Έζησαν, εργάστηκαν και ανέθρεψαν τις οικογένειές τους στις πόλεις της Ανατολίας Σεβάστεια (Σίβας), Μερζιφούντα, Σαμψούντα και στις γύρω κοινότητες. Μετά τις σφαγές και τους διωγμούς ξαναέφτιαξαν τη ζωή τους στις νέες τους πατρίδες, την Ελλάδα, τη Γαλλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Όμως δεν ξέχασαν ποτέ τη ζωή που άφησαν πίσω τους και τα φωτογραφικά αρχεία που διατήρησαν, δίνουν σε όλους εμάς την ευκαιρία να περιπλανηθούμε σε μια εποχή και έναν τρόπο ζωής στην Ανατολία της σημερινής κεντρικής και παράκτιας Τουρκίας, ο οποίος αφανίστηκε κατά τη διάρκεια της Γενοκτονίας των Αρμενίων.
Πρόκειται για την αρμενική οικογένεια Ντιλντιλιάν, με το μοναδικό επίθετο, πολλά από τα μέλη της οποίας εργάστηκαν αρχικά ως φωτογράφοι στην οθωμανική Τουρκία.
Η ιστορία της παρουσιάζεται στο Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού στη Θεσσαλονίκη, το οποίο φιλοξενεί ως τις 11 Φεβρουαρίου την έκθεση «Η φωτογραφική οδύσσεια της οικογένειας Dildilian: Από την Ανατολία στη Δύση» στην αίθουσα περιοδικών εκθέσεων «Κυριάκος Κρόκος».
Στην έκθεση παρουσιάζεται το αρχείο της οικογένειας, το οποίο αποτελείται από χιλιάδες φωτογραφίες, γυάλινα αρνητικά, σχέδια, έργα τέχνης, έγγραφα, επιστολές και οικογενειακά κειμήλια. Τα κείμενα της έκθεσης βασίζονται σε γραπτά απομνημονεύματα και προφορικές συνεντεύξεις πολλών γενεών της οικογένειας.
Σημαντικό μέρος επίσης αποτελούν φωτογραφίες και τα τεκμήρια της συλλογής του Κολεγίου Ανατόλια, στο οποίο εργάστηκαν για πάνω από 30 χρόνια, κυρίως από τα πρώιμα χρόνια στη Μερζιφούντα της Ανατολίας, καθώς και το ντοκιμαντέρ Οι Ντιντιλιάν: Μια ιστορία φωτογραφίας και επιβίωσης στο οποίο μια ομάδα φοιτητών καταγράφει την ιστορία της οικογένειας στην Ανατολία της οθωμανικής Τουρκίας πριν και κατά τη διάρκεια της περιόδου της Γενοκτονίας των Αρμενίων (1915-1923).
Την έκθεση επιμελήθηκε ο Άρμεν Μαρσουμπιάν, εγγονός του Τσολάκ Ντιλντιλιάν, του ιδρυτή της οικογενειακής φωτογραφικής επιχείρησης, σε συνεργασία με τον επιμελητή, αρχαιολόγο και μουσειολόγο Ιωάννη Μότσιανο και την αρχιτέκτονα του Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού Ευθυμία Παπασωτηρίου. Η έκθεση εντάσσεται στο πρόγραμμα της Thessaloniki PhotoBiennale 2023 του MOMus και πραγματοποιείται με την υποστήριξη του επίτιμου Προξενείου της Αρμενίας στη Θεσσαλονίκη, καθώς και την Αρμενική Κοινότητα Θεσσαλονίκης.
Το μοναδικό επίθετο
Αν και το νήμα της ιστορίας πιάνεται τη δεκαετία του 1870, κατά την οποία παρουσιάζεται η ζωή των Ντιλντιλιάν τις τελευταίες δεκαετίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στην αρχή της έκθεσης γίνεται μια μικρή αναφορά στην προέλευση του οικογενειακού ονόματος, το οποίο είναι μοναδικό μεταξύ των Αρμενίων.
