«Όταν είσαι τραγουδιστής πρέπει να καταλαβαίνεις ότι η φωνή σου δεν θα είναι όπως ήταν κάποτε. Δεν θα ήθελα να βγω στη σκηνή και να με λυπηθούν», δήλωνε το 2022 σε μια από τις τελευταίες του συνεντεύξεις ο Γιάννης Βογιατζής, αποδεικνύοντας ότι εκτός από σπουδαίος τραγουδιστής ήταν και ένας άνθρωπος με ήθος και αξιοπρέπεια.
Το ήθος φάνηκε και στην καριέρα του. Δεν πρόδωσε ποτέ το είδος που υπηρέτησε, δεν πήγε να γίνει κάποιος άλλος, υπερασπίστηκε ανθρώπους και συνεργάτες. Και όταν αισθάνθηκε ότι δεν μπορούσε να αποδώσει, αποσύρθηκε. Άλλωστε, δεν λύγισε ποτέ στην προοπτική του εύκολου χρήματος – όπως θα δείτε παρακάτω, δεν το είχε από τα γεννοφάσκια του, το αντίθετο.
Όλα αρχίσαν για δύο τσιγάρα
Γεννήθηκε στις 20 Δεκεμβρίου 1934. Παιδί της Κατοχής, βίωσε τη σκληρότητα από πολύ μικρός, αφού ο αξιωματικός του στρατού πατέρας του πέθανε το 1941, όταν μπήκαν οι Γερμανοί. Ο μικρός Γιάννης έμεινε με τη χήρα μητέρα του και τον μικρότερο αδελφό του.
Προσπαθώντας να επιβιώσουν έζησαν, όπως όλοι οι Έλληνες, φριχτές στιγμές. Μάλιστα, δεν είχε διστάσει να αποκαλύψει ότι σε μέρες άγριες πείνας είχαν αναγκαστεί να φάνε σκύλο.
1952. Η χώρα έχει τελειώσει με Κατοχή και Εμφύλιο και οι άνθρωποι προσπαθούσαν να βάλουν την αισιοδοξία στη ζωή τους. Πόσο μάλλον οι νέοι.
Ο Γιάννης Βογιατζής, 18 ετών τότε, ετοιμαζόταν να δώσει εξετάσεις στη Σχολή Ευελπίδων, να ακολουθήσει τα χνάρια του πατέρα του. Μόνο που ένα βράδυ πήγε στο «Άλσος», εκεί όπου ο κονφερασιέ της εποχής Ζοζέφ Κορίνθιος είχε βραδιά ταλέντων. Η παρέα του τον παρακίνησε να ανέβει να τραγουδήσει – μάλιστα του έταξαν δύο τσιγάρα για το κάνει. Μέσα στο κέφι, εκείνος πείστηκε. Και η συνέχεια είναι γνωστή.
Εκείνο το βράδυ η Σχολή Ευελπίδων έχασε έναν πιθανό αξιωματικό, αλλά το ελληνικό τραγούδι κέρδισε μια σπουδαία φωνή που άλλαξε τα δεδομένα.
https://www.youtube.com/watch?v=b2kLe9u8p08
Ο δρόμος προς την κορυφή
Μην νομίσετε όμως ότι εδώ έχουμε την κλασική ιστορία στην οποία ένα νέο παιδί μέσα σε μια βραδιά ανακαλύπτει τι θέλει να κάνει.
Ο Γιάννης Βογιατζής είχε δηλώσει πως η αγάπη του κόσμου τον κράτησε στο χώρο. Αν έβλεπε ότι η δουλειά δεν είχε ανταπόκριση, σίγουρα θα τα είχε παρατήσει. Άλλωστε τα πρώτα χρόνια τα πρωινά δούλευε σε εργοστάσιο και το βράδυ τραγουδούσε.
Και ναι μεν μιλάμε για τη σταδιακή αναγέννηση της μεταπολεμικής Αθήνας, με τις μεγάλες σάλες και τις ορχήστρες, αλλά το χρήμα δεν έρεε για τους τραγουδιστές. Ειδικά όταν ήταν στο ξεκίνημά τους.
