κανόνες
Υπήρχαν όμως κανόνες που έπρεπε να τηρηθούν. Η κοπέλα που έπαιρνε το νερό δεν έπρεπε να γυρίσει να δει πίσω της, ούτε έπρεπε να μιλήσει μέχρι να επιστρέψει στο σπίτι της, καθώς, σύμφωνα με μια δοξασία, κινδύνευε να της πάρουν τη φωνή οι μαϊσσάδες, να αρρωστήσει ψυχικά (παθάν’, βλάφκεται, αχπαράεται) και να μείνει για καιρό άρρωστη.
Ο αντίκτυπος στη φύση ήταν ότι τ΄ άστρα του ουρανού έπεφταν και έσβηναν μέσα στα νερά και οι άγγελοι έσχιζαν τον Ιορδάνη ποταμό. Τα νερά μούγκριζαν, βοούσαν, δημιουργούνταν τεράστια κύματα και «γνεφίζ’νε», ξυπνούσαν.
Αφού έφτανε με το καλό στο σπίτι όλοι οι παρευρισκόμενοι νίβονταν και έπιναν από λίγο, για να τους πάει καλά η νέα χρονιά (ευετηρία). Τα κορίτσια εκαλάντιαζαν τα μαλλιά τους, δηλαδή τα έκοβαν λίγο στις άκρες και τα έβρεχαν με το καλαντόνερο για να μεγαλώσουν πολύ, ώστε να μπορέσουν να πλέξουν μακρέα τζάμας (πλεξούδες).
Με το υπόλοιπο ράντιζαν το σπίτι, την αυλή, τα ζώα και τα χωράφια και όσο περίσσευε το κρατούσαν μέχρι τα Φώτα και το αναμίγνυαν με το αγιασμένο νερό από τη ρίψη του σταυρού. Τότε αποκτούσε ιαματικές ιδιότητες και ανακατεμένο με βρεχόνερο καλομηνά, δηλαδή νερό μαγιάτικης βροχής, χρησίμευε σαν μαγιά για να γίνει το γάλα ξύγαλα (οξύγαλα – οξύ γάλα – γιαούρτι).
Νέα χρονιά, νέα ζευγάρια
Για το καλάντισμα της βρύσης πήγαιναν συνήθως οι ανύπανδρες κοπέλες του χωριού. Κι από τα δώρα που άφηναν στη βρύση ή στο πηγάδι δεν έπαιρναν μόνο οι μαϊσσάδες, αλλά και τα ελεύθερα παλικάρια του χωριού. Καιροφυλακτούσαν κρυμμένα κι όταν αποχωρούσαν οι κοπέλες, πλησίαζαν στη βρύση κι έτρωγαν τα φρούτα.
Η ποντιακή πίστη έλεγε ότι το παλικάρι που έτρωγε το μήλο της συγκεκριμένης κοπέλας θα την ερωτευόταν και σύντομα θα την παντρευόταν.
Υπήρχαν μάλιστα και σχετικοί στίχοι για τις μαγικές δυνάμεις που επενεργούσαν και εκτός από τη νέα χρονιά, καρποφορούσαν και νέοι έρωτες.
Ανάθεμα π’ εκρέμιζεν
το μήλον σο πεγάδιν,
το μήλον είχεν φάρμακον
και το πεγάδ’ μαείας.
Μαεύ’ εμέν, μαεύ’ κι εσέν,
μαεύ’ τοι δυς εντάμαν.
Η κόρ’ μαεύ’ ελλενικά,
ρωμαίικα παλικάρα…