Στιλ αυστηρό, γυαλιά μυωπίας, σχεδόν πάντοτε με κοστούμι στην πίστα, ή παλαιότερα στο πάλκο. Αν κάποιος συναντούσε στα ’50s-’60s τον Πάνο Γαβαλά στο δρόμο, αν δεν τον είχε σε δει σε κέντρο ή σε φωτογραφία, δεν θα μπορούσε να πιστέψει ότι αυτός ο άνθρωπος έγραψε και ερμήνευσε τόσο σπουδαία και διαχρονικά τραγούδια. Ενδεχομένως να τον περνούσε για τον αυστηρό γυμνασιάρχη του διπλανού σχολείου. Και όχι μόνο.
«Πηγαίναμε για πρόβες και σταματούσαμε στα φανάρια. Φωνάζανε: “Γεια σου, γιατρέ”. Είχε κάτι το αριστοκρατικό. Η φωνή του έμεινε και στα καλύτερα σαλόνια. Και δεν έκανε πολλές γαρνιτούρες στα τραγούδια του, ήτανε ατόφιος, αληθινός, είχε βελούδινη φωνή». Η Ρία Κούρτη, που τα εξομολογήθηκε όλα αυτά, ήταν δίπλα του στη σκηνή επί 25 χρόνια. Το μακροβιότερο ντουέτο στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού.
«Ο ντιζέρ του λαϊκού τραγουδιού», όπως τον αποκαλούσε η Ρένα Βλαχοπούλου, έζησε πολλή φτώχεια, δυσκολίες και παραδόξως δεν μεγάλωσε με το όραμα να γίνει τραγουδιστής. Αυτό προέκυψε στην πορεία. Ευτυχώς.
Το τσαγκαράδικο και τα γυαλιά
Γεννήθηκε το 1926 στον Άγιο Αρτέμιο στο Παγκράτι από γονείς νησιώτες. Φολέγανδρο ο πατέρας, Ικαρία η μητέρα. Ο πατέρας προπολεμικά διατηρούσε ταβέρνα στην περιοχή, ενώ ο Πάνος από μικρός μπήκε στην αναζήτηση του μεροκάματου.
Η πρώτη επαφή του με τη μουσική έγινε στα παιδικά του χρόνια· με μια φυσαρμόνικα έπαιζε στους προσκόπους. Λίγο μετά με τις χαβάγιες, με τις οποίες έκανε καντάδες.
Στα χρόνια της Κατοχής εντάχθηκε στον ΕΛΑΣ και βρέθηκε στο Τμήμα Διασκέδασης όπου και τραγουδούσε.
Το 1945 άνοιξε τσαγκαράδικο στην Καισαριανή, ενώ ταυτόχρονα δούλευε και την ταβέρνα που είχε ο πατέρας του. Την έκλεισαν όμως, γιατί μαζεύονταν Αριστεροί. Τότε πρωτόπιασε την κιθάρα και με δυο-τρεις φίλους του από το Παγκράτι έφτιαξαν ένα μικρό συγκρότημα, ερμηνεύοντας τραγούδια της εποχής. Οι υπόλοιποι συνέχισαν κάνοντας μικρές καριέρες σε ταβέρνες, ενώ ο Πάνος Γαβαλάς ακολούθησε το λαϊκό τραγούδι.
Παντρεύτηκε νωρίς, το 1948, με τη Ζωή Μουστάκη και έναν χρόνο μετά απέκτησε τον γιο του Γιάννη. Δύσκολες εποχές. Δεκεμβριανά, Εμφύλιος, φτώχεια, ανέχεια. Για να μπορέσει να ανταπεξέλθει στην οικογένειά του το πρωί δούλευε τσαγκάρης, ψαράς, κουρέας, φορτοεκφορτωτής και ηλεκτροσυγκολλητής. Τότε, σε ένα ατύχημα έπαθε αποκόλληση και σε συνδυασμό με το στραβισμό αναγκάστηκε να φορέσει γυαλιά τα οποία ποτέ δεν αποχωρίστηκε. Ναι, τα γυαλιά έγιναν σήμα κατατεθέν του, εν αγνοία του φυσικά.
Και επειδή υπήρχε ανάγκη, επιστράτευσε την καλή φωνή του και το βράδυ έπαιζε σε μικρά λαϊκά ταβερνάκια. Και οι καντάδες σιγά-σιγά έδωσαν τη θέση τους στα περιφρονημένα και απαξιωμένα τότε λαϊκά.
