«Ο πατέρας μου και η λύρα του ήταν πάντοτε μαζί. Μέχρι την τελευταία στιγμή της ζωής του είχε στο μυαλό του να παίξει ποντιακή μουσική και να διασκεδάσει τον κόσμο. Έφυγε από τη ζωή μια Πέμπτη του Αυγούστου του 2007, ενώ ετοιμαζόταν να πάει σε εκδήλωση στο Ηράκλειο της Κρήτης δύο μέρες μετά. Ήταν πάντοτε τυπικότατος και σοβαρός στη δουλειά του. Όπου έπαιζε, πήγαινε δύο ώρες νωρίτερα από την έναρξη του προγράμματος».
Ως άριστο οικογενειάρχη, ιδιαίτερα ευαίσθητο άνθρωπο και άτομο που δεν είχε καθόλου πονηριά μέσα του χαρακτηρίζει έναν από τους θρύλους της ποντιακής λύρας, τον Γεωργούλη Κουγιουμτζίδη, ο γιος του Ανδρέας.
Όπως λέει στο pontosnews.gr, ήταν πολύ εργατικός και ταυτόχρονα η ψυχή της παρέας. Με τις πλάκες του ξεσήκωνε τους φίλους του, στους οποίους φρόντιζε να μη χαλάει ποτέ χατήρι. Ήταν πάντοτε πρόθυμος να παίξει λύρα γι’ αυτούς, ακόμα κι αν τον επισκέπτονταν ξαφνικά στο σπίτι του τα ξημερώματα.
«Ο Γεωργούλης Κουγιουμτζίδης ήταν ένα ιδιαίτερα εύθυμο και κοινωνικό άτομο. Ήταν χωρατατζής και πειραχτήρι, και όλη η παρέα γελούσε με τις πλάκες του. Το σπίτι μας ήταν πάντοτε ανοιχτό για τους φίλους του. Χτυπούσε ξαφνικά το κουδούνι στις 02:00 και στις 03:00 τα ξημερώματα και σηκωνόταν αμέσως να τους καλωσορίσει και να παίξει μουσική με τη λύρα του. Από πολύ μικρός έζησα πολλά τέτοια μουχαπέτια στο σπίτι μας, αλλά και σε πολλά καφενεία», τονίζει ο Ανδρέας Κουγιουμτζίδης, ο οποίος ακολουθεί καλλιτεχνικά τα χνάρια του πατέρα του, αφού παίζει και διδάσκει ποντιακή λύρα.
Ο λυράρης με τις περισσότερες δισκογραφικές δουλειές
Στη Νέα Ζωή Πέλλας, το 1936, είδε για πρώτη φορά το φως του ήλιου ο Γεωργούλης Κουγιουμτζίδης. Η επαγγελματική του πορεία ήταν λίγο-πολύ προδιαγεγραμμένη, αφού γεννήθηκε σε ένα σπίτι, όπου η κεμεντζέ κυριαρχούσε στο χώρο. Άλλωστε, λυράρης ήταν και ο πρώτης γενιάς πρόσφυγας πατέρας του Ανδρέας, ο οποίος έφτασε στην Ελλάδα από το Καρς.
«Και ο παππούς μου, του οποίου έχω το όνομα, έπαιζε επαγγελματικά λύρα. Με τη βοήθεια εκείνου ο πατέρας μου έκανε τα πρώτα βήματα στη λύρα. Βέβαια, ο παππούς μου είχε πιο απλοϊκό παίξιμο. Έπαιζε όπως είχε μάθει στον Πόντο πριν από τον ξεριζωμό. Ο πατέρας μου έπαιζε πιο καθαρά και πολύ παραδοσιακά. Σε όλους μας έκανε εντύπωση το καθαρό, μελωδικό, ευαίσθητο και ταυτόχρονα ιδιαίτερα τεχνικό παίξιμό του. Έπαιρνε τη λύρα του, άρχιζε να παίζει και μετά από λίγα λεπτά έμεναν με το στόμα ανοιχτό, όσοι τον άκουγαν. Κανένας σήμερα δεν μπορεί να παίξει με αυτόν τον τρόπο.
»Ο Γεωργούλης Κουγιουμτζίδης και ο επίσης τεράστιος Γώγος Πετρίδης ήταν οι πρώτοι που έκαναν επάγγελμα την αγάπη τους για τη λύρα. Ο πατέρας μου λάτρευε τον Γώγο. Το ίδιο έκανα κι εγώ από μικρό παιδί. Όποτε του έλεγα να πάμε για να τον ακούσουμε, δε μου χαλούσε χατήρι», αναφέρει ο Ανδρέας Κουγιουμτζίδης.
Κατά τον ίδιο, ο Γεωργούλης Κουγιουμτζίδης ήταν ο Πόντιος λυράρης με τις περισσότερες δισκογραφικές δουλειές και σε όλες έπαιζε παραδοσιακή ποντιακή μουσική.