Ο προ-προ-προ-προπάππος της οικογένειας Μουρατέντζ Καραμπέτ Κελετζιάν, που γεννήθηκε στη Σεβάστεια (σημερινή Σίβας) το 1768, ήταν ταλαντούχος σιδεράς και πεταλωτής και όπως αφηγούνταν ο παππούς Τσολάκ στον εγγονό Άρμεν:
«Ο παππούς μου Μουράτ είχε έναν ονειροκρίτη στον οποίο καταγραφόταν ότι πριν από 150 χρόνια ένας στρατιωτικός με τον τίτλο του πασά είχε φτάσει στη Σεβάστεια και φώναξε έναν πεταλωτή, δίνοντας τη διαταγή να πεταλωθούν τα 400 άλογά του με νέα πέταλα μέσα σε τέσσερις ημέρες. “Αν δεν μπορέσεις να εκπληρώσεις την παραγγελία, θα αποκεφαλιστείς. Ο φτωχός τεχνίτης, από τον φόβο μήπως χάσει το κεφάλι του, τελείωσε με απίστευτη ταχύτητα την εργασία, έβαλε την τανάλια και το σφυρί στα πόδια του πασά και τον χαιρέτησε στρατιωτικά. Ο πασάς σήκωσε το κεφάλι του και τον ρώτησε: “Τι θέλεις;” Ο μάστορας απάντησε: “Κύριε, η προσταγή σας πραγματοποιήθηκε”. Ο έκπληκτος πασάς λέει: “Aferim, ustaduelduel mi oldun…” (Μπράβο, μάστορα, είσαι ο μάστορας ντιλ ντιλ). Το ντιλ ντιλ ήταν ένα μικρό ταχύτατο άλογο από τη Μυτιλήνη [τα μικρόσωμα, τύπου πόνυ, άλογα ‘Μιντιλήδες’]. Έτσι, ως αποτέλεσμα της διάσωσης του κεφαλιού του προπάππου, σήμερα, εγώ, ο δισέγγονός του -δεν ξέρω από πόσες γενιές μετά- διατηρώ το ευυπόληπτο επώνυμό του, Ντιλντιλιάν. Κι εγώ, όμως, παρά τρίχα έχω σώσει το κεφάλι μου από πασάδες και τσιγγάνους».
Κι έτσι ήταν. Η μυθιστορηματική ζωή του Τσολάκ Ντιλντιλιάν, ιδρυτή της οικογενειακής φωτογραφικής επιχείρησης άρχισε στην ιστορική αρμενική πόλη Σεβάστεια, όταν δεν ήθελε να ακολουθήσει τα βήματα του πατέρα του, που ήταν πολύ γνωστός υποδηματοποιός και έμπορος δερμάτων.
Ο Τσολάκ ήταν ένας καλλιτέχνης που γοητευόταν βαθιά από το φως και τις εικόνες. Μαθήτευσε δίπλα σε έναν Αρμένιο φωτογράφο που είχε επισκεφθεί την πόλη το 1888, αλλά επειδή δεν υπήρχαν φωτογραφικά στούντιο στη Σεβάστεια, διδάχτηκε μόνος του την τέχνη της φωτογραφίας, κάνοντας εξάσκηση στα μέλη της οικογένειάς του.
Τα ταραγμένα χρόνια
Με παραγγελίες από τον κυβερνήτη της Σεβάστειας, ο Τσολάκ άρχισε να φωτογραφίζει κυβερνητικά κτήρια, ιστορικά μνημεία και σημαντικά πρόσωπα. Οι ικανότητές του εκτιμήθηκαν τόσο πολύ που τον έστειλαν να φωτογραφίσει τις Σφίγγες των Χετταίων κοντά στη Χαττούσα, καθώς και πόλεις στις ακτές του Εύξεινου Πόντου μέχρι τη Κασταμονή. Η καριέρα του μόλις ξεκινούσε και η φήμη του φωτογραφείου σύντομα εξαπλώθηκε σε όλη την επαρχία.
