Με τις γιορτές προ των πυλών, οι Μωμόγεροι (ή Μωμό’εροι ή Μωμο’έρια) θα αρχίσουν να κάνουν –καθόλου δειλά είναι η αλήθεια– την εμφάνισή τους.
Πρόκειται για ένα ποντιακό λαϊκό δρώμενο με ευχετηριακό χαρακτήρα, το οποίο κανονικά λαμβάνει χώρα συνήθως από τις 15 Δεκεμβρίου έως και τα μέσα Ιανουαρίου, ενώ πλέον δεν λείπουν οι φορές που διαρκεί μέχρι και την Καθαρά Δευτέρα, την πρώτη ημέρα της Μεγάλης Σαρακοστής.
Οι ρίζες του βρίσκονται στους προχριστιανικούς χρόνους· μάλιστα ορισμένοι το συνδέουν με τους σάτυρους της αρχαιότητας και τους διονυσιακούς διθυράμβους, καθώς και με τον αρχαιοελληνικό θεό Μώμο, γιο του Ύπνου και της Νύχτας, ο οποίος ήταν ο θεός της χλεύης και του σκώμματος, της ειρωνείας και του σαρκασμού, προσωποποίηση της κοροϊδίας και της αποδοκιμασίας.
Υπάρχουν επίσης θεωρίες που υποστηρίζουν ότι οι Μωμόγεροι ήταν είτε οι 12 ιερείς του Μώμου, είτε συμβόλιζαν τους στρατηγούς του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Άλλωστε η ετυμολογία της ονομασίας δεν είναι ξεκάθαρο αν προέρχεται από τις λέξεις μίμος και γέρος, παραπέμποντας στις μιμητικές κινήσεις των πρωταγωνιστών-γερόντων, ή Μώμος και γέρος από τον αρχαιοελληνικό θεό.
Μεταβολή μέσα στους αιώνες
Το έθιμο είχε αρχικά τελετουργικό χαρακτήρα, στη συνέχεια όμως μεταβλήθηκε λόγω των επιδράσεων που δέχτηκαν οι Μωμόγεροι τόσο από το περιβάλλον τους, όσο και από τις γειτονικές κουλτούρες.
Τα πρωταρχικά στοιχεία αντικαταστάθηκαν από άλλα της βυζαντινής περιόδου, κατά την οποία, με την καθιέρωση του χριστιανισμού από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο το έθιμο πολεμήθηκε, όπως και όλες οι ειδωλολατρικές-παγανιστικές εκδηλώσεις.
Ωστόσο, ήταν τόσο βαθιά ριζωμένο στις καρδιές των ανθρώπων, που δεν μπόρεσε να το εξαλείψει κανένας νόμος.
Οι νέοι, ντυμένοι με δέρματα γιδιών και τράγων και με τη μορφή ζώων, τραγουδούσαν σε πομπή σατιρικά άσματα και έπαιζαν δράματα με αρχαίες υποθέσεις στους δρόμους, τις πλατείες και τις αυλές των σπιτιών με τη συμμετοχή λαϊκών καλλιτεχνών καθ΄ όλη τη βυζαντινή περίοδο. Οι διάλογοι γίνονταν συνήθως στην τουρκική γλώσσα και αργότερα επικράτησαν τα ελληνικά.
Ενδεικτικά, στο μαρτύριο του Αγίου Δασίου (μαρτύρησε στο Δορύστολο της Μοισίας το 304 μ.Χ. κατά το διωγμό των χριστιανών τις ημέρες του αυτοκράτορα Διοκλητιανού) αναφέρεται ότι οι χριστιανοί κατά τις Καλένδες του Ιανουαρίου –σύμφωνα με τα ελληνικά έθιμα– εξακολουθούσαν να μεταμφιέζονται, να ενδύονται δέρματα τράγων και γιδιών και να αλλάζουν τη μορφή τους.
Το γεγονός αυτό επιβεβαίωνε και ο επίσκοπος της Αμάσειας του Πόντου Αστέριος (400 μ.Χ.), ο οποίος σε λόγο του κατά των Καλενδών, δηλαδή του λαϊκού εορτασμού της Πρωτοχρονιάς, ανέφερε για θορυβώδη εορτασμό και μεταμφιέσεις την 1η Ιανουαρίου.
Φαίνεται λοιπόν ότι και το έθιμο των Μωμόγερων, που έχει λαϊκό χαρακτήρα με προθεατρική μορφή, διασώθηκε μέσω των αιώνων με τις γιορτές των Σατουρναλίων, δηλαδή των Κρανίων, όπου τους μήνες Δεκέμβριο-Ιανουάριο (17 Δεκεμβρίου – 1 Ιανουαρίου ή 15 Δεκεμβρίου – 15 Ιανουαρίου ή και μέχρι τέλος Φεβρουαρίου) οργανώνονταν γιορτές κάθε χρόνο στις περισσότερες πόλεις και τα χωριά του Πόντου.