Πάνω από τριακόσια τραγούδια περιελάμβαναν οι 15 μεγάλοι δίσκοι και τα περίπου πενήντα δισκάκια που έβγαλε. Επίσης, για πολλά χρόνια ο Γεωργούλης Κουγιουμτζίδης έπαιζε μουσική στο κρατικό ραδιόφωνο. Συμμετείχε σε συνολικά 58 εκπομπές του «Φάρου Ποντίων».
«Στα τέλη της δεκαετίας του ’50 ο πατέρας μου άρχισε να παίζει μουσική σε ποντιακά μαγαζιά. Βέβαια, ξεκίνησε να ασχολείται με τη λύρα πολύ νωρίτερα, όμως, μέχρι τότε έπαιζε σε γάμους, πανηγύρια και άλλες εκδηλώσεις. Μια ζωή τον θυμάμαι να παίζει μουσική. Τα σαββατοκύριακα δεν τον βλέπαμε στο σπίτι. Συνεχώς έλειπε, για να παίξει μουσική», λέει στο pontosnews.gr ο Ανδρέας Κουγιουμτζίδης.
Η γνωριμία με τον Χρύσανθο
Ένα τεράστιας ποιότητας ντουέτο κατάφερε να δημιουργήσει με τον «πατριάρχη» του ποντιακού τραγουδιού Χρύσανθο Θεοδωρίδη, ο Γεωργούλης Κουγιουμτζίδης. Όπως λέει ο Ανδρέας, στο 80% της μουσικής που έπαιξε ο πατέρας του, είχε συνοδοιπόρο του τον Χρύσανθο.
«Ο Χρύσανθος είχε ακουστά τον πατέρα μου. Είχε ακούσει ότι στη Νέα Ζωή Πέλλας υπήρχε ένας πολύ καλός λυράρης. Όταν σταμάτησε τη συνεργασία του με τον Γώγο, πήγε στο χωριό και πρότεινε στον πατέρα μου να συνεργαστούν. Ο πατέρας μου έφυγε από το χωριό το 1960 και από τότε ξεκίνησε η κοινή τους πορεία με τον Χρύσανθο. Εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη, στην περιοχή της Βάρνας. Το 1964 έχτισε το δικό του σπίτι στις Συκιές, στην περιοχή της Επταπυργίου», σημειώνει ο Ανδρέας Κουγιουμτζίδης.
Ο Γεωργούλης Κουγιουμτζίδης πάντοτε χαρακτήριζε τον Χρύσανθο ως «ιστορία του ποντιακού τραγουδιού».
Συνεργάστηκαν μαζί περίπου είκοσι χρόνια στη δισκογραφία, σε κέντρα διασκέδασης, σε πανηγύρια και σε πολλές άλλες εκδηλώσεις. Κυριολεκτικά πήγαιναν από τη μία εκδήλωση στην άλλη, χωρίς κυριολεκτικά να προλαβαίνουν να αλλάξουν ρούχα. Πολλές φορές ο Γεωργούλης έβλεπε συνεπαρμένος τον Χρύσανθο να κάθεται ολόκληρες νύχτες και να γράφει δίστιχα.
«Γινόταν παιδί με τα εγγόνια του»
Δύο αγόρια απέκτησε με τη σύζυγό του ο Γεωργούλης Κουγιουμτζίδης. Όπως σημειώνει ο Ανδρέας, «τον βλέπαμε ως τον πατέρα μας και όχι ως τον μεγάλο καλλιτέχνη. Τον βλέπαμε στο σπίτι να μιλάνε με τη μητέρα μου στα ποντιακά και άλλες φορές, όποτε είχε χρόνο, να παίρνει τη λύρα του και να παίζει είτε ως πρόβα είτε για την ευχαρίστησή του. Τη λάτρευε τη λύρα. Για πολλά χρόνια, μέχρι περίπου 15 χρόνια πριν πεθάνει, κατασκεύαζε και ο ίδιος λύρες. Πολλοί καλλιτέχνες σήμερα έχουν δική του λύρα».
Ο μεγάλος λυράρης ευτύχησε να χαρεί και τέσσερα εγγονάκια, μαζί με τα οποία γινόταν ξανά παιδί.
«Ο πατέρας μου αγαπούσε πολύ τα εγγόνια του. Έδινε και την ψυχή του γι’ αυτά. Έπαιζε μαζί τους σαν μικρό παιδί», τονίζει ο Ανδρέας.
Ο Γεωργούλης Κουγιουμτζίδης πραγματοποίησε και ένα ακόμα όνειρό του. Να επισκεφθεί τον Πόντο, τον τόπο που γεννήθηκαν οι γονείς του. Μάλιστα, όπως λέει ο Ανδρέας, κατάφερε να βρει και να επισκεφθεί το σπίτι τους, από το οποίο έφυγαν ξεριζωμένοι.
Ρωμανός Κοντογιαννίδης