Ο Σάββας Πιπερίδης γεννήθηκε στον οικισμό Γιαννακάντων, νοτιοανατολικά της Αδολής. Εκκλησιαστικά ο οικισμός άνηκε στη μητρόπολη Ροδοπόλεως. Πριν από το 1914 ο πληθυσμός ανερχόταν σε 270 Έλληνες, οι οποίοι μιλούσαν ποντιακά και είχαν εγκατασταθεί στους τρεις μαχαλάδες της περιοχής: Λαχανάς, Γιαννακάντων και Ομάλι. Από τα προϊόντα που παρήγαν, διέθεταν κυρίως τα γαλακτοκομικά στην αγορά της Τραπεζούντας, ενώ για να συμπληρώσουν το εισόδημά τους, έπαιρναν το δρόμο της ξενιτιάς με κύριο προορισμό τη Ρωσία, όπου εργάζονταν κυρίως ως κτίστες, ξυλουργοί και καπνοκαλλιεργητές.
Η μαρτυρία που ακολουθεί περιλαμβάνεται στο Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, της μεγαλύτερης και παλαιότερης συλλογής προφορικής ιστορίας στην Ελλάδα και μίας από τις σημαντικότερες της Ευρώπης.
≈
Το 1914 επιστρατεύθηκε ο πατέρας μου και τον έστειλαν στα αμελέ ταμπουρού, τάγματα εργασίας στο Ερζερούμ. Εκεί πέθανε. Μετά ένα χρόνο αρρώστησε και η μάνα από τύφο που πέθανε κι αυτή. Έμεινα ορφανός κι ακολουθούσα τους συγχωριανούς μου.
Το 1916, όταν πλησίασαν στα μέρη μας οι Ρώσοι, εμείς τους περιμέναμε να ενωθούμε μ’ αυτούς. Οι Τούρκοι θέλησαν να μας πιάσουν και να μας τραβήξουν στο εσωτερικό.
Τότε, τα εφτά χωριά του Χαψίκιοϊ συγκεντρώθηκαν στο μεγάλο Σπέλον του χωριού Κουνάκα. Το Σπέλον αυτό απείχε απ’ το χωριό μας τέσσερα χιλιόμετρα, τρία χιλιόμετρα από την Κουνάκα και όλα τα χωριά γύρω. Ήταν σαν φυσικό οχυρό και είχε μάκρος κάπου δέκα χιλιόμετρα. Έλεγαν έβγαινε στο χωριό Ποπαρζέν. Το στόμιο της σπηλιάς ήταν δύο χιλιόμετρα ψηλά από ένα ποτάμι. Μερικοί τολμηροί κατέβαιναν στο ποτάμι και έφερναν με κουβάδες νερό.
Υποφέραμε πολύ από νερό, γιατί ήταν Ιούλιος μήνας και μέσα η σπηλιά δεν είχε. Μερικοί έγλειφαν υγρές πέτρες, άλλοι πρόσφερναν μια λίρα χρυσή για έναν κουβά νερό.
Οι Τούρκοι μάς πολιόρκησαν και έβαζαν με τα κανόνια τους επάνω μας. Η πολιορκία αυτή κράτησε οχτώ μέρες. Σαν είδαμε ότι δεν θα τα βγάλομε πέρα, βγήκαμε όλοι και παραδοθήκαμε στον τουρκικό στρατό. Όταν κατεβήκαμε κάτω στο ποτάμι, έπεσαν όλοι μπρούμυτα να πιουν. Το ποτάμι, όπως έτρεχε, στέρεψε από το πολύ πιόσιμο του νερού και πέρα από τον κόσμο σταλιά δεν πρόφταινε να διαβεί.
Ευτυχώς οι Τούρκοι δεν μας πείραξαν. Μας εξόρισαν στη Σερίανα και στο χωριό Άτρα της Αργυρούπολης. Εκεί μείναμε κάπου ένα χρόνο μαζί με τους άλλους Έλληνες Αργυρουπολίτες. Μας έπαιρναν στις δουλειές τους σαν αδέρφια, γιατί τα μέρη μας ήταν πλούσια σε γεωργική παραγωγή. Έτσι δεν υποφέραμε στην εξορία μας. Όταν όμως γυρίσαμε στο χωριό, τέλη του 1917, δεν βρήκαμε τίποτα στο χωριό, γιατί τα πήρε όλα ο τουρκικός στρατός.
Εμένα, μόλις γύρισα στο χωριό, αμέσως με πήρε κάποιος πατριώτης μου υπό την προστασία του, κατεβήκαμε στην Τραπεζούντα αρχάς 1918 και φύγαμε στη Ρωσία, απ’ όπου ήρθα στην Ελλάδα το 1939. Οι άλλοι πατριώτες μου έμειναν στο χωριό μέχρι το 1922 με πολλές στερήσεις και κακουχίες. Άρχισαν από το μηδέν. Οι άντρες κατέβαιναν στην Τραπεζούντα, δούλευαν εδώ κι εκεί, κέρδιζαν λίγα χρήματα και πήγαιναν ψωμί στα σπίτια τους. Η πείνα και οι στερήσεις κράτησαν μέχρι το 1922, οπότε ειδοποιήθηκαν να κατέβουν στην Τραπεζούντα για να φύγουν στην Ελλάδα. Με την ψυχή στα δόντια φτάσανε στην Τραπεζούντα, όπου τους παρέλαβε αμέσως ο Ερυθρός Σταυρός, τους έβαλε σε βαπόρι δωρεάν και τους τροφοδοτούσε κιόλας επάνω στο βαπόρι. Έτσι έφτασαν στη Θεσσαλονίκη χειμώνα του 1922.
Την άνοιξη του 1923 έφυγαν όλοι από τη Θεσσαλονίκη και ήρθαν στην Κοζάνη.
Εκεί, κατά συγγενολόγια πήγαν και αποκαταστάθηκαν ως γεωργοί στα χωριά της Κοζάνης, στο Πρωτοχώρι, στο Λεβέντη, στον Πολύμυλο, στο Άι-Δημήτριο και στα Καραγιάννινα (Ξηρολίμνη). Στην Πτολεμαΐδα μένομε δύο οικογένειες από το Γιαννακάντων. Μέχρι σήμερα (σ.σ. το 1958 που είχε δοθεί η μαρτυρία) δεν μάθαμε τίποτα για το χωριό μας.