Σε ένα διώροφο νεοκλασικό στην οδό Φρυνίχου στην Πλάκα, το οποίο αναμένεται να αποτελέσει σημείο αναφοράς για τους λάτρεις και τους μελετητές του Αλεξανδρινού ποιητή, στεγάζεται πλέον το Αρχείο Καβάφη· το 2012 παραδόθηκε στο Ίδρυμα Ωνάση από τον Μανόλη Σαββίδη, γιο του καθηγητή Γ.Π. Σαββίδη που υπήρξε ο τελευταίος στη σειρά κάτοχός του.
Το φετινό είναι Έτος Καβάφη, με αφορμή τα 160 χρόνια από τη γέννησή του.
Το λογοτεχνικό και προσωπικό αρχείο του ποιητή, το οποίο ο ίδιος διατηρούσε συστηματικά, περιλαμβάνει πάνω 2.000 αντικείμενα: χειρόγραφα ποιημάτων, αυτοσχέδιες έντυπες εκδόσεις, πεζά, άρθρα, μελέτες και σημειώσεις, μια πλούσια συλλογή αλληλογραφίας, κειμένων και φωτογραφιών, προσωπικά αντικείμενα (από είδη καπνιστού μέχρι τα χαρακτηριστικά του στρόγγυλα γυαλιά, αντίγραφο των αυθεντικών), έπιπλα (ξεχωρίζουν το ξύλινο γραφείο του, μια συλλογή σινοϊαπωνικών βάζων, ένα πορφυρόχρωμο τούρκικο χαλί και ένας μεγάλος οβάλ καθρέφτης εποχής), 996 βιβλία από τη βιβλιοθήκη του –κάποια με δικές του σημειώσεις–, αλλά και μια ενδιαφέρουσα συλλογή τεκμηρίων, πορτρέτων και έργων τέχνης με αναφορές σε αυτόν.
Μια από τις σχετικά άγνωστες πτυχές της ζωής του είναι η ποντιακή καταγωγή του, από την πλευρά της μητέρας του. Γράφει ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Τάσος Κοντογιαννίδης:
Για την καταγωγή του ο Καβάφης σημειώνει: «Είμαι Κωνσταντινουπολίτης την καταγωγήν, αλλά εγεννήθηκα στην Αλεξάνδρεια». Ήταν το τελευταίο παιδί του Πέτρου Καβάφη και της Χαρίκλειας Φωτιάδου.
Ο πατέρας της Χαρίκλειας, Γεώργιος, είχε καταγωγή από τη Σινώπη του Πόντου. Η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στις αρχές του 19ου αιώνα στην Πόλη, ασχολούμενη με το εμπόριο κοσμημάτων.
Μετά το θάνατο της Χαρίκλειας Φωτιάδου, λίγο πριν από το 1920, ο Καβάφης έδειξε ενδιαφέρον διαβάζοντας και σχολιάζοντας δημοτικά τραγούδια που έχουν σχέση με την απώτερη καταγωγή της μητέρας του και του παππού του, όπως το ποντιακό «’Πάρθεν η Ρωμανία». Ιδού τι έγραψε:
Αυτές τες μέρες διάβαζα δημοτικά τραγούδια,
για τ’ άθλα των κλεφτών και τους πολέμους,
πράγματα συμπαθητικά· δικά μας, Γραικικά.
Διάβαζα και τα πένθιμα για τον χαμό της Πόλης
«Πήραν την Πόλη, πήραν την· πήραν την Σαλονίκη».
Και την Φωνή που εκεί που οι δυο εψέλναν,
«ζερβά ο βασιληάς, δεξιά ο πατριάρχης»,
ακούσθηκε κ’ είπε να πάψουν πια
«πάψτε παπάδες τα χαρτιά και κλείστε τα βαγγέλια»
πήραν την Πόλη, πήραν την· πήραν την Σαλονίκη.
Όμως απ’ τ’ άλλα πιο πολύ με άγγιξε το άσμα
το Τραπεζούντιον με την παράξενή του γλώσσα
και με την λύπη των Γραικών των μακρυνών εκείνων
που ίσως όλο πίστευαν που θα σωθούμε ακόμη.
Μα αλοίμονον μοιραίον πουλί «απαί την Πόλην έρται»
με στο «φτερούλιν αθε χαρτίν περιγραμμένον
κι ουδέ στην άμπελον κονεύ’ μηδέ στο περιβόλι
επήγεν και εκόνεψεν στου κυπαρίσ’ την ρίζαν».
Οι αρχιερείς δεν δύνανται (ή δεν θέλουν) να διαβάσουν
«Χέρας υιός Γιανίκας έν» αυτός το παίρνει το χαρτί,
και το διαβάζει κι ολοφύρεται.
«Σίτ’ αναγνώθ’ σίτ’ ανακλαίγ’ σίτ’ ανακρούγ’ την κάρδιαν.
Επίσης, εμπνεύστηκε και έγραψε άλλα τρία μικρά ποιήματα, το ένα με την πόλη που γεννήθηκε ο παππούς του Γεώργιος (Γιωρίκας) με τίτλο «Εν πορεία προς την Σινώπη», το δεύτερο με τίτλο «Μανουήλ Κομνηνός» και το τρίτο «Άννα Κομνηνή», για την «αγέρωχη αυτή γραικιά».