Μπορεί να έβγαλε πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής της ταξιδεύοντας, όμως η Κατίνα Παξινού δεν μπορούσε να ξεπεράσει τη φοβία της για τα αεροπλάνα. Εδώ υπάρχει ένας μύθος που θέλει τη σπουδαία ηθοποιό να υποβάλλεται σε ενέσεις μορφίνης προκειμένου να πετάξει. Μάλιστα, όταν έφτανε στον προορισμό της την μετέφεραν με φορείο. Αλήθεια ή υπερβολή;
Όπως και να ‘ναι, ήταν κάποιες από τις καθημερινές πινελιές στη ζωής μιας γυναίκας που ο χαρακτηρισμός «σπουδαία ή μεγάλη ηθοποιός» ήταν λίγος. Και να φανταστεί κανείς ότι το ξεκίνημά της στο θέατρο και άργησε να γίνει και υπήρχαν προβλήματα.
Η κυρία ανεβαίνει στη σκηνή
Το θέατρο είναι η τέχνη του εφήμερου. Μια παράσταση γεννιέται, αρχίζει και τελειώνει μέσα σε ένα βράδυ. Και να σκεφτεί κανείς ότι έναν αιώνα πριν ήταν και απαξιωτικό και ταμπού να κινηματογραφηθεί μια παράσταση· φυσικά ήταν και ακριβή κίνηση, με τις κάμερες, τους φωτισμούς, τα μικρόφωνα και όλα τα σχετικά.
Το μεγαλείο και τη σπουδαιότητα της Κατίνας Παξινού είναι μια εμπειρία που την διηγούνται και την έχουν καταγράψει σε κείμενα και βιβλία όσοι την πρόλαβαν επί σκηνής. Οι υπόλοιποι ζουν με το μύθο και με τις σχετικά λίγες ταινίες που γύρισε.
Σαν σήμερα λοιπόν, το 1900 στο Πειραιά, γεννήθηκε η Αικατερίνη Κωσταντοπούλου, σε μια εύπορη οικογένεια που φυσικά την προόριζε για έναν καλό γάμο, παιδιά και μια ζωή τακτοποιημένη και άνετη.
Έλα όμως που η… καλή μέρα από το πρωί φαίνεται, και στα 9 της αποβλήθηκε από τη Σχολή Καλογραιών όπου φοιτούσε. Η μητέρα της τότε την έστειλε στο Κονσερβατουάρ στη Γενεύη. Εκεί σπούδασε μουσική και κλασικό τραγούδι και στη συνέχεια παρακολούθησε μαθήματα στο Βερολίνο και στη Βιέννη.
Ναι μεν την βοήθησαν να αναπτύξει τις καλλιτεχνικές της ανησυχίες, αλλά μέχρι εκεί. Πρωτοεμφανίστηκε στη Σκηνή του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά το 1920, ερμηνεύοντας τον βασικό ρόλο στην όπερα Αδελφή Βεατρίκη του Δημήτρη Μητρόπουλου.
Δύο χρόνια νωρίτερα, στα 18 της, γνώρισε τον πρώτο της σύζυγο, τον βιομήχανο Ιωάννη Παξινό, το επίθετο του οποίου διατήρησε ως το τέλος. Μαζί του απέκτησε δύο κόρες, αλλά δυστυχώς η μία πέθανε πολύ νωρίς, γεγονός που δεν ξεπέρασε ποτέ. «Είμαι ένας άνθρωπος όπως όλοι. Έζησα. Έκανα παιδιά. Έθαψα παιδιά. Και πόνεσα θάβοντας αυτά τα παιδιά», θα έλεγε αργότερα.
Έξι χρόνια μετά ζήτησε διαζύγιο και συνέχισε την πορεία της στο χώρο του λυρικού θεάτρου. Το 1929 απογοητευμένη αποφάσισε να κάνει στροφή και εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο θέατρο με το θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη, παίζοντας στο έργο του Ανρί Μπατάιγ Η γυμνή γυναίκα». Εκεί γνώρισε τον Αλέξη Μινωτή, τον ερωτεύτηκε και τον παντρεύτηκε. Όλα καρμικά.
International περιπέτειες
Παξινού-Μινωτής έγιναν και θεατρικό ζευγάρι και έμειναν μέχρι το 1940 στο Εθνικό θέατρο. Τον Μάιο εκείνης της χρονιάς η Κατίνα Παξινού βρέθηκε στο Λονδίνο για τις πρόβες της παράστασης Βρικόλακες του Ίψεν. Την ημέρα της πρεμιέρας, τον Ιούνιο, άρχισαν οι μεγάλοι βομβαρδισμοί. Ο μάνατζερ επέμενε να μην αναβληθεί παράσταση κι εκείνη έπαιξε χωρίς να χάσει στιγμή την ψυχραιμία της.
