Την εποχή που έλεγε τα κάλαντα περιέγραψε στην Ελένη Μενεγάκη ο Φάνης Μουρατίδης, με μια αφοπλιστική ειλικρίνεια σχετικά με την… επιχείρηση που είχε στήσει!
«Ήμουν επιχειρηματίας στα κάλαντα. Τα έλεγα στα ποντιακά! Κάποιος μου είχε πει ότι θα μου δώσουν χιλιάρικο. Πήγα την επόμενη χρονιά και μόλις τα είπα είδα ότι με κοίταζε κάπως επειδή δεν το περίμενε. Απέκτησα “πελάτη” που του τα έλεγα κάθε χρόνο. Ήθελα να δείξω ότι μπορώ, ήταν πολύ σημαντικό για μένα να πω τα κάλαντα. Μαζεύαμε πέντε φράγκα για να πάρουμε ένα παντελόνι. Ήταν και γοητευτικό που πήγαινες και το κατάφερνες με την παρέα σου. Έπαιρνα και τον ξάδερφό μου έχοντας και λαχείο μαζί μας. Με τα χρόνια είχαμε αποκτήσει μια σχέση εμπιστοσύνης με τον “πελάτη”», περιέγραψε.
Μίλησε ακόμα για τους παιδικούς φίλους που έχει κρατήσει, τη γειτονιά του στη Θεσσαλονίκη, αλλά και πώς ήταν παιδί:
«Οι παιδικοί μου φίλοι είναι και κουμπάροι μου. Έχουμε στενές σχέσεις. Έχουμε μεγαλώσει μαζί, οι πρώτες βόλτες μαζί, φλερτ μαζί. Γενικά όλες τις αμαρτίες μαζί. Δεν νομίζω ότι έχω δείξει κάτι διαφορετικό από ό,τι έχω δείξει. Η δουλειά είναι όπως είναι. Δεν αλλάζει κάτι για μένα. Εγώ θέλω να περνάω καλά, δημιουργικά και να συνεχίσω να έχω τη σχέση μου. Όταν συναντιέσαι με τους συμμαθητές σου, μπαίνεις στο βαγόνι της εφηβείας αμέσως. Γίνεται αυτή η περιπέτεια που είναι μαγική. Και σου θυμίζουν πράγματα που εσύ έχεις ξεχάσει.
»Τα παιδιά τα δικά μας βρίσκονται σε άλλη κοινωνία από ότι ήμασταν εμείς. Τα βιώνουν διαφορετικά από ό,τι εμείς! Πολλές φορές νοσταλγώ τη δική μας εποχή. Όταν ανεβαίνω στη Θεσσαλονίκη γιατί η γειτονιά μου είναι σαν να είμαι στο γνωστό γκέτο, συγκινούμαι πάρα πολύ. Ότι παραμένει αυτή η εικόνα ίδια, με μεταφέρει στην εποχή ότι είμαι ο πιτσιρικάς της γειτονιάς.
»Είχα μια τάση να θέλω να γνωρίσω όλο τον κόσμο. Έβγαινα στον δρόμο και έλεγα “Γειά σου, είμαι ο Φάνης. Θες να γίνουμε φίλοι;”. Το δημοτικό και το γυμνάσιο το έβγαλα με άτομα που με βοήθησαν από το τηλέφωνο. Άρχισα να κάνω φάρσες τότε στο τηλέφωνο και άρχισα να ζητάω βοήθεια για τα μαθήματα.
»Και να είναι κάποιος στο σπίτι, αν δεν δίνει το χρόνο του στην οικογένειά του καλύτερα να λείπει. Εγώ εκείνη την εποχή μας μεγάλωνε και η γειτονιά. Αν έπρεπε η μητέρα σου να βγει στη δουλειά, βοηθούσε η γειτονιά. Εμένα η μητέρα μου όταν ξεκίνησε να κάνει προσπάθειες να δουλέψει, πήγαινα στην γειτόνισσα από κάτω και μου έφτιαχνε μακαρόνια. Έφτιαχνε ένα μικρό χωριό όλο αυτό. Αυτό ήταν για μένα αυτό που έχω στο κεφάλι μου και το νοσταλγώ. Η δυσκολία με έκανε πιο πλούσιο!».