Δεν είναι λίγες οι φορές που το χιούμορ –ή, αν θέλετε, η σάτιρα ή ο σαρκασμός– μπορεί σε ένα έργο να αποδειχτεί πολύ πιο λειτουργικό και αιχμηρό από κάποιον καταγγελτικό λόγο. Αρκεί ο δημιουργός να είναι ταλαντούχος και έξυπνος, όπως ο Μποστ. Πέρυσι μάλιστα ένα σατιρικό έργο του, η Μήδεια, αξιώθηκε να παιχτεί από το Εθνικό Θέατρο στην Επίδαυρο.
Φυσικά ο μέγας Μποστ δεν ήταν παρών, αφού μας άφησε σαν σήμερα το 1995. Όμως ήταν μια δικαίωση για έναν σπουδαίο δημιουργό που το έργο του είναι αναφορικό όχι μόνο για την εποχή που έγινε, αλλά και για σήμερα και για αύριο.
Γιατί ο Χρύσανθος Βοσταντζόγλου, που μετά έγινε Μέντης Μποσταντζόγλου και τελικά Μποστ, είχε επίγνωση σε ποια χώρα ζούσε. Σκιτσογράφος και γελοιογράφος, θεατρικός συγγραφέας, ζωγράφος. Αλλά και στιχουργός. Και ναι, οι στίχοι αυτού του σπουδαίου τραγουδιού είναι δικοί του.
Από την Πόλη στην Αθήνα, από το ΕΑΜ στην Ελένη Βλάχου
Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1918, και σε ηλικία τεσσάρων ετών έζησε με την οικογένειά του στη Ρουμανία και στη συνέχεια στην Αθήνα. Για την ιστορία, η καταγωγή του πατέρα του ήταν από την ιστορική Αμάσεια του Πόντου.
Όπως άλλωστε έλεγε και ο ίδιος περήφανα, «Είμαι μισός Πόντιος και μισός από την Αρχαία Ελλάδα».
Μαθητής Γυμνασίου, άρχισε τα σκίτσα και απέκτησε το ψευδώνυμο Μέντης. Τελείωσε το 8ο Γυμνάσιο όπου ανάμεσα στους συμμαθητές του ήταν ο Κορνήλιος Καστοριάδης και ο Γιάννης Σεβαστίκογλου, αδελφός του Γιώργου.
Το 1939 εισήχθη στη Σχολή Καλών Τεχνών, την οποία όμως παράτησε μετά από έξι μήνες. «Ό,τι ήταν να πάρω, το πήρα τότε στους έξι μήνες» είχε δηλώσει σε συνέντευξή του. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής έγινε μέλος του ΕΑΜ και συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση. «Δεν έκανα και τίποτα ηρωικό στην περίοδο της Κατοχής» είχε δηλώσει σε εκπομπή.
Η καριέρα του ως σκιτσογράφου ξεκίνησε με εικονογραφήσεις περιοδικών και παιδικών βιβλίων. Το πρώτο προσωπικό του βιβλίο εκδόθηκε με δικά του έξοδα το 1945, και είχε τίτλο Ο Άγιος Φανούριος. Βοήθημα δια την κατανόησιν των Κινέζων κλασσικών… Γκα-τσου και Βου-Σβου-Νι. Το 1952 έπιασε δουλειά στην εφημερίδα Καθημερινή (την οποία τότε διηύθυνε η Ελένη Βλάχου), στην οποία αρχικά εργαζόταν ως ταμίας και βιβλιοθηκάριος.
Το 1955 αρχίζει να εργάζεται στο περιοδικό Εικόνες ως εικονογράφος και χαρτογράφος. Στη συνέχεια απασχολείται ως σκιτσογράφος στο περιοδικό Ταχυδρόμος.
Το 1959 παρουσίασε στη στήλη του, η οποία είχε τίτλο «Το μποστάνι του Μποστ», τους τρεις πλέον γνωστούς ήρωες του: Μαμά Ελλάς, Πειναλέων και Ανεργίτσα. Τέλος στη συνεργασία του με την Ελένη Βλάχου δόθηκε λόγω του κειμένου «Το επάγγελμα της μητρός μου» (1961), για το οποίο κατηγορήθηκε ότι είχε ξεφύγει από τα όρια της ευπρέπειας.