Η ίδια έγραψε για εκείνες τις μέρες: «Λέγαμε αστεία, διηγούμασταν ανέκδοτα και πλέκαμε, όλα αυτά δεν είχαν καμία σχέση με την εγγλέζικη εθιμοτυπία, όπως δεν είχαν σχέση μ’ αυτή και οι βομβαρδισμοί. Οι άνδρες φορούσαν πάντοτε τα φράγκα και τα σμόκιν τους και οι κυρίες τις έξωμες εσθήτες τους. Και η τζαζ έπαιζε πάντα τα εύθυμα κομμάτια της».
Και όταν αποφάσισε να περάσει στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, παραλίγο να μην φτάσει ποτέ. Συγκεκριμένα, το πλοίο που πήγαινε στην Αμερική τορπιλίστηκε από γερμανικό υποβρύχιο.
Η Κατίνα Παξινού, αφού παρέμεινε 18 ώρες σε μια βάρκα στη μέση του ωκεανού, κατάφερε να επιβιώσει.
Εκείνη και οι υπόλοιποι επιζώντες του ναυαγίου διασώθηκαν από ένα αντιτορπιλικό που τους μετέφερε στη Σκοτία. Στις 13 Μαΐου του 1941 τελικά κατάφερε να φτάσει στη Νέα Υόρκη, όπου άρχισε να παίζει στο θέατρο. Πολύ… Χόλιγουντ καταστάσεις.
Το Όσκαρ του τρόμου
Την περίοδο που ερμήνευε την Έντα Γκάμπλερ του Ίψεν την επισκέφθηκε ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ και της πρότεινε να παίξει την επαναστάτρια Πιλάρ στην κινηματογραφική μεταφορά του Για ποιον χτυπά η καμπάνα. Όμως, άλλο Ελλάδα, άλλο Χόλιγουντ, γι’ αυτό και της ζήτησαν να κάνει δοκιμαστικό για το ρόλο· μάλιστα, ο Αμερικανός συγγραφέας ήταν αυτός που επέμενε. Εκείνη όμως δεν ήθελε.
«Κατάγομαι από γενιές ανταρτών. Η γιαγιά μου έμαθε το αλφάβητο από έναν οπλαρχηγό των ανταρτών σε μια σπηλιά. Την ξέρω την Πιλάρ. Την ξέρω καλά, αλλά δοκιμαστικό δεν κάνω», δήλωσε. Και οι άνθρωποι της παραγωγής συμφώνησαν.
Η ταινία έκανε πρεμιέρα το 1943 και οι κριτικοί την αποθέωσαν. Η Κατίνα Παξινού όμως έπαθε περιτονίτιδα και οι εφημερίδες της εποχής έγραψαν ότι κινδύνευε να πεθάνει. Τον Ιανουάριο του 1944 ξεκίνησαν οι Χρυσές Σφαίρες, και η Ελληνίδα ηθοποιός έγινε η πρώτη στην ιστορία του θεσμού που κέρδισε το βραβείο Β’ Γυναικείου Ρόλου. Δεν κατάφερε να παραβρεθεί στην τελετή, επειδή νοσηλευόταν.
Μετά από λίγους μήνες, στις 2 Μαρτίου, κέρδισε και το Όσκαρ και μαζί το δικό της αστέρι στη Λεωφόρο της Δόξας. Όταν ανακοίνωσαν το όνομά της στην απονομή, εκείνη δεν το άκουσε. «Ο Γκάρι Κούπερ που καθόταν δίπλα μου άρχισε να με σπρώχνει. “Εσύ είσαι! Εσύ είσαι!” μου φώναζε. “Πήγαινε στη σκηνή!”».
Στον ευχαριστήριο λόγο της τότε είχε πει: «Επιτρέψτε μου να μοιραστώ την μεγάλη τιμή που γίνεται απόψε σε μένα με τους συναδέλφους μου του Εθνικού Θεάτρου Αθηνών. Είτε σε αυτούς έφυγαν, είτε σε όσους ακόμα βρίσκονται στη ζωή, μια που η μοίρα με όρισε να τους αντιπροσωπεύω εδώ».
H θριαμβευτική επιστροφή
Για την επόμενη δεκαετία περίπου έπαιζε σε διεθνή τροχιά, χωρίς να ξεχνά την Ελλάδα. Στο σινεμά οι προτάσεις βροχή, όμως εκείνη δίσταζε να πει το «ναι».