Ένα δεύτερο φωτογραφείο άνοιξε στη Μερζιφούντα, έδρα του Κολεγίου Ανατόλια, του σχολείου που ιδρύθηκε από Αμερικανούς ιεραποστόλους το 1886. Η πόλη του κολεγίου παρείχε σταθερή πελατεία, με το αμερικανικό προσωπικό, τους φοιτητές και το διδακτικό προσωπικό να υποστηρίζουν το φωτογραφείο.
Όταν ξέσπασαν οι υποκινούμενες από την κυβέρνηση σφαγές του Χαμιντιάν (σφαγές των Αρμενίων) σε ολόκληρη τη χώρα, κατά τη διάρκεια των οποίων 300.000 Αρμένιοι έχασαν τη ζωή τους και πολλοί έμειναν πάμφτωχοι, η οικογένεια γλίτωσε από την άμεση βία, αλλά το φωτογραφείο στη Σεβάστεια σταμάτησε να λειτουργεί.
Ο Τσολάκ επισκέφθηκε τη Σαμψούντα αμέσως μετά τις σφαγές, εξετάζοντας το ενδεχόμενο να μεταφέρει την οικογένεια σε εδάφη που προσέφεραν μεγαλύτερες ευκαιρίες και ασφάλεια. Σημαντικό λιμάνι στις ακτές του Εύξεινου Πόντου, η Σαμψούντα ήταν το σημείο από όπου πολλοί Αρμένιοι αναχωρούσαν για την Αμερική. Ωστόσο, ο Τσολάκ αποφάσισε να μην μεταναστεύσει, καθώς έβλεπε μεγάλες ευκαιρίες στην πόλη για τις φωτογραφικές επιχειρήσεις. Σύντομα θα άνοιγε ένα δεύτερο στούντιο, το οποίο τελικά ανατέθηκε στον ταλαντούχο ξάδελφό του Σιμπάντ.
Την εποχή εκείνη νυμφεύθηκε τη Μαριάμ Νακασιάν, την όμορφη και πνευματικά χαρισματική κόρη ενός δολοφονημένου Αρμένιου προτεστάντη ιερέα από το Τσανκούς, μια πόλη της περιοχής Χαρπούτ. Σε λίγο περισσότερο από μια δεκαετία, η Μαριάμ και ο Τσολάκ θα αποκτούσαν τέσσερις γιους και μια κόρη, τη μητέρα του Άρμεν, Άλις.
Καθώς πλησίαζε ο νέος αιώνας, οι αρμενικές κοινότητες ανέκαμπταν σιγά σιγά από τη βία. Με την επιτυχία του φωτογραφικού στούντιο, ο Τσολάκ διέθετε τα μέσα να φέρει τα αδέλφια του στη Μερζιφούντα. Εκτός από τον μικρότερο αδελφό, τον Σαμαβόν, όλα τα υπόλοιπα αδέλφια του θα τον ακολουθούσαν τελικά. Ο αδελφός του Αράμ, που χρειαζόταν επείγουσα ιατρική φροντίδα λόγω ενός σοβαρού τραύματος στο πόδι, ήταν ο πρώτος που έφτασε και άρχισε να βοηθάει στο στούντιο και τον σκοτεινό θάλαμο.
Στον πόλεμο ως φωτογράφοι
Καθώς ξεκινούσε το 1914, οι Ντιλντιλιάν και το Κολέγιο Ανατόλια ευημερούσαν. Όλα όμως σταμάτησαν απότομα με την έναρξη του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Η επίταξη πολεμικού υλικού κατέστρεψε την τοπική οικονομία. Οι φωτογραφικές ικανότητες του Τσολάκ και του Αράμ ήταν απαραίτητες για τις τοπικές αρχές, γεγονός που τους κράτησε στο σπίτι τους, μακριά από το μέτωπο. Μέχρι το τέλος του πολέμου ο Τσολάκ και ο Αράμ θα φορούσαν στολές του οθωμανικού στρατού, τραβώντας φωτογραφίες και όχι κρατώντας τουφέκια.