Έτσι εκείνος πήγαινε βήμα-βήμα, χωρίς βιαστικές κινήσεις. «Αυτά να τα βλέπουν οι νέοι τραγουδιστές που θέλουν μέσα σε έναν χρόνο να τα κάνουν όλα» είχε τονίσει σε μια συνέντευξή του.
Για να συνεχίσει με τα λόγια του συνθέτη Νίκου Γούναρη, ο οποίος του είχε πει: «Το τραγούδι είναι μια σκάλα. Κάποια στιγμή φτάνεις σε ένα ίσωμα. Όσο περισσότερο καθίσεις εκεί, τόσο το καλύτερο για σένα. Γιατί μετά έρχονται οι σκάλες για να κατέβεις». Και έτσι πορεύτηκε στην καριέρα του.
Όλα άλλαξαν το 1959, στο Α’ Φεστιβάλ Ελληνικού Τραγουδιού που έγινε στην Αθήνα (Θεσσαλονίκη πήγε μετά), εκεί όπου ο τραγουδιστής με το «Εσένα» του Γιάννη Σπάρτακου πήρε το 3ο βραβείο.
Από εκεί και πέρα η δεκαετία που ακολούθησε ήταν δική του. Συνεργάστηκε με τους μεγαλύτερους συνθέτες του ελαφρού τραγουδιού. Και έγραψε ιστορία, και με τα σπουδαία τραγούδια που είπε, αλλά πάνω απ’ όλα με αυτή τη μοναδική φωνή του.
Μεταξύ άλλων, είχε ερμηνεύσει τον ύμνο του Παναθηναϊκού, ενώ ήταν για κάποια χρόνια επίσημος τραγουδιστής των ανακτόρων.
Για το πρώτο είχε δηλώσει ότι το είχε κάνει δωρεάν λόγω πράσινων φρονημάτων. Από την άλλη, ως… ανακτορικός διασκεδαστής είχε μιλήσει για τις πλάκες που έκαναν με τον σχεδόν συνομήλικό του τότε, τον διάδοχο του θρόνου Κωνσταντίνο.
Και έχοντας και ωραία εμφάνιση, πέρασε και από το θέατρο και από τον κινηματογράφο – όμως σαν κωμικός και όχι σαν ζεν πρεμιέ. «Δεν πούλησα τον εαυτό μου για να κάνω τον γκόμενο» είχε πει. Και όντως, σαν ζεν κομίκ ήταν πολύ καλός, απλά πρωτίστως ήταν τραγουδιστής.
Στα μελανά σημεία της περιόδου που κράτησε ως τις αρχές των ’70s ήταν κάποια οικονομικά στραπάτσα, όταν θέλησε να ασχοληθεί και επιχειρηματικά με τη νύχτα. Μάλιστα, είχε μπει φυλακή για χρέη, αναφέροντας πως ήταν η Μαίρη Χρονοπούλου που τον είχε βοηθήσει:
«Δύο φορές έχω μπει φυλακή, γιατί δεν είχα να πληρώσω και με συνέλαβαν μια μέρα πριν από την πρεμιέρα μου. Μόλις με είδαν οι υπάλληλοι στη φυλακή, μου είπαν: “Κύριε Βογιατζή, εσείς τι κάνετε εδώ;”. Η Μαίρη Χρονοπούλου ήταν αντράκι και τότε πήρε τηλέφωνο και είπε: “Βγάλτε τον Βογιατζή από τη φυλακή”. Όταν βγήκα από τη φυλακή και γύρισα σπίτι μου έκλαψα».