Μια από τις διεθνείς ταινίες που γύρισε είναι το Ο Ρόκο και τ’ αδέλφια του του Λουκίνο Βισκόντι· έναν από τους γιους της τον υποδύεται ο πρόσφατα εκλιπών Σπύρος Φωκάς.
Από ένα σημείο και μετά βάση της ήταν η Ελλάδα. Και φυσικά η Επίδαυρος, όπου υπήρξε και το πασίγνωστο περιστατικό με ένα όργανο της τάξης. Έφτασε λοιπόν η Παξινού στο αρχαίο θέατρο προσπάθησε να μπει – χωρίς εισιτήριο φυσικά, αφού πρωταγωνιστούσε. Τότε ένας τυπικότατος χωροφύλακας της έκλεισε το δρόμο. «Απαγορεύεται», της είπε. «Βρε, ξέρεις ποια είμ’ εγώ; Είμαι η Κατίνα Παξινού». Και ο χωροφύλακας: «Ρε δεν πά’ να ‘σαι και η Μάγια Μελάγια, χωρίς εισιτήριο δεν μπαίνεις».
Το 1969 έμαθε ότι είχε καρκίνο, αλλά δεν το έβαλε κάτω. Την ίδια χρονιά πήρε μέρος στην ταινία Το νησί της Αφροδίτης – τη μοναδική ελληνική κινηματογραφική παραγωγή που συμμετείχε ποτέ. Και ενώ κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων υπέφερε από τρομερούς πόνους, δεν σκέφτηκε ούτε για μια στιγμή να παραιτηθεί.
Η τελευταία της ταινία είχε και παρασκήνιο λόγω θέματος (ΕΟΚΑ στην Κύπρο), όμως όσοι την έχουν δει θυμούνται τη σπαρακτική της ερμηνεία.
Το μεγαλείο μιας γυναίκας
Ο Όρσον Γουέλς έλεγε για εκείνη: «Η Κατίνα Παξινού δεν είναι μόνο μεγάλη, είναι μοναδική». Αυτή η γυναίκα που γεννήθηκε μέσα στα πλούτη, που ευλογήθηκε με ένα μοναδικό ταλέντο, που έκανε μια καριέρα που όμοια της (τουλάχιστον στη χώρα μας) μόνο η Μελίνα και η Ειρήνη Παπά έζησαν, ήταν από τους πιο απλούς ανθρώπους.
Δεν ήταν λίγες οι φορές που πριν βγει στη σκηνή, ακόμα και της Επιδαύρου, έδινε συνταγές σε φίλους και συνεργάτες της.
Ο εγγονός της Αλέξανδρος Αντωνόπουλος είχε πει σε συνέντευξή του: «Όταν ήμουν μικρός με ενοχλούσε το ότι δεν ήταν κοκέτα. Βγαίναμε έξω και ήταν ένα χάλι. Και της έλεγα: “Βρε Παξινού, σε γνωρίζουν. Πώς θα βγεις έτσι με τα μαλλιά αχτένιστα, τους πόντους να λείπουν από τις κάλτσες, με μια τρισάθλια ζακέτα, με παπούτσια μπαλέτου;” – επειδή δεν μπορούσε να υποφέρει τα τακούνια. Και μου απαντούσε, όπως ήταν αθυρόστομη: “Κάνε τη δουλειά σου, εγώ είμαι η Παξινού. Όπως θέλω θα βγαίνω. Και το βρακί μου ανάποδα να βάλω, κανείς δεν θα πει τίποτα”».
Την περίοδο 1971-1972 ερμηνεύει στο Θέατρο «Πάνθεον» τη Μάνα Κουράγιο του Μπέρτολντ Μπρεχτ. Καταβεβλημένη από την αρρώστια, δεχόταν στο καμαρίνι τη φροντίδα δύο νοσοκόμων για να τα βγάλει πέρα, όμως στη σκηνή έλαμπε.
Και μετά αποσύρθηκε. Για να φύγει από τη ζωή στις 22 Φεβρουαρίου 1973. Λίγους μήνες πριν, και συγκεκριμένα το καλοκαίρι του 1972, είχε πάει στην Επίδαυρο ως θεατής. Και όλοι σηκώθηκαν όρθιοι και την χειροκροτούσαν.
Λίγο πριν πεθάνει είχε δωρίσει το μισθό της και τον μοιράζονταν τρεις άποροι νεαροί από τη Δραματική του Εθνικού, ώστε να μπορέσουν να συνεχίσουν τις σπουδές τους, γεγονός που γνώριζε μόνο ο γραμματέας της σχολής. Μεγαλείο, απλά μεγαλείο ανθρώπου.
Σπύρος Δευτεραίος