Για τον αιφνίδιο θάνατο του καταξιωμένου Κύπριου ομογενούς συνθέτη Στέλιου Τσιόλα θρηνεί ο ελληνισμός της Αυστραλίας. Η τελευταία του δημόσια εμφάνιση έγινε την περασμένη Κυριακή στην εκδήλωση για την 50ή επέτειο της εξέγερσης του Πολυτεχνείου που έγινε στη Μελβούρνη.
Σύμφωνα με πληροφορίες από το neoskosmos.com, ο Τσιόλας υπέστη καρδιακό επεισόδιο την Τρίτη και υπέκυψε στο νοσοκομείο, έχοντας στο πλευρό του τη σύζυγό του και τα παιδιά τους.
Ο Στέλιος Τσιόλας γεννήθηκε στην Κύπρο, και από 11 χρόνων άρχισε να συνθέτει. Από τα 15 άρχισε να παίρνει μέρος σε τοπικές εκδηλώσεις και φεστιβάλ. Το 1974, με την εισβολή της Τουρκίας, βρέθηκε αντιμέτωπος με τις αντίξοες συνθήκες του πολέμου και μετέπειτα της προσφυγιάς. Τον Αύγουστο του 1974 μαζί με άλλους 250.000 Ελληνοκύπριους εγκατέλειψαν τα σπίτια τους και έγιναν πρόσφυγες.
Υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία μέχρι το τέλος του 1976, και μετά μετανάστευσε στην Αυστραλία, όπου επί δεκαετίες υπηρέτησε με πάθος το ελληνικό τραγούδι και πρόσφερε στην ομογένεια μοναδικές δημιουργίες και ανεπανάληπτες συγκινήσεις.
Μια από τις κορυφαίες του στιγμές ήταν τον Φεβρουάριο του 1991, όταν κλήθηκε από τον παραγωγό Τόλη Παπάζογλου ως βοηθός μαέστρος του Μίκη Θεοδωράκη. Έργο του ήταν να προετοιμάσει τη Συμφωνική Ορχήστρα της Δυτικής Αυστραλίας, τη Χορωδία, τη Λαϊκή Ορχήστρα, τους σολίστ και τους αφηγητές για την παρουσίαση της μουσικής σύνθεσης του Μίκη Θεοδωράκη Άξιον Εστί.
Η εμπειρία της συνεργασίας του με τον Θεοδωράκη στις τελικές πρόβες πριν από την παράσταση ήταν, όπως ο ίδιος την είχε χαρακτηρίσει, αξέχαστη.
Σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Νέος Κόσμος με αφορμή το θάνατο του Μίκη Θεοδωράκη, είχε πει σχετικά: «Η συνεργασία με αυτόν τον σπουδαίο δημιουργό, με άγγιξε τόσο επαγγελματικά όσο και προσωπικά. Οι στιγμές ήταν μοναδικές. Κάθε πρόβα ήταν για μένα και ένα μεγάλο μάθημα. Αλλά η εμπειρία μου δεν σταμάτησε εκεί. Είχα την τιμή να δεχτώ αρκετές προσκλήσεις από τον μεγάλο Καθηγητή για να περάσω χρόνο μαζί του μετά τις πρόβες. Έτσι, είχα την ευκαιρία να γνωρίσω από κοντά τον άνθρωπο Μίκη Θεοδωράκη.
»Ανακάλυψα τον μεγάλο Έλληνα αγωνιστή για τον πολιτισμό και την εκπαίδευση. Τον παγκόσμιο αγωνιστή που προσπαθούσε πάντα να ανυψώσει τον άνθρωπο και να τον εξισώσει με το ιδεώδες.
»Μέσα από την ανάγνωση, τη συγγραφή και την προσαρμογή των παρτιτούρων, μέσα από τα κείμενα που μοιραζόμαστε εκείνον τον καιρό, έζησα τον άνθρωπον, τον αγωνιστή, τον μεγάλο Έλληνα. Μας διηγούνταν περιστατικά από την εποχή της δικτατορίας και μας μιλούσε με εμπιστοσύνη και αγάπη.
»Σε κάποιο σημείο του έργου υπήρχε μια διαφορά μεταξύ της παρτιτούρας και της ηχογράφησης. Όταν τον ρώτησα σχετικά, μου εξήγησε, ότι τότε που ηχογραφήθηκε το έργο, τον κυνηγούσανε και γι’ αυτό προείχε η ολοκλήρωση της ηχογράφησης.
»Τη μεγαλύτερη τιμή την αισθάνθηκα όταν πριν από πέντε χρόνια που γιόρτασα τα 60ά γενέθλιά μου, έλαβα ένα ευχετήριο μήνυμα από τον ίδιο τον Μίκη ο οποίος θυμόταν ακόμα και μετά από τόσα χρόνια τη συνεργασία μας. Στο καλό Μίκη και σ’ ευχαριστούμε για όσα μας χάρισες».
Μέσα από τη δράση του Τσιόλα, οι Έλληνες της νεότερης γενιάς που γεννήθηκαν στην Αυστραλία είχαν την ευκαιρία να γνωρίσουν μερικές από τις μεγαλύτερες φυσιογνωμίες του ελληνικού καλλιτεχνικού στερεώματος.
Συνέθεσε μουσική για πολλά θεατρικά έργα, μεταξύ άλλων η Αντιγόνητου Σοφοκλή, On the Line της Τ. Λυσσιώτη και Immortal Spirit της Βαρβάρας Καρανικόλα.
Τον Αύγουστο του 1988 ήταν ένας από οκτώ συνθέτες από όλο τον κόσμο που πήραν μέρος σε έναν πολιτισμικό μήνα «Ελλήνων συνθετών της διασποράς» στην Αθήνα, υπό την αιγίδα της Μελίνας Μερκούρη. Τον επόμενο χρόνο, μεταξύ Αυγούστου και Σεπτεμβρίου διηύθυνε το μοντέρνο ορατόριό του Σαν ξημερώσει – At Dawn. Τον Σεπτέμβριο του 2004 διηύθυνε 30μελή χορωδία από τη Μελβούρνη στην τελετή έναρξης των Παραολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα. Το 2005 μαζί με τον Douglas Heywood ενορχήστρωσε και διηύθυνε την ορχήστρα Victorian Concert Orchestra στο Φεστιβάλ της Μελβούρνης, με τον τραγουδιστή Μιχάλη Χατζηγιάννη.