Έτσι, σε βάθος χρόνων και δεδομένου ότι τα Χριστούγεννα στον Πόντο γιορτάζονταν με μεγάλη ευλάβεια, το έθιμο απέκτησε χριστιανικό χαρακτήρα.
Από τις προβιές στις φουστανέλες
Οι αρχικές ενδυμασίες των μεταμφιεσμένων περιλάμβαναν μάσκες από δέρματα ζώων, δορές τράγου, αλεποουρές και ουρές λαγών, δείχνοντας την αρχαϊκή καταγωγή του συγκεκριμένου εθίμου.
Επίσης, χαρακτηριστική ήταν η παρουσία ξηρών καρπών, βοτάνων και διαφόρων οπωρικών, τα οποία ορισμένα από τα πρόσωπα του θιάσου είχαν κρεμασμένα γύρω από το λαιμό τους σε αρμαθιές, υποδηλώνοντας τη γονιμότητα της γης.
Η φουστανέλα προστέθηκε περίπου στα μέσα του 19ου αιώνα, στο πλαίσιο της ποικιλομορφίας των Μωμόγερων και της εξελικτικής πορείας της παράδοσης. Δημιουργοί και εμπνευστές ήταν Έλληνες του Πόντου, οι οποίοι κατάφεραν να ενσωματώσουν έντονα ελληνικά στοιχεία στη φορεσιά προκειμένου να τονίσουν την ύπαρξη ελληνικής κοινότητας στην περιοχή εν μέσω τουρκικών πιέσεων και εξισλαμισμών.
Χαρακτηριστική είναι η αναφορά τού καταγόμενου από τη Λιβερά της Ματσούκας Χρύσανθου Δημητριάδη στην εργασία που κατέθεσε στην Ποντιακή Εστία: «Ήτο δε χάρμα οφθαλμών και ψυχής, να βλέπει κανείς 150-200 φουστανελοφόρους, ντυμένους καλά και αρματωμένους, να παρελαύνουν ή να χορεύουν στις πλατείες και στους δρόμους της Υποδιοικήσεως και να τραγουδούν ελληνικά και ποντιακά τραγούδια».
Κάτι παρόμοιο είχε καταθέσει και ο Ι. Αβραμάντης στην Ποντιακή Εστία, στο λήμμα «Μωμοέρια»: «Σο Καπίκιοϊ και ση Λιβερά εγίνουσαν Μωμοέρια τα κάλαντα, εφόρνανε ελλενικόν φορεσίαν, με φουστανέλλας και περικεφαλαίας».
Έτσι, η ενδυμασία των Μωμόγερων αποτελούταν από περικεφαλαία, γιλέκο, φουστανέλα, βράκα, ζώνη, φούντες, κουδούνια και ξύλινα κοντάρια.
Τα χρώματα της φορεσιάς ήταν το μπλε και το άσπρο από την ελληνική σημαία, καθώς και το πράσινο και το κόκκινο για να ξεγελούν τους Τούρκους. Στην περικεφαλαία τους υπήρχαν κορδέλες, κουμπιά και καθρεφτάκια.
Με την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1923 οι Πόντιοι πρόσφυγες μπόρεσαν να φέρουν μαζί τους λιγοστά πράγματα κατά τη μετανάστευσή τους στον ελλαδικό χώρο.
Ωστόσο, ανάμεσα σε αυτά βρίσκονταν περικεφαλαίες και εγκόλπια Μωμόγερων, και έτσι συνέχισαν να τελούν το έθιμο ακόμη και μετά την εγκατάστασή τους στη Μακεδονία, με μια διακοπή στα χρόνια της γερμανικής κατοχής και την απαγόρευση της μάσκας στη διάρκεια του Εμφυλίου, για λόγους ασφαλείας.
Αυτή τη νύφη ποιος θα την πάρει;
Το έθιμο των Μωμόγερων έχει καταμετρημένες πάνω από 50 παραλλαγές, ωστόσο η κεντρική ιδέα είναι παντού η ίδια⋅ η αναγέννηση της φύσης και η αλλαγή του νέου έτους μέσω της σάτιρας.
Κεντρικό πρόσωπο του εθίμου είναι η νύφη, η οποία αντιπροσωπεύει τη βλάστηση και τη γονιμότητα της γης.
Μαζί της πρωταγωνιστούν ο γέρος και ο νέος, οι οποίοι κατά τη διάρκεια του δρώμενου συγκρούονται για να τη διεκδικήσουν. Νικητής αναδεικνύεται πάντα ο νέος, συμβολίζοντας την αντικατάσταση του παλιού χρόνου με τον καινούργιο.