Πριν και μετά τη χούντα
Από το 1960 έως το 1963 είχε τακτικό εβδομαδιαίο σκίτσο στην εφημερίδα Ελευθερία, ενώ από το 1963 έως το 1966 καθημερινό πολιτικό χρονογράφημα και κυριακάτικο σκίτσο στην εφημερίδα Αυγή. Το 1966 άνοιξε το δικό του κατάστημα δώρων με την επωνυμία «Λαϊκαί Εικόναι». Για την ιστορία, το μαγαζί το άνοιξε στις 21 Απριλίου 1966. Διακόσμησε πάνω από 27.000 είδη δώρων με σκίτσα και ζωγραφιές, καθώς και ανορθόγραφες επιγραφές, στιχάκια και αφιερώσεις. Το 1973 δημοσίευσε αντιδικτατορικά σκίτσα και κείμενα στα περιοδικά Αντί και Ταχυδρόμος, συνεργασία που συνεχίστηκε και για τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης.
Προδικτατορικά συνεργάστηκε επίσης με τις εφημερίδες Ομάδα, Μακεδονία, Ανεξάρτητος Τύπος, Εμπρός και Μεσημβρινή, και με τα περιοδικά Δρόμοι της Ειρήνης και Θεατής.
Λόγω των πολιτικών γελοιογραφιών του υπέστη διώξεις και δέχτηκε επανειλημμένα μηνύσεις.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 και μετά, αφιερώθηκε στη ζωγραφική και το θέατρο, αρχικά με την Όμορφη πόλη του Μίκη Θεοδωράκη. Μετά, και μέχρι τη δεκαετία του 1990, ήρθαν τα δικά του αριστουργήματα: Φαύστα, Μαρία Πενταγιώτισα, και η Μήδεια το 1993. Τα σατιρικά θεατρικά έργα του είναι γραμμένα σε δεκαπεντασύλλαβο. Αλλά τα κλασικά ανορθόγραφα κείμενα που συνόδευαν τα σκίτσα του, παραμένουν αξεπέραστα. Επίσης ως ζωγράφος έκανε 16 εκθέσεις.
Ο καλός οικογενειάρχης
«Όταν έχεις παιδιά να μεγαλώσεις και να σπουδάσεις, αναγκάζεσαι να κάνεις και συμβιβασμούς» είχε πει για την οικογένειά του – ο ρεαλισμός και η γνώση που λέγαμε στην αρχή. Ο Μποστ είχε δύο γιους, τον εικαστικό Κώστα Βοσταντζόγλου που έφυγε από τη ζωή τον Φεβρουάριο του 2021, και τον ηθοποιό Γιάννη Μποσταντζόγλου.
Όσο για τη σύζυγό του, τη Μαρία Παπαγιαννακοπούλου; Υπήρξαν υποδειγματικό ζευγάρι και στήριζαν ο ένας τον άλλον. Μάλιστα, όπως είχε διηγηθεί ο ίδιος, όταν έγινε η χούντα, τον ειδοποίησε ο Ρένος Αποστολίδης να κρυφτεί. Έτσι κι έγινε. Γύρω στην τρίτη μέρα μπήκαν στο σπίτι του οι αστυνομικοί και τον έψαχναν.
Τότε η γυναίκα του τους είπε ότι είχε φύγει για τη Λάρισα και δεν είχε επικοινωνήσει μαζί της. «Έφτασε στο σημείο να παίξει τραγωδία, μπροστά στους αστυνομικούς» είχε πει σε συνέντευξή του.
Έθεσε αρκετές φορές υποψηφιότητα ως βουλευτής κομμάτων της Αριστεράς (1964 με την ΕΔΑ, 1981 και 1985 με το ΚΚΕ), χωρίς ποτέ να εκλεγεί. Μετά τις εκλογές του 1990, στήριζε δημοσίως την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας.
Δεν εξελέγη μεν, αλλά στην ουσία μπορεί να ήταν και καλύτερα. Γιατί ο κόσμος τον αγάπησε γιατί ήταν απέναντι στην πολιτική και τους πολιτικούς. Αλλά και γιατί είδε τη ζωή από τη σατιρική πλευρά της. Και ίσως τελικά έτσι θα έπρεπε να κάνουμε. Και ας μην έχουμε το σπουδαίο ταλέντο του. Και μην ξεχνάτε, όπως έγραφε και ο ίδιος, «Οι αρχαίοι ήσαν όλοι μορφωμένοι διότι μιλούσαν αρχαία ελληνικά».
Σπύρος Δευτεραίος