Στις 12 Δεκεμβρίου 1916, και ενώ η Ελλάδα βρισκόταν στη δίνη του Εθνικού Διχασμού χωρισμένη στο αντιβενιζελικό κράτος των Αθηνών και το βενιζελικό της Θεσσαλονίκης, έλαβε χώρα στο Πεδίον του Άρεως στην Αθήνα, αλλά και σε άλλες πόλεις της Παλαιάς Ελλάδας, μια μεσαιωνική τελετή αναθέματος. Λίγες μέρες νωρίτερα είχαν προηγηθεί τα «Νοεμβριανά» με τη σύγκρουση των βασιλικών στρατευμάτων και των Επιστράτων με δυνάμεις της Αντάντ που επιβιβάστηκαν στον Πειραιά και την Αθήνα.
Στόχος του αναθέματος ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος που χαρακτηριζόταν «προδότης», «Βελζεβούλ» και «Σατανάς».
Επικεφαλής της τελετής ο μητροπολίτης Αθηνών Θεόκλητος Α’ που αναγιγνώσκει το εκκλησιαστικό ανάθεμα «Ελευθερίω Βενιζέλω επιβουλευθέντι την βασιλείαν και την Πατρίδα και καταδιώξαντι και φυλακίσαντι Αρχιερείς, ανάθεμα έστω», και είναι ο «πρώτος τον λίθον βαλέτω» για να τον ακολουθήσουν χιλιάδες Αθηναίοι που πετούσαν πέτρες στο σημείο σχηματίζοντας το σωρό του αναθέματος, βαθαίνοντας το διχασμό της ελληνικής κοινωνίας.
Με την επιστροφή του Βενιζέλου στην Αθήνα το 1917, ο μητροπολίτης Θεόκλητος και άλλοι μητροπολίτες που συμμετείχαν στις τελετές του αναθέματος κηρύχτηκαν έκπτωτοι. Ο Βενιζέλος μετά την επιστροφή του, όπως αναφέρει η Πηνελόπη Δέλτα στο ημερολόγιό της, δεν ήθελε την απομάκρυνση του σωρού του αναθέματος, «για την ανατροφή του λαού, που πρέπει να μάθει την αξία της εκκλησιαστικής κατάρας όσο και της ευλογίας της, όταν γίνεται η εκκλησία όργανο πολιτικών παθών».