Πολλές φορές, ο νέος ήταν ο Ακρίτας, του οποίου οι θρύλοι και τα ηρωικά κατορθώματα είναι γνωστά και προβάλλονταν ως διαχρονική αξία της παράδοσης, εκφράζοντας την ακατάβλητη ελληνική δύναμη απέναντι στους Τούρκους.
Στο έθιμο μετέχουν μόνο άνδρες, ενώ κατά περίπτωση άλλαζαν τα πρόσωπα που πλαισίωναν τη βασική τριάδα. Μπορούσαν να είναι είτε χορευτές, είτε επιπρόσθετοι χαρακτήρες, όπως ο διάβολος που συνήθως κάνει «αταξίες» και πειράγματα στα σπίτια που επισκέπτονται, ή ο αστυνόμος που φροντίζει για την τάξη και την ασφάλεια, ενώ επιβάλει πρόστιμα σε όποιον πειράξει τη νύφη ή τον γέρο.
Υπάρχει ο χαρακτήρας του γιατρού που είναι υπεύθυνος για την σωματική και ψυχική υγεία των συμμετεχόντων και μπορεί να προβεί σε εξετάσεις και χορήγηση φαρμάκων όπου απαιτείται, καθώς και η γριά που συνήθως προκαλεί το γέλιο.
Σε μερικές παραλλαγές εμφανίζεται και ο Άγιος Βασίλης, καθώς είχε κυριαρχήσει στο χριστιανικό χώρο της Ανατολής, συμβολίζοντας την ορθόδοξη πίστη και το ορθόδοξο πνεύμα.
Οι νέοι θεωρούσαν μεγάλη τους τιμή τους τη συμμετοχή και όλοι ήθελαν μία θέση στο θίασο. Με το που εξασφάλιζαν πρόσκληση για συμμετοχή, οι ίδιοι και οι οικογένειές τους άρχιζαν να ετοιμάζουν τη φορεσιά, καθώς αποτελούσε προσωπική περιουσία του κάθε μέλους. Στόλιζαν τα γιλέκα και τις φανταχτερές περικεφαλαίες με περίτεχνο τρόπο κι ετοίμαζαν διπλοραμμένες φουστανέλες.
Με τη σφραγίδα της UNESCO
Η πίστη των Ποντίων στο έθιμό τους και η προσεκτική αναβίωσή του οδήγησαν στα τέλη του 2016 τη Διακυβερνητική Επιτροπή της Σύμβασης για τη Διαφύλαξη της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO να εγκρίνει την πρόταση του υπουργείου Πολιτισμού και να εγγράψει στον αντιπροσωπευτικό κατάλογό της το εθιμικό δρώμενο των Μωμόγερων, με βάση την παραλλαγή της Λιβεράς, όπως αυτή παρουσιάζεται μέχρι και σήμερα σε 8 ποντιοχώρια της ευρύτερης περιοχής της Κοζάνης.
Διαφυλαγμένο πλέον, το δρώμενο εξακολουθεί να αναβιώνει δυναμικά και στις μέρες μας, σε διάφορα μέρη της Ελλάδας, αλλά και του κόσμου, όπου διαμένουν Πόντιοι.
Ο πρώτος χορός στήνεται στην αυλή της εκκλησίας, σε αντιστοιχία με τη συνήθεια να ξεκινούν οι εκδηλώσεις στη Λιβερά του Πόντου από το προαύλιο του Αγίου Γεωργίου. Οι κάτοικοι περιμένουν με ανυπομονησία την ευχάριστη επίσκεψη της πομπής, προετοιμάζοντας μεζέδες και κεράσματα, με τη συνοδεία ποτού, συνήθως τσίπουρου.
Οι λαϊκοί αυτοσχέδιοι θίασοι δίνουν παραστάσεις σε αυλές σπιτιών, σε διασταυρώσεις δρόμων και σε πλατείες χωριών και πόλεων. Καθένας συνοδεύεται παντού και πάντοτε από οργανοπαίκτες, καθώς η μουσική υπόκρουση θεωρείται απαραίτητο στοιχείο για κάθε παράσταση.
Παρόλο που το περιεχόμενο των παραστάσεων είναι κατά κανόνα κωμικό, υπάρχουν και παραλλαγές με σοβαρό περιεχόμενο ή κοινωνικές διαστάσεις, καθώς, πολλές φορές συγκεντρώνονταν χρήματα, τα οποία είτε μοιράζονταν σε φτωχές οικογένειες, είτε πήγαιναν στο ταμείο της κοινότητας, της σχολικής εφορείας ή της εκκλησιαστικής επιτροπής.
Στο τέλος ακολουθούν πάντοτε χορός, τραγούδι και τρικούβερτο γλέντι.