Ο δρόμος για την επιτυχία
Αυτοδίδακτος γαρ, έμαθε και μπουζούκι και ήταν ο σπουδαίος Γεράσιμος Κλουβάτος που του άνοιξε την πόρτα των ηχογραφήσεων, αρχικά με την ιδιότητα του μπουζουξή. Ως τέτοιος μπήκε στην ορχήστρα του Βασίλη Τσιτσάνη, με τον οποίον όχι μόνο είχε συνεργασία στα μαγαζιά, αλλά τους προμήθευε και ψάρια αφού τότε έκανε και αυτή τη δουλειά.
Το ξεκίνημά του στη δισκογραφία σαν τραγουδιστής έγινε τον Απρίλιο του 1954 με τα τραγούδια του Κώστα Καπλάνη «Το άδικο» και «Ζωή σερέτισσα». Τη χρονιά εκείνη φωνογράφησε μόνο 7 κομμάτια, τα οποία δεν είχαν την επιτυχία που θα τον έκανε… όνομα – έτσι το κλίμα εκ μέρους της εταιρείας δεν ήταν και το καλύτερο απέναντί του. Ίσως γι’ αυτό είχε αναφέρει σε σε κάποια συνέντευξη: «Τα πρώτα 7 τραγούδια που είπα σε δίσκο δεν πιάσανε και με πετάξανε 1,5 χρόνο έξω από την εταιρεία». Βέβαια με τις δισκογραφικές, όπως θα δείτε και πιο κάτω, έπαιζε θέμα από την αρχή.
Την επόμενη χρονιά συνεργάστηκε με τον Απόστολο Καλδάρα στο κέντρο «Θείος» που βρισκόταν στην περιοχή του Βλάχου στα σύνορα Ν. Ιωνίας, Ν. Φιλαδέλφειας και Μεταμόρφωσης. Και την επόμενη χρονιά ηχογράφησε την πρώτη του μεγάλη επιτυχία –που ήταν και δική του σύνθεση–, «Σιγανοψιχάλισμα».
Τότε έπαιζε σε ένα μαγαζί στου Ζωγράφου που λεγόταν «Γαρδένια». Από εκεί ξεκίνησε η ιστορία του τραγουδιού, το οποίο, όπως έλεγε χαρακτηριστικά, τον «καταδίκασε». Τον καθιέρωσε και τον «καταδίκασε» στην επιτυχία και τον ανταγωνισμό στην πρώτη γραμμή του λαϊκού τραγουδιού για 30 χρόνια.
Ο αντάρτης των δισκογραφικών
Από εκεί και πέρα ο δρόμος για την κορυφή του λαϊκού είχε ανοίξει. Μάλιστα, βρισκόταν στην πρώτη γραμμή του είδους μαζί με τον Στέλιο Καζαντζίδη που οι φήμες τότε τους ήθελαν εχθρούς, αλλά οι ίδιοι το διασκέδαζαν όταν πήγαιναν παρέα για ψάρεμα.
Σε πολλά τραγούδια του είχε κάνει σεκόντα η γυναίκα του Ζωή, όπως στο παρακάτω αριστούργημα:
Και μετά ήρθε η Ρία Κούρτη (Ελευθερία Δημητριάδη-Κουρμάζου το πραγματικό της όνομα), με την οποία έγιναν το πιο ονομαστό επαγγελματικό ντουέτο του τραγουδιού. Ήρθε και η καταξίωση από τον ελληνικό κινηματογράφο όπου βγήκαν μεγάλες επιτυχίες:
Μακριά από τα φώτα της πίστας ο Πάνος Γαβαλάς ήταν ένας ήρεμος και ευτυχισμένος οικογενειάρχης, ο οποίος έτρωγε σαρδέλες προτού γράψει στο στούντιο, γιατί πίστευε «το πολύ αλάτι δημιουργούσε διαστολή των φωνητικών χορδών».
Όσον αφορά τη σχέση με τη Ρία Κούρτη, έχει περάσει στην ιστορία το παρακάτω περιστατικό: Παρότι ο Πάνος Γαβαλάς τραγουδούσε τα πάντα στα λαϊκά κέντρα όπου εμφανιζόταν, συχνά ξεχνούσε κάποιους στίχους και χρειαζόταν επειγόντως κάποιον υποβολέα. Το ρόλο αυτό έπαιζε η Ρία Κούρτη που εκτός από τα καταπληκτικά σεκόντα ήταν πάντα σε επιφυλακή προκειμένου να γεμίζει τα κενά διαστήματα.
Ένα βράδυ όμως μετά από έναν καβγά εκείνη πείσμωσε και δεν τον βοήθησε στο πάλκο. Αποτέλεσμα ήταν να τσακωθούν, αλλά η παρεξήγηση είχε και συνέχεια. Τελειώνοντας το πρόγραμμα, όπως βγήκαν έξω, ο Πάνος Γαβαλάς γλίστρησε και έπεσε κάτω. Της ζητούσε να τον σηκώσει, αλλά εκείνη αρνιόταν πεισματικά.
