Καλοκαίρι 1922, Αγία Φωτεινή, Σμύρνη. Μια ακόμη ξέγνοιαστη μέρα ξημέρωσε για τον μικρό Παναγιώτη και τους φίλους του. Παίζουν εδώ και ώρα στη γειτονιά, αρκετά κοντά στο πανέμορφο διώροφο σπίτι του. Έχει μια πανέμορφη αυλή γεμάτη με μικρές και μεγάλες γάτες, ενώ γύρω υπάρχει μια μαύρη καγκελόπορτα που χαρίζει ασφάλεια στο σπίτι της οικογένειας – η οποία από το πρωί είναι ιδιαίτερα αναστατωμένη.
Τις τελευταίες μέρες οι κάτοικοι της Σμύρνης ξυπνούν και κοιμούνται με το αίσθημα της αβεβαιότητας να σφραγίζει τα χείλη τους, κι έτσι κανένας δεν αφήνει την σκέψη του να φτάσει στο τι πραγματικά έρχεται.
Όλοι έχουν ακούσει για τις καταστροφές στα σπίτια των Αρμένιων παντού στη Σμύρνη, αλλά τίποτα δεν έχει φτάσει μέχρι τη γειτονιά τους. Ίσως γιατί κατοικείται κυρίως από ελληνικά νοικοκυριά. Ο Παναγιώτης ωστόσο, δεν δείχνει να σκέφτεται για όλα αυτά που ψιθυρίζουν μεταξύ τους οι μεγάλοι. Συνεχίζει να παίζει με τους φίλους του και να απολαμβάνει τις ανέμελες αυτές στιγμές.
Ξαφνικά, το ανάλαφρο αυτό κλίμα μπαίνει σε παύση. Τα αγόρια αποσπώνται από ένα μεγάλο και μαύρο, σαν κατάρα, σύννεφο που αρχίζει να βάφει τον καλοκαιρινό ουρανό απειλητικά. Μερικά δευτερόλεπτα περνούν και το σύννεφο αποδεικνύεται καπνός.
«Αυτό είναι το σπίτι μου!» ένα Αρμενάκι από την παρέα φωνάζει με τρόμο και αφήνει το παιχνίδι με προορισμό το σπίτι του.
Τα υπόλοιπα παιδιά δεν ξέρουν τι να κάνουν. Κοιτάνε το ένα τ’ άλλο με μάτια μεγάλα σαν μπαλόνια, ενώ στη γειτονιά απλώνεται σιγή. Μερικές μαμάδες αρχίζουν να τρέχουν και να σέρνουν τα παιδιά τους από το χέρι χωρίς εξηγήσεις και χαιρετούρες. Ο Παναγιώτης προσπαθεί να καταλάβει εάν ο καπνός προέρχεται από κάποιο ατύχημα ή εάν όλη η γειτονιά έχει πιάσει φωτιά, όταν ξαφνικά ακούει τη φωνή της μητέρας του να τον φωνάζει να επιστρέψει αμέσως πίσω. Με αυτή της την κραυγή, καταλαβαίνει πως η φωτιά αυτή θα επηρεάσει πολύ περισσότερα απ’ το σημερινό του παιχνίδι.
Στο σπίτι του, έχουν όλοι μαζευτεί στο σαλόνι: οι γονείς του, ο αδελφός κι η αδελφή του, καθώς και ο θείος με τη θεία του. Δείχνουν όλοι πολύ αναστατωμένοι, ενώ οι γυναίκες κλαίνε. Ο Παναγιώτης, ανάμεσα στις φωνές και στα κλάματα προσπαθεί να καταλάβει τι συμβαίνει. Όμως οι μεγάλοι αποφασίζουν γρήγορα να μαζέψουν μερικά πράγματα και να φύγουν για το λιμάνι, με την ελπίδα πως όλο και κάποια βάρκα θα τους μεταφέρει κάπου ασφαλέστερα, μέχρι όλο αυτό να κοπάσει.
Η μητέρα μαζεύει μερικά ρούχα και χρυσαφικά, καθώς οι υπόλοιποι ετοιμάζονται να εγκαταλείψουν το σπίτι χωρίς να μιλάνε – σχεδόν χωρίς να ανασαίνουν.
