Στα μέρη του Πόντου, στη διάρκεια του χειμωγκού (ο χειμώνας στα ποντιακά) κι ενώ ο Χριστιανάρτ’ς (Δεκέμβριος, από τη γέννηση του Χριστού) έφευγε και πλησίαζε ο Καλαντάρτ’ς, (Ιανουάριος, από τις ρωμαϊκές καλένδες), οι άνθρωποι περίμεναν τα Καλαντόφωτα, τα Χριστούγεννα δηλαδή, για να τελέσουν µυστήρια (βαπτίσεις, αρραβώνες και γάµους) επειδή τότε μαζεύονταν όλοι στο χωριό και έρχονταν «ασά μακρά» οι ξενιτεµένοι. Εξού και το δίστιχο «Καλαντάρ’ς και νέο έτος, κόρ’ θα παίρω σε οφέτος».
Έτσι, οι Πόντιοι την Παραμονή των Χριστουγέννων, και μετά τη μακρά νηστεία, σταματούσαν κάθε εξωτερική δουλειά και ετοιμάζονταν για τη μεγάλη γιορτή. Έβαζαν στο τζάκι το «Χριστό κουρ’», ένα κούτσουρο ειδικά κομμένο για τα Χριστούγεννα, που ήταν είτε από µηλιά, είτε από αχλαδιά, ανάλογα με την περιοχή.
Το κούτσουρο αυτό θα έκαιγε στο τζάκι συνέχεια και τις τρεις µέρες των Χριστουγέννων, που τις ονόμαζαν «τα Χριστουήµερα».
Το «Τραπέζ’ της Παναΐας»
Πλάι στο χριστουγεννιάτικο δέντρο οι νοικοκυρές στόλιζαν ένα τραπέζι με διάφορα γιορτινά καλούδια και έβαζαν ένα εικόνισμα της Παναγιάς, και του έδιναν και το όνομά της, το «Τραπέζ’ της Παναΐας», δείχνοντας έτσι τη μεγάλη εκτίμηση και την αγάπη τους.
Το γέμιζαν πίτες και γλυκά, όπως αλευροχαλβά, κατμέρια και πουρμά, ενώ στην Τραπεζούντα οι νοικοκυρές ζύμωναν απαραιτήτως κουλούρια για το σπίτι και τα ζώα. Επίσης ζύμωναν με καρύδια τα Xριστόψωμα, τα οποία, αφού τα έψηναν, τα περίχυναν με μέλι και πάνω τους κεντούσαν με αμύγδαλα τη Γέννηση του Χριστού.
Στην Ινέπολη, του νομού Κασταμονής, οι νοικοκυρές ετοίμαζαν για τα Χριστούγεννα τα παραδοσιακά γλυκά κετέ και ισλί. Στην Αμάσεια τα βασικά γιορτινά εδέσματα ήταν το κεσκέκι, το σουμπορεγί και το τζεβιζλί τσορέκ’.
Το απόγευμα της Παραμονής τα παιδιά έλεγαν τα κάλαντα και οι νοικοκύρηδες τα φίλευαν µε διάφορα καλούδια (δώρα), καθώς και φουντούκια (λεπτοκάρυα στα ποντιακά), τα οποία οι Πόντιοι πίστευαν ότι φέρνουν αφθονία και πλούτο στο σπίτι.
Τα χαράματα των Χριστουγέννων χτυπούσε η καμπάνα που τους καλούσε όλους στην εκκλησία. Η απόλυση γινόταν µε την ανατολή του ήλιου και η ημέρα ήταν αφιερωμένη στους ανθρώπους του σπιτιού και την οικογένεια.
Το έθιμο των Μωμόγερων
Οι Πόντιοι, με κάποιες μικροδιαφορές ανά περιοχή, εκτός από τις καθαρά χριστιανικές παραδόσεις, διατήρησαν και τα αρχαία έθιμα, όπως αυτό των Μωμόγερων.
Οι ενήλικες ερασιτέχνες ηθοποιοί Μωμόγεροι φορούσαν τις στολές κυρίως του γιατρού, της νύφης, του τράγου και του διαβόλου, και με συνοδεία λύρας και νταουλιού γύριζαν στο χωριό ή την πόλη. Οι αυτοσχέδιες παραστάσεις των Μωμόγερων «αμείβονταν» από τον κόσμο με χρήμα και φαγητό.
Οι Μωμόγεροι στην αρχαιότητα ήταν οι ιερείς του Μώμου, θεού της σάτιρας και του γέλιου. Ιδού και η παραδοσιακή ποντιακή έκφραση: «Μω την πίστη σ’!» («Σιγά την πίστη σου»). Με αυτή τη φράση οι Πόντιοι εκφράζουν την αμφιβολία στην πραγματική πίστη κάποιου, που την επικαλείται για διάφορους προσωπικούς λόγους.
Η βασιλόπιτα
Μετά την αλλαγή του χρόνου στις ποντιακές οικογένειες κοβόταν η βασιλόπιτα. Το πρώτο και το δεύτερο κομμάτι αφιερώνονταν στον Χριστό και την Παναγία. Το τρίτο κομμάτι στον Άγιο Βασίλειο, το τέταρτο στους φτωχούς, το πέμπτο στην εστία (το σπίτι) και τα υπόλοιπα στα μέλη της οικογένειας. Αν και η σειρά άλλαζε μερικές φορές, ο σεβασμός προς τα Θεία παρέμενε ακλόνητος.
Εάν το φλουρί τύχαινε στα πρώτα τρία κομμάτια, το πήγαιναν στην εκκλησία και ύστερα φυλαγόταν δίπλα στο εικονοστάσιο του σπιτιού.
Αν το φλουρί έπεφτε σε κάποιο μέλος της οικογένειας, τον θεωρούσαν τυχερό και η τύχη θα τον ακολουθούσε όλη τη χρονιά.
Το μεγαλύτερο σε ηλικία μέλος της οικογένειας (συνήθως ο άνδρας του σπιτιού), μετά το κόψιμο της βασιλόπιτας και πριν ξεκινήσει το γιορτινό φαγοπότι, έπαιρνε στα χέρια του ένα πιάτο με επτά ζευγάρια λεπτοκαρυών και ένα μονό και ρίχνοντάς τα στον αέρα έλεγε τρεις φορές: «Φύγαμε από τον παλαιό (άσχημο) χρόνο στον χρόνο καλό». Τα λεπτοκάρυα που έπεφταν πίσω στο πιάτο ήταν τυχερά και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας συνέχιζαν να λένε «Πέρασε ο άσχημος χρόνος! Ξεκίνησε ο καλός!».
Το καλαντόνερον και το ποδαρικό
Το πρωί όποιος ξυπνούσε πρώτος, έπρεπε να φέρει απ’ έξω το πρώτο νερό. Μαζί του έπαιρνε τα τυχερά λεπτοκάρυα και στη διάρκεια της διαδρομής δεν έπρεπε να ανταλλάξει κουβέντα με κανέναν. Ύστερα όλη η οικογένεια πλενόταν με το πρώτο νερό, το «καλαντόνερον».
Επίσης, θεωρούταν καλό σημάδι, κατά την παράδοση των Ποντίων, αν στο σπίτι τους έκαναν ποδαρικό μικρά παιδιά.
Το Δωδεκαήμερο τελείωνε με τη γιορτή των Φώτων. Σύμφωνα με την παράδοση, την ημέρα που αγίαζαν τα ύδατα, σταματούσαν να τριγυρίζουν μέσα στη νύχτα και να πειράζουν τους ανθρώπους οι καλικάντζαροι (τα κακά πνεύματα).