Ο Άγιος Μόδεστος, αρχιεπίσκοπος Ιεροσολύμων, καταγόταν από τη Σεβάστεια την πόλη που ήταν χτισμένη από τους αρχαίους χρόνους στους πρόποδες του Παρυάδρη. Έχασε σε πολύ μικρή ηλικία τους γονείς του Ευσέβιο και Θεοδούλη, αφού πέθαναν και οι δύο τους στη φυλακή κατά την περίοδο των διωγμών που εξαπέλυσε ο Διοκλητιανός κατά των χριστιανών στις αρχές του 4ου αιώνα. Έτσι ο Μόδεστος από την ηλικία μόλις των πέντε μηνών έμεινε ορφανός κι ανέλαβε να τον μεγαλώσει κάποιος επιφανής συγκλητικός. Σε ηλικία δεκατριών χρονών έμαθε για το μαρτυρικό θάνατο των γονέων του εξαιτίας της πίστης τους στον Θεάνθρωπο Χριστό και αμέσως βαφτίστηκε κι αυτός χριστιανός παρά το ειδωλολατρικό περιβάλλον εντός του οποίου μεγάλωνε.
Ο Μόδεστος μέσα στους χριστιανικούς κύκλους που κινούνταν βρήκε κάποιον Αθηναίο χρυσοχόο πρόσωπο της εμπιστοσύνης του και τον ακολούθησε στην Αθήνα. Ο χρυσοχόος τον μεγάλωσε σαν παιδί του, όμως όταν πέθανε τα βιολογικά παιδιά του πούλησαν τον Άγιο Μόδεστο σκλάβο σε κάποιον Αιγύπτιο.
Ο Μόδεστος δεν έχασε την πίστη του και την εμπιστοσύνη του στο θεϊκό σχέδιο γι’ αυτόν. Έτσι κατήχησε τον «ιδιοκτήτη του» και τον έφερε στον δρόμο του Θεού και αυτός ως αντάλλαγμα από την ευγνωμοσύνη του, τού χάρισε την ελευθερία του. Ο Μόδεστος έφυγε αμέσως για τα Ιεροσόλυμα, την πόλη που σταύρωσαν τον αγαπημένο του Ιησού.
Η θέρμη της προσευχής του άνοιξε τις Πύλες του Πανάγιου Τάφου και αυτό το «σημείο» έκανε το πλήθος να τον εκλέξει αρχιεπίσκοπο Ιεροσολύμων.
Η χάρις που δόθηκε στον Άγιο από τον Θεό ήταν τόσο μεγάλη που εκτός από τις ψυχικές και σωματικές αρρώστιες των ανθρώπων θεράπευε και τα ζώα. Μια μέρα ένας γεωργός έζευξε τα ζώα του για να πάει στο αλώνι αλλά στο δρόμο έπεσαν κατά γης και έμεναν ακίνητα σαν να ήταν νεκρά. Με παρέμβαση του Αγίου Μοδέστου τα βόδια σηκώθηκαν και πάλι και συνέχισαν το δρόμο όλο ζωντάνια για το χωράφι του γεωργού.
Άλλη φορά πάλι ο Άγιος περπατώντας μέσα στην πόλη των Ιεροσολύμων για να ενισχύσει το ποίμνιό του είδε έναν φτωχό κτηνοτρόφο που έκλαιγε πάνω από το πεθαμένο μοσχαράκι του. Ο Άγιος αφού προσευχήθηκε είπε στο μοσχαράκι να σηκωθεί και εκείνο πετάχτηκε με μιας ξαναζωντανεύοντας και δίνοντας χαρά στον ιδιοκτήτη του.
Μια γυναίκα η οποία είχε πέντε ζεύγη βοδιών ήταν απαρηγόρητη καθώς αρρώστησαν όλα βαριά και η απώλειά τους θα σήμαινε γι αυτήν εκτός των άλλων και την οικονομική της καταστροφή. Έτρεχε λοιπόν από ναό σε ναό και προσευχόταν στους ιατρούς Αγίους Ανάργυρους Κοσμά και Δαμιανό. Οι Άγιοι Ανάργυροι της εμφανίστηκαν σε ενύπνιο και την πληροφόρησαν πως δεν τους δόθηκε το χάρισμα να γιατρεύουν ζώα παρά μόνο ανθρώπους και εάν ήθελε να σωθούν τα ζώα της θα έπρεπε να το ζητήσει από τον Αρχιερέα των Ιεροσολύμων Μόδεστο, στον οποίο είχε δοθεί από το Θεό αυτό το χάρισμα. Όταν ξύπνησε η γυναίκα έψαξε να βρει τον Άγιο Μόδεστο αλλά εκείνος έλειπε από τα Ιεροσόλυμα. Προσευχόταν λοιπόν με πίστη και τον παρακαλούσε να κάνει κάτι για τα ζωντανά της.
