Η Κρώμνη, υπήρξε η μεγαλύτερη κρυπτοχριστιανική κοινότητα του ιστορικού Πόντου. «Κανένας τόπος δεν είχε ποτέ τόσα ιερά προσευχητάρια όσα η Κρώμνη, κάθε σπίτι και μια κρυφή κατακόμβη και κάθε Κρωμναίος εκτελούσε τα χριστιανικά του καθήκοντα κρυφά από τους Οθωμανούς», μας διηγείται ο αγαπημένος Πόντιος συγγραφέας Γεώργιος Ανδρεάδης.
Αλήθεια, πώς τελούνταν τα μυστήρια όπως αυτό του γάμου στα χωριά των Κρωμναίων οι οποίοι για το φόβο των Τούρκων παρίσταναν τους ευσεβείς μουσουλμάνους ενώ η καρδιά τους φλεγόταν για τον Χριστό;
Για να γίνει ένας γάμος στην κρυπτοχριστιανική κοινότητα των Κρωμναίων η διαδικασία ήταν η ακόλουθη:
Το αράεμαν: Το ψάξιμο δηλαδή της κατάλληλης συζύγου. Οι γονείς των νέων που βρίσκονταν σε ηλικία γάμου έψαχναν για το κατάλληλο κορίτσι ή καλύτερα για την κατάλληλη οικογένεια με την οποία θα συμπεθεριάζανε.
Το ψαλάφεμαν: Ψαλαφώ σημαίνει ζητάω στα ποντιακά, επομένως το ψαλάφεμαν ήταν η πρόταση γάμου. Αφού οι γονείς του γαμπρού έβρισκαν κορίτσι της αρεσκείας τους, ανέθεταν σε γυναίκες οι οποίες ήταν επιφορτισμένες με αυτό το έργο, στις προξενήτρες, να πάνε στο σπίτι της υποψήφιας νύφης και να ζητήσουν από τους γονείς της το κορίτσι τους. Οι γυναίκες αυτές δρούσαν με πολύ μεγάλη διάκριση και διπλωματία, αποφεύγοντας να προχωρήσουν στην πρόταση εάν έβλεπαν πως η οικογένεια της νύφης είχε ενστάσεις για την οικογένεια του γαμπρού ή τον ίδιο τον γαμπρό. Εάν όμως υπήρχε κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον από τον γαμπρό το οποίο συνοδευόταν συνήθως και από το ενδιαφέρον της νύφης γι’ αυτόν, τότε γινόταν το «Σύρσιμο», το κλέψιμο δηλαδή του κοριτσιού, το οποίο όμως είχε κανόνες. Το ζευγάρι έπρεπε να παντρευτεί γρήγορα και μετά να απολαύσει τον έρωτά του. Κι αν ακόμα δεν ακολουθούνταν αυτή η σειρά, ο γάμος ήταν υποχρεωτικός και γινόταν μέσα σε λίγα 24ωρα.
Το σουμάδεμαν: Δηλαδή ο αρραβώνας ο οποίος ακολουθούσε μετά την αποδοχή της πρότασης από τους γονείς της νύφης. Ο γαμπρός και οι γονείς του συνοδευόμενοι από τον παπά ο οποίος ήταν συγχρόνως και μολάς δηλαδή μουσουλμάνος ιερωμένος, για τα μάτια του κόσμου, επισκέπτονταν το βράδυ το σπίτι της νύφης, και γίνονταν τα αρραβωνιάσματα. Απαραίτητη προϋπόθεση ήταν η ύπαρξη χρυσών ή αργυρών –ανάλογα με την οικονομική άνεση των σπιτιών– δαχτυλιδιών, ώστε να σηματοδοτηθεί το γεγονός. Ο παπάς έλεγε τα παρακάτω λόγια: Με το όνομαν τη Θεού και την ευσήν των γονέων έρθαμε αδά να αρραβωνεάζωμεν τον τάδε (χριστιανικό όνομα γαμπρού) με την δείνα (χριστιανικό όνομα νύφης). Έσετεν τηδέν να λέτε; Τότε οι παρευρισκόμενοι απαντούσαν: ’Δεν κ’ έχωμεν να λέγωμεν, –ας ίνεται με την ευλοΐαν τη Θεού και την ευσήν των γονέων.
Σε όλη αυτήν τη σκηνή η νύφη δεν ήταν παρούσα αλλά βρισκόταν στο διπλανό δωμάτιο. Γι αυτό ο παπάς οδηγούμενος από άνθρωπο του σπιτιού κατευθυνόταν προς αυτό το δωμάτιο για να ρωτήσει τη νύφη εάν συμφωνεί κι αυτή. Αυτή του απαντούσε «άμον ντο θέλνε τα κυρουκά μ’» (ό,τι πουν οι γονείς μου) και φιλούσε το χέρι του παπά. Ο παπάς ευλογούσε τη μελλόνυμφη και επέστρεφε στο σαλόνι για να βρει τους υπόλοιπους και να ευχηθεί «ογουρλία και γατεμλία» καλοτυχία και ευτυχία δηλαδή.
Τον καιρό που οι δυο νέοι ήταν αρραβωνιασμένοι δεν συναντιόντουσαν πολύ συχνά, και εάν αυτό γινόταν, ήταν πάντα με την επίβλεψη των γονέων τους ή μειζέτερων (μεγαλύτερων) ανθρώπων.
Ήταν προσβλητικό να πηγαίνει συχνά ο μέλλοντας γαμπρός στο σπίτι της αρραβωνιαστικιάς του. Απεναντίας οι επισκέψεις μεταξύ των συμπεθέρων ήταν θεμιτές και επιβαλλόμενες. Πολύ συχνά τα συμπεθέρια αντάλλασσαν επισκέψεις και έκαναν παρακάθια.