Όμως, η δεκαετία του 1970 είχε αρχίσει με έναν ακόμα θρίαμβο, το «Αδέλφια μου, αλήτες πουλιά»:
Το τραγούδι ήταν σύνθεση του Τόλη Βοσκόπουλου, ο οποίος μετά το είπε σε δεύτερη εκτέλεση. Ο Γιάννης Βογιατζής τον ένιωθε αδελφό του – γι’ αυτή τη φιλία είχε πει: «Ήμασταν μαζί από το πρωί μέχρι το βράδυ. Του τραγουδούσα τα τραγούδια που έγραφε στο μαγαζί συνεργαζόμασταν και λέγαμε τα τραγούδια μισά-μισά. Όποτε είχε ανάγκη, μετά τις 2:00-3:00 το πρωί με έπαιρνε τηλέφωνο γιατί μέναμε και κοντά».
Και είχε προσθέσει: «Ήρθε μια στιγμή που σταμάτησε η φιλία μας. Όταν κάποια στιγμή τον ρώτησα τι συμβαίνει, γύρισε το κεφάλι και έφυγε. Το πήρε μαζί του το μυστικό».
https://www.youtube.com/watch?v=ngBVZD7hMEk
Η μεγάλη απόφαση και η μεγάλη αλλαγή
Την ίδια δεκαετία, αυτή του 1970, έκανε επέμβαση για πολύποδες στις φωνητικές του χορδές. Και το 1973 σταμάτησε από το τραγούδι.
Είναι η εποχή που σιγά-σιγά άλλαζαν όλα. Ακόμα και για το χώρο που υπηρέτησε, το ελαφρύ τραγούδι. Ο ίδιος τις βίωσε αυτές τις αλλαγές, αλλά και στην προσωπική του ζωή συνέβαιναν πολλά. Ύστερα από 9 χρόνια γάμου και δύο παιδιά χώρισαν με την πρώτη του γυναίκα.
Και λίγο αργότερα, όταν έκανε την επιστροφή του υπήρξε και ένας νέος έρωτας που κράτησε 53 χρόνια. Ως το τέλος της ζωής του, στις 15 Μαΐου 2023.
Με τη δεύτερη σύζυγό του παντρεύτηκαν το 1978 με πολιτικό γάμο και ύστερα από δύο δεκαετίες έκαναν και τον θρησκευτικό. Μάλιστα, όπως είχε αποκαλύψει ο ίδιος, αιτία ήταν η… Ελένη Μενεγάκη· ήταν καλεσμένοι στο γάμο της και τους άρεσε. Έτσι είπαν να κάνουν και αυτοί.
Ο Γιάννης Βογιατζής προσαρμόστηκε στη νέα εποχή και άρχισε να εμφανίζεται σε μικρότερα, πιο οικογενειακά μαγαζιά. Μόνο που όταν άρχισε η εκ νέου ανακάλυψη του παλιού κινηματογράφου και των τραγουδιών έγινε αγαπημένος στις νεότερες γενιές. Και τα τραγούδια του πήραν την θέση που τους άξιζε.
Από νέες ηχογραφήσεις σχεδόν απείχε, αν και στα ’90s έκανε ένα χαριτωμένο τραγούδι –άκρως αληθινό–, που έγινε και ραδιοφωνική επιτυχία:
Πλην ελαχίστων ανθρώπων του χώρου, δεν κράτησε επαφές. Παρόλο που, όπως είχε δηλώσει, δεν είχε ποτέ ούτε κόντρες, ούτε βεντετιλίκια. Μόνιμος κάτοικος Κερατέας, γύρω στο 2005 σταμάτησε και τις «επί πληρωμή», όπως τις αποκαλούσε, εμφανίσεις σε κέντρα.
Όπως είχε αποκαλύψει μια τραγουδίστρια, την τελευταία 10ετία του είχε κάνει μια δελεαστική πρόταση να επιστρέψει στην πίστα, αρκεί να έβαφε τα μαλλιά του. Φυσικά αρνήθηκε.
Εγκάρδιος, γλυκύτατος, ο Γιάννης Βογιατζής δεν δίσταζε ακόμα και να αυτοσαρκαστεί. «Έχω βηματοδότη, αναπνευστικά προβλήματα, δισκοκοίλες, περπατάω με δυο μπαστούνια, αλλά κατά τα άλλα είμαι μια χαρά», είχε δηλώσει λίγους μήνες πριν από το φευγιό του.
Σπύρος Δευτεραίος