Θεόσταλτη αρρώστια θεωρούσαν οι Πόντιοι την ευλογιά, τη βράσα όπως την αποκαλούσαν, που στράβωνε και έφερνε βαριές αναπηρίες, και που συχνά σκότωνε όσους την κολλούσαν. «Σα ζώντας-ι-σ’ ‘κι επίασέ σε; Θα πιάν’τσε αποθαμένον (Δεν σ΄ έπιασε ζωντανό; Θα σε πιάσει νεκρό)», έλεγαν.
Για να μην ξύνονται τα παιδιά που περνούσαν ευλογιά έδιναν έναν φτερό πουλερικού για να χαϊδεύει με αυτό απαλά τα σπυριά, ώστε να μην γίνει «βλογιοκομμένο». Στο παράθυρο ή κοντά στο κρεβάτι τον άρρωστου αναρτούσαν κόκκινο ή κίτρινο ύφασμα και δεν του έδιναν αλμυρά και ξινά φαγητά. Επίσης, μέσα στο σπίτι δεν μαγείρευαν όσπρια, ψάρι, κρέας και δεν έβραζαν (κατά την πλύση) ρούχα. Η καθαριότητα ήταν ακόμα πιο σχολαστική και το θυμίασμα ακόμα πιο συχνό.
Μιας και η Αγία Βαρβάρα θεωρούνταν προστάτης των παιδιών, στη γιορτή της, όπως και στη διάρκεια της ασθένειας μέλους της οικογένειας, πρόσφεραν κολλυβόζουμο, καρύδια, μελόπιτες.
Έχοντας την πίστη ότι τη βράσα θα την περάσουν όλοι, την καλόπιαναν… ώστε να την περάσουν ανώδυνα. Γι’ αυτό και οι γείτονες έστελναν τα παιδιά τους στο σπίτι του άρρωστου παιδιού να πάει να την προσκαλέσει: «Έλα και σ’ εμέτερα. Με το καλόν να έρχεσαι και με το καλόν να πας» (Έλα και σ’ εμάς. Με το καλό να έρθεις και με το καλό να φύγεις)» έλεγαν.
Να σημειωθεί ότι σε μερικά μέρη του Πόντου ο εμβολιασμός (κοτζακίαμαν) κατά της ευλογιάς είχε ξεκινήσει πριν από το 1922.