Την τελευταία μέρα του Νοεμβρίου του 1949 έρχεται στη ζωή ο δεύτερος γιος της οικογένειας Μπονάτσου. Ο πατέρας δικαστικός, η μητέρα δασκάλα της μουσικής, άρα έχουμε έτοιμο το DNA για την αγάπη του μικρού Βλάσση (έτσι έγραφε ο ίδιος το όνομά του) προς τη μουσική. Η μουσική που ήταν η αρχή για μια καριέρα, η οποία όπως αποδείχτηκε ο ίδιος δεν την πήρε πολύ σοβαρά – αν και με ό,τι κι αν καταπιάστηκε ήταν υπέροχος. Κοιτώντας δε και το δεύτερο κομμάτι της πορείας του, αυτό που άρχισε στα τέλη του ’80 και συνεχίστηκε με τη λαμπρότητα και τη χλιδή των 90s, θα διακρίνει κάποιος ότι πίσω από τον πλούτο και τη σημερινή καλογυαλισμένη νοσταλγία εκείνων των χρόνων υπήρχε η σκληρότητα του «τη μια είσαι πρίγκιπας, την άλλη αλήτης». Και εάν συνεχίσεις να είσαι το δεύτερο, δυο και τρεις φορές ξεχνιέσαι. Σκληρό αλλά αληθινό, ειδικά όταν παιζόντουσαν κάποια ασύλληπτα για τη σημερινή εποχή, χρήματα.
Όπως και να ‘χει, ο ζωηρός Βλάσσης, που πάντα τιμούσε τον άγιο με καταγωγή από τον Πόντο που είχε το όνομά του, ξεκινάει στα τέλη του ’60 το μουσικό του ταξίδι.
Ο Γαρύφαλλος πάει Αμερική
Αν και η ροκ μουσική δεν ήταν καλοδεχούμενη στη χώρα μας, στα τέλη του ’60 είχαμε φτάσει μεταξύ αστείου και σοβαρού κάθε γειτονιά να έχει από 2-3 μπάντες. Οι οποίες μαθηματικά αποδεδειγμένα, άντε να έφθαναν να παίξουν σ’ ένα κλαμπ της εποχής πριν διαλυθούν.
Η πρώτη μπάντα του Βλάση ήταν οι loubok. Το 1969 δημιουργούνται οι Πελόμα Μποκιού. Ένα ξεχωριστό συγκρότημα που δεν κράτησε πολλά χρόνια, όμως άφησε το στίγμα του με τη ροκ άποψη αλλά και τον ελληνικό ρυθμό του.
Η μεγαλύτερη επιτυχία τους ήταν φυσικά ο «Γαρύφαλλος», που και λόγω ονόματος είχε τα θεματάκια του με την λογοκρισία της εποχής. Για την ιστορία πάντως, ο Γαρύφαλλος δεν ηχογραφήθηκε με τη φωνή του Βλάσση Μπονάτσου στην πρώτη του εκτέλεση αλλά με τη φωνή του Νίκου Δαπέρη.
Το ίδιο τραγούδι ηχογράφησε, 25 χρόνια αργότερα, ο Βλάσσης Μπονάτσος όταν συνεργάστηκε με τους Goin’ Through.
To group διαλύεται το 1972 και ο Μπονάτσος προσπαθεί να δει τι θα κάνει. Στο εξωτερικό τα ελληνικά γκρουπ με αγγλόφωνο στίχο αλλά και κάποιοι Έλληνες τραγουδιστές γνωρίζουν επιτυχία. Αρχίζουν τα πηγαινέλα στην Αμερική και στην Αγγλία.
Το 1973 υπήρξε μέλος του ροκ συγκροτήματος Gordian, το οποίο ιδρύθηκε στο Λονδίνο και αποτελούνταν από γνωστούς Έλληνες μουσικούς. Ενώ πήγαιναν για να ηχογραφήσουν άλμπουμ, αυτό δεν έγινε ποτέ, ενώ παράλληλα οι όποιες ηχογραφήσεις χάθηκαν για πάνω από 40 χρόνια. Ο διάσημος παραγωγός Reinhold Mack ανέλαβε να «αναγεννήσει» τις ηχογραφήσεις, με το δίσκο τελικά να κυκλοφορεί το 2016.
Όσον αφορά τη χώρα μας, θα κυκλοφορήσει την πολύ καλή αν και παραγνωρισμένη «Επικίνδυνη ισορροπία» το 1976, ενώ μια σεζόν θα εμφανιστεί στη «Μέδουσα» δίπλα στον Γιώργο Μαρίνο. Εκεί οι έχοντες γνώση διαπιστώνουν ότι ο Βλάσσης όχι μόνο τραγουδάει πολύ καλά, αλλά το ‘χει και στη σκηνή.