Το στενάφανωμαν: Οι προετοιμασίες για τον γάμο ήταν κοπιώδεις και πολυήμερες τόσο για την οικογένεια της νύφης όσο και για του γαμπρού. Το βράδυ του Σαββάτου, της προηγούμενης ημέρας του γάμου δηλαδή, η νύφη έκανε το νυφιάτικο μπάνιο της, το νεγαμόλουτρο. Την ημέρα του γάμου φορούσε ζουπούνα (ποντιακή γυναικεία φορεσιά) συνήθως ροζ χρώματος, κεντημένη και ποικιλμένη με τα ωραιότερα στολίδια, φτιαγμένη (ανάλογα με την οικονομική της κατάσταση) με ακριβά υφάσματα. Την ίδια ώρα ο γαμπρός ξυρίζονταν στην αυλή του σπιτιού του από φίλους του οι οποίοι είχαν στολίσει ένα κριάρι που περιφέρονταν στον χώρο.
Το στεφάνωμα γινόταν κρυφά.
Το «κοινό ποτήριον της ζωής» που δίνεται για την ανάμνηση του θαύματος του Κυρίου στο γάμο στην Κανά, πολύ σπάνια περιείχε κρασί καθότι οι κρυπτοχριαστιανοί ως δήθεν μουσουλμάνοι δεν έπιναν άρα δεν διέθεταν κρασί. Τις περισσότερες φορές οι νεόνυμφοι έπιναν μελίγαλα, ένα μίγμα δηλαδή μελιού με γάλα και έσπαγαν το ποτήρι στα πόδια τους. Αφού ο παπάς έθετε στο κεφάλι του ζευγαριού τα στεφάνια, τα οποία ήταν αργυρά συνήθως και κοινά για όλους τους γάμους, έπιανε και έσερνε από το χέρι τον κουμπάρο, ο κουμπάρος με την σειρά του τον γαμπρό τον νέγαμον, και ο νέγαμον την νύφη την νέγαμσα για να κάνουν τρεις φορές τον κύκλο του ομφαλού της εκκλησίας ενώ ακούγονταν η ψαλμωδία «Ησαΐα χόρευε, η Παρθένος έσχεν εν γαστρί, και έτεκεν υιόν τον Εμμανουήλ, Θεόν τε και άνθρωπον, Ανατολή όνομα αυτώ, όν μεγαλύνοντες, την Παρθένον μακαρίζομεν».
Την ώρα του χορού του Ησαΐα οι παρευρισκόμενοι έριχναν πάνω στα κεφάλια του νέου ζευγαριού «κορκότεα» (σιτάρι) με σταφίδες, φουντούκια, ζαχαρωτά και κέρματα.
Καθόλη τη διάρκεια του μυστηρίου το πρόσωπο της νύφης ήταν καλυμμένο με πέπλο. Πολλές φορές ο γαμπρός έβλεπε για πρώτη φορά τη νύφη αφού είχαν παντρευτεί, όταν γινόταν το περίφημο «αποκαμάρωμα» όταν σήκωνε δηλαδή το πέπλο από το πρόσωπο της γυναίκας που παντρεύτηκε για να την αντικρύσει για πρώτη φορά. Τότε όπως λέει και ο Νίκος Σωματαρίδης «Αν ήταν όμορφη “εφώταζεν” αν όχι ναϊλί την μάναν ατ΄ “ελίβωνεν” (δηλαδή συννέφιαζε)».
Το χάρισμα: Μετά το αποκαμάρωμα ακολουθούσε το χάρισμα. Οι συγγενείς του γαμπρού εύχονταν στο ζευγάρι και δώριζαν στη νύφη. Τότε άρχιζε να παίζει η κεμεντζέ, το όργανο που συνόδευε και συνεχίζει να συνοδεύει τους Ποντίους στις χαρές και στις φουρτούνες τους. Το γλέντι ξεκινούσε πάντα με ομάλ’, έναν ήρεμο χορό, έναν αρχαιοπρεπή ομαλό, συρτό δηλαδή, που χορευόταν και εξακολουθεί μέχρι τις ημέρες μας να χορεύεται ως εισαγωγικός στις εκδηλώσεις μας για την… προθέρμανση των χορευτών και για να «ανάψει το κέφι».
Το θήμιγμαν: Το θήμιγμαν το χόρευαν κρατώντας λαμπάδες εφτά μονοστέφανα ζευγάρια. Το χορό έσερνε πρώτο το ζευγάρι των νεόνυμφων, ακολουθούσαν τα υπόλοιπα 6 ζευγάρια (τα οποία ήταν παντρεμένα για πρώτη φορά) και έκλεινε με ένα ανύπαντρο άτομο, το «Τεκ».
Ο χορός έδινε φήμη (θήμιγμαν), έδινε δηλαδή τιμή στο νιόπαντρο ζευγάρι και τύχη στο μονό χορευτή για να παντρευτεί και αυτός σύντομα.
Ο κρωμέτκος γάμος δεν διέφερε από τους υπόλοιπους ποντιακούς γάμους παρά μόνο στην απουσία –λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών της κρυπτίας τους–, του οίνου κατά τη διάρκεια του μυστηρίου. Την περιγραφή του την οφείλουμε στον «άγιο» στην συνείδησή μας παπα-Νικόλα του Ι.Ν. Μεταμορφώσεως της Καλαμαριάς χάριν στην καταγραφή του Γ. Ανδρεάδη.
Και στα δικά σας οι ελεύθεροι/ες!
Αλεξία Ιωαννίδου