Η άνοιξη του 1915 έφερε μαζικές συλλήψεις και εκτελέσεις, πρώτα των ηγετών της κοινότητας και σύντομα των περισσότερων ενήλικων ανδρών.
Σε ορισμένους πρόσφεραν τη δυνατότητα της δωροδοκίας που θα τους βοηθούσε να αποφύγουν τη σύλληψη. Αυτοί οι λίγοι τυχεροί υποχρεώθηκαν να ασπαστούν το Ισλάμ και την τουρκική ταυτότητα. Στις 22 Ιουνίου 1915 ανακοινώθηκαν οι διαταγές απέλασης και μέχρι τον Αύγουστο οι τελευταίοι Αρμένιοι, συμπεριλαμβανομένων πολλών καθηγητών, προσωπικού και φοιτητών του κολεγίου, είχαν φύγει. Οι περισσότεροι πέθαναν πριν φτάσουν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης στη συριακή έρημο. Υπό την απειλή της απέλασης, η οικογένεια ασπάστηκε το Ισλάμ και τα μέλη της πήραν τουρκικά ονόματα. Διατήρησαν τη χριστιανική τους πίστη ιδιωτικά στο σπίτι, πίσω από κλειστά παράθυρα και ψηλούς
τοίχους.
Σκάβοντας βαθιές σήραγγες και εξασφαλίζοντας κρυψώνες, έκρυψαν και διέσωσαν πάνω από 40 νέους άνδρες και γυναίκες στα σπίτια τους κατά τη διάρκεια των επόμενων δύο ετών.
Η υπογραφή της ανακωχής του Μούδρου στις 30 Οκτωβρίου 1918 έφερε το τέλος του πολέμου για τους Οθωμανούς. Ο Αράμ και ο Τσολάκ άφησαν στην άκρη τις φωτογραφικές μηχανές τους και αμέσως έπεσαν με τα μούτρα στο έργο της αρωγής. Με τη βοήθεια των υπόλοιπων Αμερικανών και της Επιτροπής Περιθάλψεως της Εγγύς Ανατολής, ιδρύθηκε ένα ορφανοτροφείο στους χώρους του κολεγίου.
Ο Αράμ, ο οποίος άνοιξε ξανά το στούντιο της Σαμψούντας, βρέθηκε σύντομα να κατακλύζεται από το έργο της αρωγής. Οι φωτογραφικές μηχανές των Ντιλντιλιάν θα ήταν και πάλι ενεργές, αλλά αυτή τη φορά θα αποτύπωναν εικόνες από τα ορφανά και τα δεινά των επιζώντων.
Το καλοκαίρι του 1920 οι Αρμένιοι έγιναν και πάλι στόχος. Ο Τσολάκ αποφάσισε να μεταφέρει την οικογένειά του στη Σαμψούντα και να ξαναβρεθούν με τον αδελφό του Αράμ. Ελπίζοντας αρχικά να ξαναχτίσουν τη φωτογραφική επιχείρηση στη Σαμψούντα, καθώς εκεί οι συνθήκες ήταν οριακά ασφαλέστερες από την ενδοχώρα, τα αδέλφια βρέθηκαν να ασχολούνται όλο και περισσότερο με το ανθρωπιστικό έργο.
Ένα σημαντικό αρχείο εγγράφων και φωτογραφιών που άφησε ο Αράμ μαρτυρά τους καθημερινούς αγώνες για τη λειτουργία του ορφανοτροφείου.
Νέα αρχή στον Πειραιά και τις ΗΠΑ
Το φθινόπωρο του 1922 τα ελληνικά στρατεύματα αποσύρθηκαν ηττημένα. Η πόλη της Σμύρνης κάηκε με μεγάλες απώλειες σε ανθρώπινες ζωές για τους Αρμένιους και τους Έλληνες κατοίκους της. Τον Νοέμβριο δόθηκε στους Ντιλντιλιάν προειδοποίηση 24 μόνο ωρών προκειμένου να εγκαταλείψουν τη χώρα.