Ο Άγιος απάντησε στην προσευχή της λέγοντάς της πως έπρεπε να πάει στο ναό του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, να βρει κάποιον Ευστάθιο τεχνίτη για να της φτιάξει με τα σιδερένια εργαλεία έναν σταυρό και μετέπειτα να καλέσει τους ιερείς να κάνουν λειτουργία και να αλείψουν με λάδι από τα καντήλια τον σταυρό που έφτιαξε. Κατόπιν με το υπόλοιπο λάδι να ραντίσουν τα ζώα επικαλούμενοι το όνομα του Χριστού και τότε μόνο θα φύγει από τον στάβλο της η αρρώστια. Η γυναίκα υπάκουσε και όντως τα ζωντανά της σώθηκαν.
Τα θαύματα του Αγίου πλήθαιναν και δίχασαν τον λαό. Άλλοι παραδέχονταν την αγιοσύνη του και άλλοι απέδιδαν τις πράξεις του σε σκοτεινές δυνάμεις.
Οι δε Εβραίοι έγιναν έξαλλοι με τις θεοσημείες και έσπευσαν να διαβάλουν τον Άγιο Μόδεστο στις Αρχές. Διατάχθηκε η σύλληψή του και ο Άγιος οδηγήθηκε δέσμιος προς το μαρτύριό του. Στο δρόμο όμως γι αυτό, άνθρωποι τον αναγνώριζαν και του ζητούσαν να κάνει καλά τα ζώα τους. «Ευλογημένοι δεν βλέπετε πως οδηγούμαι στο μαρτύριό μου και εσείς εξακολουθείτε να μου ζητάτε βοήθεια!», έλεγε απορημένος με την στάση αυτή του ποιμνίου του ο Άγιος, ο κόσμος όμως επέμενε να τον παρακαλάει για να βοηθήσει τα ζώα του. Ο Άγιος τότε έδινε την ευχή του λέγοντας να επικαλεστούν τον όνομα του «αμαρτωλού» Μοδέστου και ο Κύριος θα έκανε καλά τα ζωντανά τους και από εδώ και εξής όταν δεν θα είναι πια ανάμεσά τους να προσεύχονται και να τιμούν την ημέρα του μαρτυρίου του και αυτός θα ακούει πάντα τις προσευχές τους και θα προστρέχει για βοήθεια.
Οι δήμιοι του Αγίου Μοδέστου έδεσαν τα χέρια του σε δύο άγριους ημιόνους και τους χτύπησαν με δύναμη με σκοπό να τρέξουν σε αντιδιαμετρικές κατευθύνσεις για να διαμελίσουν το σώμα του Αγίου.
Ο Άγιος όμως σήκωσε τα χέρια του και ευλόγησε τα άγρια ζώα και αυτά παρά τις ξυλιές που έτρωγαν δεν κούνησαν τα πόδια τους από το έδαφος. Τότε οι δήμιοι ξαναπροσπάθησαν δένοντας αυτήν την φορά και τα πόδια του αγίου όμως ο Άγιος ατάραχος έλεγε με ηρεμία «Εάν ο Θεός μεθ’ ημών, ουδείς καθ’ ημών». Αφού είδαν πως το νοσηρό σχέδιο εξόντωσης του Αγίου των ανθρώπων αλλά και των ζώων δεν απέδιδε, μετά και από άλλα φριχτά βασανιστήρια οι δήμιοι προχώρησαν στον αποκεφαλισμό του.
Τα τελευταία λόγια του Αγίου ήταν λόγια προσευχής «Κύριε Ιησού Χριστέ, ο δημιουργός του φωτός, καταξίωσόν με της Βασιλείας Σου, διότι Σε, Δέσποτα, και μόνον επόθησε η ψυχή μου και για Σένα κατεφρόνησα τον θάνατον και τα βασανιστήρια. Μη λοιπόν με κρίνης ανάξιο των αγαθών Σου, φιλάνθρωπε, και δέομαί Σου, όποιος με επικαλεσθή και με εορτάζη και όποιος αναγνώση το Μαρτύριό μου, βοήθησέ τον πάντοτε και χάριζέ του πλούσια τα ελέη σου και αποδίωξε από τον οίκον αυτού και από όλα τα ζώα του κάθε βλάβη και ασθένεια και πλήθυνέ τα, όπως ευλόγησες και επλήθυνες τα ποίμνια του Αβραάμ, του Ισάακ, του Ιακώβ και όλων των δούλων Σου, διότι είσαι ευλογητός στους αιώνες. Αμήν».
Η μνήμη του Αγίου εορτάζεται την 18η Δεκεμβρίου και ανήμερα της γιορτής του οι γεωργοί-κτηνοτρόφοι συνηθίζουν να ραντίζουν με αγιασμό τα ζωντανά τους και τους στάβλους εξωτερικά, δεόμενοι για την προστασία του Αγίου.
Αλεξία Ιωαννίδου
- Πηγή: Σίμωνος Μοναχού, Η ζωοφιλία των Αγίων και η Αγιοφιλία των ζώων, Εκδόσεις: Ο Άγιος Στέφανος, Αθήνα 2007.