Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού με ακροστιχίδα: «του ταπεινού Ρωμανού». Διαβάστε το Μέρος Α’ και το Μέρος Β’.
Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας από τον Θεόφιλο Πουταχίδη.
ι’. Οι οιμωγές κι ο σπαραγμός όσων θρηνούσαν τα παιδιά, τα νιούτσικα βλαστάρια, σηκώνανε μια βοή
που έσκαγε πάνω στη γη σαν τη βροντή με κρότο.
Και αντηχούσαν τα βουνά, κοιλάδες και φαράγγια, κι ήταν κι αυτά σαν να θρηνούν·
έπαιρναν τον αντίλαλο απ’ τις κραυγές του πόνου, δικό τους τον εκάνανε κι έφτιαχναν μοιρολόι.
Έτσι, συμπάσχανε κι αυτά κι οδύρονταν μαζί τους.
Αν ήσουν από μια μεριά, θα έβλεπες τι πάει να πει «πότισε η γη με αίμα».
Πότισε ως κι η έρημος, ως και τα μέρη εκείνα που ήταν ακατοίκητα,
ότι ως εκεί απλώθηκε η οργή του παρανόμου. Μα πόσο υπερφίαλος ήταν αυτός στ’ αλήθεια!
Μητέρες όταν έβλεπε, τις έπαιρνε κατόπι και όταν μοιραία τις πρόφταινε, έπαιρνε τα παιδιά τους·
τους τα ’παιρνε ο άθλιος μες απ’ την αγκαλιά τους, εκεί που κείνα κούρνιαζαν σαν να ’ταν σπουργιτάκια π’ αμέριμνα τιτίβιζαν κάποιο γλυκό τραγούδι.
Τ’ άρπαζε, τα κατάσφαζε χωρίς να λογαριάζει, ο άθλιος ο άνθρωπος,
πως το έγκλημα που κάνει, το δείχνει πια ξεκάθαρα
ότι η εξουσία του σύντομα καταρρέει.
ια’. Πάνω στις μάνες πέφτανε στρατιώτες αγριάνθρωποι με γυμνωμένα ξίφη,
καθώς αυτές βαστούσανε στην αγκαλιά τα βρέφη.
Από το φόβο τον πολύ και την αλλοφροσύνη ανοίγανε τα χέρια τους και πέφταν τα παιδιά τους την ώρα που θηλάζανε με πόθο τα καημένα.
Έτσι είν’ η φύση η θηλυκή, μπροστά στη βία την ωμή τρομάζει η γυναίκα –
κι ας έχει και προπέτεια μα και περίσσιο θράσος.
Γι’ αυτό και κάποιες απ’ αυτές, θερμοπαρακαλούσανε τους άγριους φονιάδες
και το λαιμό τους δείχνανε –
σφάξε εμένα πρώτη.
Να φύγουν πρώτες θέλανε και έτσι να μην δούνε τα σπλάγχνα τους να σφάζονται.
Απίστευτο σας φαίνεται; Όσες μητέρες γίνανε, αυτές καταλαβαίνουν…
Γι’ αυτό φωνάζαν το λοιπόν με πίκρα τέτοια λόγια: «Κι αν τα σκοτώνετε εσείς, εκείνα ταξιδεύουν και πάνω τα υποδέχεται
»ο Αβραάμ στην αγκαλιά του, όπως παλιά είχε δεχτεί κείνον τον Άβελ τον πιστό τον δούλο του Κυρίου».
Κι έμειν’ ο Ηρώδης να θρηνεί
ότι η εξουσία του σύντομα καταρρέει.
ιβ’. Την ώρα που οι παράνομοι χύναν τ’ αθώο αίμα
των άκακων των βλασταριών, έτσι έπρεπε να γίνει:
δικαίως να μνημονευτεί ο αγαθός ο Άβελ, που πρόσφερε προς τον Θεό μια καθαρή κι αμόλυντη θυσία όπως Του πρέπει.
Και βρίσκανε παρηγοριά στη θύμηση του Άβελ, γιατί κι εκείνος άδικα βρέθηκε σκοτωμένος.
Κι άλλον μπορούσαν να σκεφτούν, τον Ζαχαρία λέω, που είναι στον Θεό κοντά και δίκαια κατηγορεί
αυτούς που τον σκοτώσαν.
Ότι έτσι ήταν μια ζωή αυτοί οι Ιουδαίοι
κι οι άρχοντες που είχανε: παράνομοι και βίαιοι και αναιδείς συνάμα·
φονιάδες και ασύνετοι του Νόμου παραβάτες.
Τον Μωυσή δεν άκουσαν, κι αν πεις τον Ησαΐα, ένα πριόνι πήρανε και με αυτό τον έσφαξαν, τον κόψανε στα δύο.
Τώρα τα βρέφη της Ραχήλ βαλθήκανε και σφάζουν.
Γι’ αυτό και τώρα θα θρηνούν σαν πέσει ο βασιλιάς τους,
ότι η εξουσία του σύντομα καταρρέει.
ιγ’. Μα τι κακία είν’ αυτή; Μα τι τυφλή μανία που έχει αυτός ο βασιλιάς;
Τι πράξη ανελέητη το να σηκώνεις πόλεμο
απέναντι σε νήπια, κι ούτε τους πατριώτες σου να μην λυπάσαι διόλου.
Του γένους του όλα τα μωρά τα έχει ξεγραμμένα·
δεν σκέφτεται πως όλοι στο ίδιο καζάνι βράζουμε – άνθρωποι είμαστ’ όλοι.
Κείνους τους έρμους τους γονείς καθόλου δεν λυπάται· μέθυσε από την οργή
και πρώτα-πρώτα ξέχασε ο ίδιος του ποιος είναι
κι ύστερα δεν λογάριασε το ίδιο του το γένος.
Όρμησε απάνω σ’ όλους, όπως θηρίο άγριο που ’ναι παγιδευμένο
κι απ’ την παγίδα λύνεται και ρίχνεται με λύσσα σ’ όσους το παγιδέψανε καθώς το κυνηγούσαν.
Τους γιους τους κλαίγανε πικρά όλοι οι πατεράδες, κι οι μάνες κλαίγανε κι αυτές, κλαίγαν με μαύρο δάκρυ· μα εκείνου του ξεδιάντροπου
τ’ αυτί του δεν ιδρώνει· λες κι απ’ αυτόν άλλος κανείς στον κόσμο δεν υπάρχει.
Το μόνο που τον έμελλε ήταν να κλαίει και να θρηνεί γι’ αυτό που ο ίδιος χάνει,
ότι η εξουσία του σύντομα καταρρέει.