Μάζεψαν τα υπάρχοντά τους, συμπεριλαμβανομένων εκατοντάδων φωτογραφιών και γυάλινων αρνητικών, και επιβιβάστηκαν στο πλοίο S.S. Belgravia που είχε σταλεί από την Αμερικανική Επιτροπή της Εγγύς Ανατολής (Near East Relief). Μετά από ένα επικίνδυνο ταξίδι με το πλοίο, έφτασαν στο λιμάνι του Πειραιά.
Ο Αράμ, ο Τσολάκ και οι γιοι του ξεκίνησαν αμέσως να αναβιώνουν το φωτογραφικό στούντιο, καταγράφοντας την ανθρωπιστική κρίση που τους περιέβαλλε.
Ωστόσο, προσδοκούσαν να ακολουθήσουν την αδελφή τους Νεβάρτ, η οποία είχε μεταναστεύσει στην Αμερική πριν από τον πόλεμο.
Ο Τσολάκ τελικά επέλεξε να εγκατασταθεί στην Ελλάδα, ενώ ο Αράμ με τη σύζυγό του και τον επιζώντα γιο τους έφτασαν στο νησί Έλις στις 4 Ιουλίου 1923. Κατάφερε να επανενωθεί με την αδελφή του Νεβάρτ στην Καλιφόρνια, όπου ξανάχτισε την καριέρα του.
Καθώς η δεκαετία του 1920 έφτανε στο τέλος της, το στούντιο Ντιλντιλιάν στον Πειραιά, ανθούσε. Ο Τσολάκ με τον γιο του, Χουμαγιάκ, άνοιξαν ένα δεύτερο υποκατάστημα, αλλά με την παγκόσμια οικονομική ύφεση και την κλονισμένη υγεία του Τσολάκ, η επιχείρηση αναγκάστηκε να περιοριστεί σε ένα στούντιο στην καρδιά της προσφυγικής γειτονιάς της Κοκκινιάς.
Τον Αύγουστο του 1935 ο Τσολάκ Ντιλντιλιάν υπέκυψε στον καρκίνο που είχε πρωτοεμφανιστεί στο σαγόνι του.
Ο Χουμαγιάκ πειραματιζόταν πάντα με τις τελευταίες τεχνοτροπίες και τεχνικές της φωτογραφίας, χρησιμοποιώντας συχνά μέλη της οικογένειάς του ως μοντέλα, ιδίως την αδελφή του Άλις, η οποία εγκατέλειψε το σχολείο για να βοηθήσει στο στούντιο όταν ο πατέρας της αρρώστησε. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1930, το στούντιο επεκτάθηκε και πάλι, με το άνοιγμα ενός σύγχρονου κεντρικού στούντιο στο λιμάνι του Πειραιά. Τα δύο αδέρφια λειτουργούσαν το στούντιο σε μια ακόμη ταραγμένη περίοδο που είδε την άνοδο της δικτατορίας του Μεταξά στην Ελλάδα και την εξάπλωση του ναζισμού στην Ευρώπη.
Το στούντιο Ντιλντιλιάν επέζησε στην Κατοχή, αλλά τα ταραγμένα χρόνια που ακολούθησαν άφησαν το σημάδι τους. Όλα τα μέλη της οικογένειας σταδιακά μετανάστευσαν στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου συνέχισαν να εργάζονται ως φωτογράφοι. Με τη συνταξιοδότηση του Αράμ και του Χουμαγιάκ, σχεδόν 100 χρόνια φωτογραφικής κληρονομιάς της οικογένειας Ντιλντιλιάν έφτασαν στο τέλος τους.
Η ιστορία τους όμως παραμένει ζωντανή, χάρη στα αρχεία που διατήρησαν και συνεχίζουν να διηγούνται τις εμπειρίες τους, μοιράζοντας τις εικόνες και τα όνειρα της χαμένης τους πατρίδας.
Έλλη Τσολάκη