Βγαίνοντας έξω, ο ουρανός θυμίζει εφιάλτη και η γειτονιά που προ ολίγων λεπτών ήταν γεμάτη παιδιά και ξέγνοιαστες παρέες, τώρα πνίγεται από καπνούς, φωνές μανάδων και κλάματα μωρών. Ο Παναγιώτης κρατάει σφιχτά το χέρι της μητέρας του, όσο παρατηρεί τις κινήσεις του πατέρα του: κλειδώνει την πόρτα του σπιτιού, αλλά και την πόρτα της αυλής, και βάζει το κλειδί προσεκτικά στο τσεπάκι του πουκαμίσου του. Κοντοστέκεται για μερικά δευτερόλεπτα αλλά τελικά γυρίζει και κοιτάει την οικογένεια του κατάματα.
«Πάμε, γρήγορα» λέει, με τον τόνο στη φωνή του να προδίδει πως ούτε ο ίδιος δεν θέλει να ακολουθήσει την προσταγή αυτή.
Πότε θα ξαναγυρίσουν; Θα είναι όλα όπως τα άφησαν; Το βάρος αυτών των ερωτήσεων δεν αφήνει σε κανέναν χρόνο να γυρίσει και να δει τη γειτονιά έτοιμη να βαφτεί στα χρώματα της φωτιάς.
Το λιμάνι δεν είναι μακριά, μα η διαδρομή μοιάζει δυσκολότερη από πρώτα. Ο δρόμος είναι πλημμυρισμένος από ανθρώπους όλων των ηλικιών που τρέχουν, φωνάζουν, κλαίνε… Τα μάτια του εντεκάχρονου Παναγιώτη βλέπουν εικόνες που θα μείνουν ανεξίτηλες.
Όσο τρέχει με την οικογένειά του, προσπαθεί να αντιληφθεί πόσα πράγματα έχουν αλλάξει μέσα σε μόλις λίγα λεπτά, μα ξαφνικά η εμφάνιση μερικών Τούρκων στρατιωτών φέρνει στο προσκήνιο νέες ανησυχίες. Φαίνεται πως κρατούν στη στεριά όσους άνδρες προσπαθούν να διασχίσουν το δρόμο προς το λιμάνι και να ανέβουν στις βάρκες που περιμένουν στην αποβάθρα. Όλοι στην οικογένεια καταλαβαίνουν πως η αβάσταχτη πίκρα θα μεγαλώσει σύντομα.
Οι στρατιώτες κρατούν τον πατέρα και τον θείο του μικρού Παναγιώτη.
Δεν υπάρχει χρόνος για αποχαιρετισμούς και ερωτήσεις, καθώς έχουν αρχίσει να ακούγονται πυροβολισμοί. Η μητέρα και η θεία, κρατώντας από το χέρι τα παιδιά, δεν σταματούν να τρέχουν προς την αποβάθρα κι ας έχουν γίνει τα μάγουλα τους σωστές θάλασσες από τα δάκρυα.
Η κατάσταση στην αποβάθρα είναι αποπνικτική. Ποιος να παρηγορήσει ποιον; Οι μητέρες κλαίνε. Κλαίνε επειδή δεν γνωρίζουν ούτε πού θα τους πάνε οι βάρκες ούτε εάν θα ξαναδούν τους άνδρες τους, αλλά ούτε κι αν τα μωρά τους θα γνωρίσουν την πατρική φιγούρα.
Οι βάρκες πηγαίνουν τους πολίτες ανοιχτά της θάλασσας, όπου εκεί περιμένει ένα μεγάλο πλοίο. Η εύρεση διαθέσιμης βάρκας είναι δύσκολη. Άλλες αναποδογυρίζουν από το βάρος, άλλες σπάνε, κάποιοι πηδούν και προσπαθούν να πιαστούν από αυτές. Η μητέρα του Παναγιώτη αναγνωρίζει τις γειτόνισσές τους σε μια βάρκα που είναι έτοιμη να φύγει, και προστάζει όλους να κατευθυνθούν προς τα εκεί. Αν και αρκετά γεμάτη, οι γειτόνισσες βοηθούν την οικογένεια να ανέβει πάνω, και αμέσως ξεκινούν κουπί. Κανένας δεν μιλάει, τα βλέμματα είναι βαριά σαν πέτρες.
