Η Ελένη Τριανταφυλλίδη γεννήθηκε στον οικισμό Όλασα, κοντά την Τραπεζούντα. Ο οικισμός είχε μικτό πληθυσμό και οι Έλληνες κάτοικοί του μιλούσαν ποντιακά. Ασχολούνταν με κυρίως με τη γεωργία και την κτηνοτροφία, ενώ, για να συμπληρώσουν το εισόδημά τους, πολλοί κάτοικοι έπαιρναν το δρόμο της ξενιτιάς, με προορισμό τη Ρωσία, όπου απασχολούνταν κυρίως ως καπνεργάτες.
Η μαρτυρία που ακολουθεί περιλαμβάνεται στο Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, της μεγαλύτερης και παλαιότερης συλλογής προφορικής ιστορίας στην Ελλάδα και μίας από τις σημαντικότερες της Ευρώπης.
≈
Την άνοιξη του 1917 αρχίσανε να βομβαρδίζουνε τα ρώσικα πλοία την Τραπεζούντα. Τότε φοβηθήκαμε και πήγαμε για πιο ασφάλεια στην Όλασα. Σ’ ένα μήνα μπήκανε οι Ρώσοι. Όλοι είχαμε ενθουσιασμό όταν τους είδαμε. «Έφτασε η ελευθερία μας» λέγαμε και στα παλληκάρια τους Ρώσους που τους βλέπαμε στο δρόμο, τους λέγαμε: «Εμάς μας ελευτερώσατε, άμε να πάτε τώρα και στη Σαμψούντα να τους γλιτώσετε κι αυτούς».
Δεν πρόλαβαν όμως όχι στη Σαμψούντα να πάνε να ελευτερώσουνε, αλλά ούτε και σε μας να μείνουνε.
Το ίδιο φθινόπωρο αφήσανε τα χωριά μας και φύγανε και από πίσω τους κι εμείς τους ακολουθήσαμε στη Ρωσία. Από την ‘Ολασα δεν φύγανε όλοι, πολλοί μείνανε. Πόσοι να πω δεν ξέρω, γιατί εμείς φύγαμε από την Τραπεζούντα.
Από τότε άρχισε η δυστυχία μας και η κακοπέραση. Είχε αρχίσει το κρύο –αρχές του χειμώνα του 1918– όταν φύγαμε. Πήγαμε πρώτα στο Μπατούμ. Μείναμε οχτώ μήνες και φύγαμε, γιατί κοντά ήτανε οι Τούρκοι και δεν νιώθαμε ησυχία. Πήγαμε στο εσωτερικό, στον Καύκασο, στο Τουαψέ. Εκεί ήτανε καλά κι έπιασε πάλι το εμπόριο ο άντρας μου. Βρέθηκαν όμως κακοί άνθρωποι δικοί μας, Χριστιανοί, και μας κατηγόρησαν στους Ρώσους. Είπανε τον άνδρα μου «μπουρζού»1 και τον πιάσανε οι Ρώσοι και τον φυλακίσανε. Κατάφερε με τα πολλά και βγήκε απ’ τη φυλακή και τότε φύγαμε στο Μπατούμ, για να πάμε από κει στην Ελλάδα.
Τριάμισι χρόνια είχαμε μείνει στο Τουαψέ. Και στο Μπατούμ μείναμε πάλι πέντε-έξι μήνες ως να καταφέρουμε να βρούμε θέση στο πλοίο και να φύγουμε. Ήτανε τέλος του 1922 και ο Βενιζέλος είχε υπογράψει την Ανταλλαγή και όλοι οι Χριστιανοί φεύγανε για την Ελλάδα.
Τέλος πάντων, καταφέραμε και μπήκαμε στο πλοίο. Κι εκεί όμως δεν τέλειωσαν τα βάσανά μας. Το πλοίο είχε ξεκινήσει όταν ήρθαν Ρώσοι και το σταμάτησαν και ήθελαν να μας πάρουνε πίσω. Κατηγορούσανε ότι είχαμε πολλά χρήματα μαζί μας. Τέλος πάντων, μεσολάβησαν όλοι οι πατριώτες μας και μας αφήσανε και φύγαμε.
Κι εδώ στην Ελλάδα είχαμε περιπέτειες, τι να τις λέμε, ό,τι και να πεις δεν ξεχνιώνται. Ο Βενιζέλος μάς έφερε στην πατρίδα, στην Ελλάδα, και μας πήρε την «ψη»2 μας. Τα Βασίλεια πρέπει πια να ησυχάσουνε, να βρει ησυχία ο κόσμος, να ζήσει να γιορτάζει σα Χριστιανός.
Όσοι στα 1918 μείνανε πίσω στην Όλασα, στα 1922 φύγανε όλοι μαζί και πήγανε στην Τραπεζούντα και με τα πλοία φύγανε για τον Πειραιά. Άλλοι πήγανε στην Πόλη κι από κει ήρθανε στην Ελλάδα για να ταξιδέψουνε πιο ήσυχα. Πόσοι φύγανε απ’ την Τραπεζούντα, πόσοι απ’ την Πόλη, δεν μπορώ να το πω, γιατί εμείς δεν φύγαμε μαζί τους. Έφυγαν λίγο πιο ύστερα από μας, αρχές του 1923.
Μόνο ξέρω για τη μητέρα μου και τ’ αδέλφια μου που φύγανε απ’ την Όλασα πως τραβήξανε πολλά.
Είχανε φορτώσει δύο άλογα με τα πράματά τους και φεύγανε να περάσουνε απ’ την Τραπεζούντα κι από κει να πάνε για την Πόλη, για να ‘ρθουνε από κει στην Ελλάδα. Στο δρόμο, όμως, που πήγαιναν στην Τραπεζούντα, τους σταμάτησαν οι Τούρκοι και τους πήρανε κι άλογα και πράματα. Γυμνοί, που λέει ο λόγος, φτάσανε στην Πόλη κι εκεί πέθανε η μητέρα μου και δεν πρόλαβε να ‘ρθη εδώ καθόλου.