Don’t cry for me Aliki
1981, και η Αλίκη Βουγιουκλάκη ανεβάζει στο θέατρο, επιτέλους την Εβίτα. Και λέμε επιτέλους γιατί εκτός από πανάκριβη παραγωγή, η εθνική μας σταρ έπρεπε να πείσει τους Βρετανούς παραγωγούς ότι μπορεί να υποδυθεί την ηρωίδα, ενώ δεν έλειψαν και οι καλοθελητές, όπως γνωστή Eλληνίδα ηθοποιός που έστειλε επιστολή για τις «ανύπαρκτες» φωνητικές ικανότητές της.
Όταν πήρε τελικά το πράσινο φως, όλοι οι συντελεστές πέρασαν από ακρόαση. Και με τη σύμφωνη γνώμη Αλίκης και Βρετανών, ο Μπονάτσος πήρε τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Τσε. Η παράσταση σπάει ταμεία κι εκείνος συστήνεται εκ νέου στο κοινό.
Και ξαφνικά στα τέλη Αυγούστου 1982 εβδομαδιαίο περιοδικό κυκλοφορεί με την Αλίκη και τον Βλάσση σε τολμηρές για την εποχή και τρυφερές πόζες. Το κοινό μένει άναυδο, γιατί η Αλίκη δεν είχε συνηθίσει σε τέτοιες αποκαλύψεις για την προσωπική της ζωή. Πολλά χρόνια μετά, θα γραφτεί ότι τότε η Αλίκη ήταν στα τελειώματα με τον δεύτερο –και κρυφό– σύζυγό της Γιώργο Ηλιάδη και στην ουσία ήθελε να τον πικάρει.
Όποια και να είναι η αλήθεια, Αλίκη και Βλάσσης ζουν μαζί για περίπου μια πενταετία.
Εκείνη βιώνει την πιο ροκ περίοδό της, ενώ όταν το 1984 συνεργάζεται ύστερα από μια δεκαετία με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ στο θέατρο στο Εκπαιδεύοντας τη Ρίτα το τραγούδι που ακουγόταν ήταν με τη φωνή του Βλάσση.
«Φορτώστεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεε»
Αρχές ’90, και η ιδιωτική τηλεόραση αλλάζει τα πάντα. Θέλει και καταφέρνει να επιβάλει νέα πρόσωπα. Θεωρητικά ο Βλάσσης είναι στα 40+, αλλά είναι σαν νεοφερμένος στα πράγματα. Μάλιστα στο θέατρο σε κάποιες επιθεωρήσεις σκίζει. Οπότε γιατί όχι;
Ένα τηλεπαιχνίδι και οι «Απαράδεκτοι» τον στέλνουν στην κορυφή. Πολλά χρόνια αργότερα, οι προτάσεις που έγιναν για συνέχεια της σειράς, ακόμα και με ολόγραμμα του εκλιπόντος Βλάσση, δεν έγιναν δεκτές από τους συντελεστές. Και αυτό φυσικά είναι προς τιμήν τους.
Και μετά έρχονται τα «Άλλα κόλπα». Ένα υπόδειγμα εναλλακτικού σόου κομμένο και ραμμένο στα μέτρα του. Ναι, υπήρχαν χρήματα τότε θα πει κάποιος. Σίγουρα, αλλά υπήρχε και μεράκι και χαρά και τάσεις για πειραματισμούς. Όχι τίποτα extreme, για την ελληνική τηλεόραση μιλάμε άλλωστε. Αλλά δεν ήταν και αυτό το σημερινό προκάτ.
Αρχίζουν να κυκλοφορούν και οι πρώτες χαριτωμένες φήμες για τον Βλάσση. Ότι π.χ. καθυστερούσε στα γυρίσματα ή ότι πολλές φορές πήγαινε στο πλατό κατευθείαν μετά από ξενύχτι. Και βέβαια η κλασική ιστορία όπου έχει έρθει η παραγωγή να τον πάρει από το σπίτι, αφού έχει καθυστερήσει τρελά. Η μητέρα του η κυρία Ελένη, τους λέει ότι έχει φύγει για το γύρισμα και ο Βλάσσης κοιμόταν πάνω. Όμως όλα αυτά, ουδόλως αποτυπώνονταν στο τελικό τηλεοπτικό αποτέλεσμα.