Όταν απομακρύνονται από την αποβάθρα η μητέρα ξεσπάει σε κλάματα, και η θεία μαζί με τις γειτόνισσες προσπαθούν να την καθησυχάσουν λέγοντάς της πως οι άνδρες τους θα αφεθούν αργότερα και πως θα έρθουν να τις βρουν και να γυρίσουν σπίτια τους.
Ξαφνικά, κι όσο η βάρκα πλησιάζει το πλοίο, ο Παναγιώτης θυμάται κάτι που θα τον ταράξει ακόμα περισσότερο. Μία από τις γάτες της αυλής τους είχε πρόσφατα γεννήσει, και πρόσεχε εδώ και καιρό τα γατάκια της. Στην σκέψη πως αυτήν τη στιγμή είναι μόνα τους, και κινδυνεύουν να καούν, ο Παναγιώτης δεν χάνει λεπτό και βουτάει στη θάλασσα με σκοπό να γυρίσει πίσω με τις γάτες του, που τόσο αγαπούσε. Είναι καλός κολυμβητής, μα η άγαρμπη βουτιά γεμίζει με νερό το δεξί αφτί του, κι έτσι είναι ακόμη πιο δύσκολο να καταλάβει ποιο απ’ όλα τα ουρλιαχτά είναι της μητέρας του που τον φωνάζει πίσω.
Με το που βγαίνει από το νερό, δεν σταματάει να τρέχει. Τρέχει αντίθετα απ’ όλους, σε ένα χάος που δεν έχει τελειωμό, δίχως να γνωρίζει αν θα τα καταφέρει. Τρέχει παρόλο που το νερό από το αφτί του ακόμη δεν έχει απεγκλωβιστεί και κάνει τον πόνο αφόρητο.
Φτάνει στη γειτονιά του, η οποία έχει αρχίσει ήδη να καίγεται. Το σπίτι του είναι έτοιμο να αγκαλιαστεί από τις φλόγες. Χωρίς δισταγμό, σκαρφαλώνει τη μεγάλη καγκελόπορτα και πηδάει μέσα στην αυλή – δεν είναι άλλωστε η πρώτη φορά που κάνει κάτι τέτοιο. Τρέχει γρήγορα μέχρι το σημείο που τα μικρά γατάκια συνήθιζαν να κάθονται, μα δυστυχώς βρίσκει μόνο ένα. Το κουλουριάζει μέσα στο μουσκεμένο του μπλουζάκι, σκαρφαλώνει μία ακόμη φορά την καγκελόπορτα, και εύχεται να καταφέρει να βρει τη βάρκα με την οικογένεια του.
Φτάνει στην αποβάθρα και αποφασίζει πως για να μπορέσει να κολυμπήσει γρήγορα, θα πρέπει να σιγουρευτεί πως το γατάκι είναι ασφαλές, κι έτσι το στερεώνει στο κεφάλι του, ενώ προσπαθεί να μπει μέσα στο νερό χωρίς να βυθιστεί ολόκληρος. Όσο κολυμπάει, κοιτάει τις βάρκες που είναι κοντά στο πλοίο και θυμάται πως η βάρκα όπου είναι πάνω η οικογένειά του έχει γύρω της μια μπλε γραμμή. Ο πόνος στο αφτί του όλο και δυναμώνει, και συνάμα με το φόβο για την ασφάλεια του μικρού γάτου, η εύρεση της βάρκας είναι δύσκολη.
Μα τα καταφέρνει.