«Εν τω μεταξύ, ο κόσμος πέρναγε κι έλεγε “Καληνύχτα σας” και βλέπανε τον Πάνο Γαβαλά κάτω» έγραψε ο Δημήτρης Μανιάτης στην βιογραφία του Πάνου Γαβαλά Μια ζωή όλο φως.
Προς έκπληξη όλων, το 1965 δεν ανανέωσε το συμβόλαιο με την «Columbia» και μαζί με τον Στέλιο Πελαγίδη, άνδρα της Πόλυς Πάνου εκείνη την εποχή, δημιούργησαν την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρεία «Βεντέττα».
Η επιτυχία ήταν σαρωτική και ο Πάνος Γαβαλάς αισθανόταν ότι είχε την ελευθερία στα τραγούδια. Όμως άρχισε ο πόλεμος με τις μεγάλες εταιρείες και οι εσωτερικές διαφωνίες. Η «Βεντέττα» ξεκίνησε το 1966, εκεί έβγαλε γύρω στα 20 τραγούδια και μετά από ένα εξάμηνο αποχώρησε. Από εκεί και πέρα μέχρι το 1971 η εταιρεία λειτούργησε με την Πόλυ Πάνου. Το 1967 έκανε τη «Sonata» που κράτησε ως το 1972.
Τα σταυροδρόμια της ζωής
Όταν έκλεισε και η «Sonata» ο Πάνος Γαβαλάς έφυγε για τουρνέ στην Αμερική προκειμένου να ξεπληρώσει τα χρέη της εταιρείας. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1974 και εμφανίστηκε στο «Όνειρο» στην Αθηνών-Λαμίας μαζί με τη Ρία Κούρτη.
Το 1975 γύρισε μεν δισκογραφικά στη «Minos», αλλά όπως θυμάται ο γιος του Γιάννης Γαβαλάς: «Δεν ήθελε να επιστρέψει και στην ουσία δεν τον ήθελαν και εκείνοι, γιατί ήταν το μαύρο πρόβατο. Δεν τον ήθελαν και αυτό αποδείχτηκε, γιατί όταν έκανε αυτό το δίσκο με τη “Δοκιμασία” και ο δίσκος άρχισε να κάνει πωλήσεις τον σταμάτησαν από την κυκλοφορία. Και εκεί το κατάλαβε πια και έτσι αποχώρησε. Μετά του κόπηκε το κουράγιο, δεν ξανάγραψε, αρρώστησε κιόλας βέβαια»
Νά όμως που δεν είχε πει την τελευταία του κουβέντα. Και λίγο προτού τελειώσει η δεκαετία του 1970 γνώρισε μια τεράστια επιτυχία, «Το σταυροδρόμι»:
Ο Πάνος Γαβαλάς έγινε ξανά περιζήτητος, από μια άλλη γενιά. Όμως η διασκέδαση είχε πλέον αλλάξει. Ήταν μια εποχή με μάχες για τη μαρκίζα και ο τραγουδιστής ήταν αρκετά… βαρύς για να ασχολείται με τόσο ελαφριά θέματα. Είχε βαρεθεί.
Το 1982 τραγούδησε και στον Λυκαβηττό σε κάποιες συναυλίες που διοργάνωνε τότε το περιοδικό Ντέφι.
Το 1986, με την προτροπή και την επιμέλεια του Γιώργου Κοντογιάννη, ηχογράφησε στη «Λύρα» τον τελευταίο του δίσκο με τίτλο Μια ανάσα. Την ίδια χρονιά εμφανίστηκε για τελευταία φορά μπροστά σε αρκετές χιλιάδες κόσμο, στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας σε μια συναυλία αφιέρωμα στο κοινωνικό λαϊκό τραγούδι που έγινε στο πλαίσιο των εκδηλώσεων του 12ου Φεστιβαλ ΚΝΕ Οδηγητή.
Εκείνη την εποχή δημιούργησε και ένα μαγαζί, στο 23ο χιλιόμετρο της Αθηνών-Λαμίας, το οποίο δεν πρόλαβε να λειτουργήσει. Το έφτιαχνε για τα γεράματά του. Για να συναντιέται εκεί με τους φίλους του, να πίνουνε το κρασί τους και να λένε τα τραγούδια τους. Η ζωή όμως είχε άλλα σχέδια, καθώς άφησε την τελευταία του πνοή στις 3 Δεκεμβρίου του 1988.
Σπύρος Δευτεραίος