Οι Τούρκ’ όντας εκούρσευαν την Πόλ’, την Ρωμανίαν, […]
επέραν και τη μάνα μου, ’ς εμέν έμποδος έτον,
επήγεν και εποίκε με ’ς σ’ εμίρ Αλή τα σκάλας,
εμέν εκεί πεσλέευαν με το μέλ’ και το γάλαν.
Αυτά διαβάζουμε στον «Αιχμάλωτον», την ποντιακή παραλλαγή του γνωστού ακριτικού τραγουδιού «Των γιων του Ανδρόνικου» όπως την παραθέτει ο Άνθιμος Παπαδόπουλος στο Ιστορικόν λεξικόν της ποντικής διαλέκτου, στο λήμμα «πεσλεεύω».
Στο ίδιο λήμμα παραθέτει και την παροιμία «Πεσλέεψον κορώναν ας κρούει κ’ εβγάλ’ τ’ ομμάτια σ’» (με απλά λόγια: «ανάτρεφε κόρακα, να σου βγάλει τα μάτια»).
Πεσλεεύω λοιπόν το ρήμα (από το τουρκικό beslemek, προστακτική πεσλέεψον), και σημαίνει ανατρέφω, ταΐζω. Πεσλέεμαν (το) και πεσλεμέ (η) είναι η ανατροφή (και μετεφορικά το ανάστημα), ενώ το επίθετο πεσλίν είναι το καλαναθρεμμένο, το θρεφτάρι (πασλίν μουσκάρ’).