Η οικογένειά του τον εντοπίζει μέσα στο νερό, μα κανένας δεν μπορεί να βουτήξει για βοήθεια, καθώς οι στρατιώτες πυροβολούν προς τις βάρκες. Μετά από μερικά λεπτά αγωνίας, ο μικρός Παναγιώτης προλαβαίνει να φτάσει τη βάρκα, και με τη βοήθεια όλων ανεβαίνει πάνω της μαζί με τον γάτο. Η μητέρα του τον σφίγγει στην αγκαλιά της και όλοι νιώθουν μια μικρή ανακούφιση μέσα σε όλο το χάος. Αυτός δεν αφήνει τον μικρό γάτο από τα χέρια του.
Το πλοίο θα τους αφήσει στην Χίο.
Οι μαύρες μέρες συνεχίζουν, κι όλοι προσπαθούν να χτίσουν τη ζωή τους από την αρχή. Η οικογένεια παραμένει χωρισμένη στα δύο. Ο Παναγιώτης έχει ονομάσει τον γάτο που έσωσε «Ισμήρ» (που σημαίνει Σμύρνη) και δεν τον αφήνει απ’ το πλευρό του. Ακόμα κι όταν έρχονται οι δυσκολότερες μέρες, αυτός μοιράζεται μαζί του το φαγητό του και κρατάει αυτήν τη φιλία σαν την πολυτιμότερη ανάμνηση που έχει από το σπίτι του.
Αρκετά χρόνια αργότερα φεύγουν για Θεσσαλονίκη, καθώς η Χίος τούς θυμίζει μόνο δυσάρεστα. Μετά από μερικά χρόνια, ως μόνιμοι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης, και λίγο πριν από το γάμο του Παναγιώτη, ο γέρος πλέον Ισμήρ αφήνει την τελευταία του πνοή.
Ωστόσο, ο Παναγιώτης έχει ακόμα κάτι που θα του τον θυμίζει: το δεξί του αφτί ποτέ δεν επανήλθε μετά από εκείνη την απότομη βουτιά.
Δεν στεναχωριέται που δεν ακούει καλά. Νιώθει περήφανος που κατάφερε να φανεί τόσο γενναίος και να σώσει έναν φίλο ανεκτίμητο. Όπως δεν ξεχνάει ποτέ του τον Ισμήρ, έτσι δεν ξεχνάει και τη Σμύρνη.
Μερικά χρόνια μετά, πατέρας δύο κοριτσιών πλέον, ο Παναγιώτης συνεχίζει να μένει στη Θεσσαλονίκη.
— Δεν ακούω καλά από το δεξί μου αφτί. Ξέρετε γιατί;
— Γιατί, μπαμπά;
Και με αυτή την ερώτηση σκεπάζει τις κόρες του, κάθεται δίπλα στο κρεβατάκι τους και ξεκινάει να λέει την ιστορία του Ισμήρ, σαν παραμύθι. Ένα παραμύθι που κρύβει την ιστορία της οικογένειας του. Ένα παραμύθι που κρύβει τον πόνο των ξεριζωμένων. Αργότερα, οι κόρες του θα λένε αυτό το «παραμύθι» στα δικά τους παιδιά και με τη σειρά τους θα το μάθουν και τα εγγόνια τους…
Κάπως έτσι καθιερώθηκε και η παράδοση της γάτας στην οικογένεια. Μετά τον Ισμήρ, υπάρχει πάντα μια γάτα μέσα στο σπίτι.
Εγώ λοιπόν, ως εγγόνι με γάτα, θα μάθω αυτό το παραμύθι και θα το καταγράψω, γνωρίζοντας πως οι ιστορίες από το ολοκαύτωμα της Σμύρνης είναι σημαντικό να μοιράζονται για να ενώνουν όλες αυτές τις γενιές που δεν είχαν το κουράγιο να μιλήσουν για όλα όσα στοίχειωναν την ψυχή τους.
Όλοι όσοι βίωσαν αυτήν τη μαύρη σελίδα της ιστορίας, δύσκολα μιλούν για όλα όσα πέρασαν. Πολλές ιστορίες έχουν μείνει κλειδωμένες για πάντα στις ταλαιπωρημένες ψυχές των ανθρώπων. Σφραγίστηκαν στις καρδιές αυτών που περίμεναν πως η Σμύρνη, αργά ή γρήγορα, θα τους καλέσει να γυρίσουν πίσω.
Έλενα Κεσμήρη*