Οι δυο όψεις
Και κάπου εκεί προκύπτει η Μάρθα Κουτουμάνου, η κόρη της Ζωής Λάσκαρης. Και προκύπτει έρωτας, γάμος και η γέννηση της κόρης τους Ζένιας. Όλα fast, όλα γρήγορα, όλα σε ταχύτητες Μπονάτσου. Ο ήρωας μας μπαίνει στο club της οικογένειας, αλλά…
Το τηλεοπτικό κυρίως σκηνικό αλλάζει δραματικά. Μια-δυο άστοχες επιλογές και ο Βλάσσης σιγά-σιγά απομακρύνεται από την πρώτη γραμμή δημοσιότητας. Το millenium μπαίνει με ακόμα μια λανθασμένη επιλογή ενώ λίγο αργότερα βρίσκεται στην κριτική επιτροπή του «Νά η ευκαιρία». Όπου ακόμα και εκεί κεντάει με τις ατάκες και τις παρεμβάσεις του. Μόνο που και η ίδια η εποχή δείχνει να τον αντιμετωπίζει σαν εικόνα από το πρόσφατο παρελθόν. Έχουμε μπει άλλωστε στην εποχή των format, των reality και των τεχνοκρατών.
Και κάπου εκεἰ, γύρω στο 2003 ένα low budget παιχνίδι, το «Πάμε για άλλα», κάνει επιτυχία και τον υπενθυμίζει.
«Είμαι ο Βλάσσης και θα φύγω»
Κι ενώ ετοιμάζεται να πάει για δεύτερη σεζόν, ξαφνικά το παιχνίδι δεν ανανεώνεται. Τότε ακούστηκε η ανάμιξη γνωστής κυρίας της τηλεόρασης στο κόψιμο της εκπομπής. Αλήθεια ή ψέμα, ουδείς γνωρίζει. Και φτάνουμε στην τελευταία (κυριολεκτικά) πράξη της ζωής του.
«Ο Βλάσσης είχε ένα σπάνιο νόσημα, κληρονομικό αγγειοοίδημα, φαντάζομαι πολύ λίγοι το έχουν στην Ελλάδα, να είναι 20-50 άτομα. Το ‘χε και η μητέρα του και ο αδερφός του. Είτε από στρες είτε από άλλους παράγοντες, πρήζονται στα χέρια και στα πόδια. Δεν το ήξερε τι είναι αυτό. Το τελευταίο βράδυ που είχε πρηστεί στο πρόσωπο, είχε έρθει και ο αδερφός του. Δεν ήθελε να πάει στο νοσοκομείο, έλεγε δεν μπορώ να με δει ο κόσμος έτσι. Είχε γίνει τότε κι αυτό με την τηλεόραση, είχε στεναχωρηθεί πάρα πολύ που είχε χάσει την εκπομπή», είχε πει η Μάρθα Κουτουμάνου και πρόσθεσε:
«Όταν έγινε αυτό ήταν βράδυ, 4 η ώρα τη νύχτα, και έγινε πολύ γρήγορα, ένας πανικός, είχα και το παιδί μπροστά. Έπαθα σοκ. Ήρθε το ασθενοφόρο, άργησε λίγο, έγιναν κάποια πράγματα με το κουδούνι όταν φτάσαμε μας είπαν ότι… πέθανε. Τελευταία μέρα που έκλαψε, που ήταν πρησμένος και με πήρε αγκαλιά, μου είπε ”είμαι μαλ@κας και θα πεθάνω”. Γιατί δεν μπορούσε να προσφέρει στην οικογένειά του. Ήταν η αρρώστια, η τηλεόραση».
Οι φήμες για τη σχέση του Βλάσση με τις ουσίες, κυκλοφορούσαν πολύ τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Σε πρόσφατη συνέντευξή της, η κόρη του Ζένια είχε πει: «Με είχε πειράξει που ανέφεραν για τον πατέρα μου διάφορα. Για τις ουσίες, ότι παράτησε την οικογένειά του από επιλογή και ότι άφησε ένα παιδί και μια γυναίκα έτσι. Ενώ δεν είναι έτσι τα πράγματα. Ένιωσα την ανάγκη να βγω και να απαντήσω πολλές φορές. Γιατί ο λόγος ήταν καθαρά ένα κληρονομικό αγγειοοίδημα. Είναι αυτοάνοσο νόσημα σπάνιο. Το έχω και εγώ. Το έχω κληρονομήσει. Έγινε μπροστά μου όταν πέθανε. Δεν έχει σχέση καμία άλλη ουσία»!
Για όσους τον έζησαν από κοντά, ο Βλάσσης παραμένει αξέχαστος. Ακόμα και αν έκανε τα δικά του ή καθυστερούσε.
Ήταν ένα αιώνιο παιδί, ένας δοτικός και γενναιόδωρος άνθρωπος.
Υπερταλαντούχος, που όμως πολλές φορές εγκλωβιζόταν. Ανθρώπινο, άλλωστε είμαστε σε μια χώρα που δεν πολυθέλει ξεχωριστούς ανθρώπους. Για τους νεότερους, αξίζει τον κόπο να τον ανακαλύψουν. Θα περάσουν καλά μαζί του.
Σπύρος Δευτεραίος