Τα τραγικά και πολύ θλιβερά γεγονότα που συμβαίνουν αυτή την περίοδο στον πολύπαθο λαό της Παλαιστίνης και που τα «θεσμικά όργανα» της παγκόσμιας κοινότητας και οι «δυνατοί» της γης παρακολουθούν αυτό το ματοκύλισμα, που αγγίζει (θα μπορούσε βάσιμα να υποστηρίξει κάποιος) τα όρια της γενοκτονίας, τα παρακολουθούν λοιπόν… κάνοντας… «ασκήσεις επί χάρτου» – και το λέω αυτό με ιδιαίτερη θλίψη και μεγάλη αγανάκτηση.
Τα γεγονότα αυτά μου έφεραν στο νου και στην καρδιά το ματοκύλισμα και τον ξεριζωμό εθνών και λαών από τις πατρογονικές τους εστίες στη διάρκεια του προηγούμενου αιώνα.
Μου θύμισαν τις γενοκτονίες που συνέβησαν τα χρόνια εκείνα. Και αναρωτιέμαι, πώς γίνεται ένας λαός που υπέστη γενοκτονία και κατά συνέπεια γνωρίζει την άμετρη τραγικότητά της, να μην αναζητεί την ειρηνική διευθέτηση των όποιων διαφορών υπάρχουν;
Σύμβολο του ξεριζωμού και της προσφυγικής ταλαιπωρίας του ποντιακού ελληνισμού του Κυβερνείου του Καρς, και ιδιαίτερα των Κιλεπερτλήδων, θεωρώ πως είναι ο εικονιζόμενος στην επισυναπτόμενη φωτογραφία Αναστάσιος Φουντουκίδης, την οποία και έχω αναρτημένη μέσα στο Ιστορικό και Λαογραφικό μας Μουσείο, με τα σχετικά σχόλια βέβαια.
Αναστάσιος Φουντουκίδης (Τέτε)
Και ήτανε το βλέμμα του αγαθό, ήρεμο και σταθερό, παρά του ενός και πλέον αιώνα ταραγμένων, άγριων και σκληρών χρόνων, που τους ώμους του βάραιναν και που όμως δεν μπόρεσαν να σβήσουν τούτο το χαμόγελο της καρτερικότητας και της αισιοδοξίας!
Ακολουθώντας κανείς τ’ αχνάρια που άφησε στο διάβα της η απλή αγροτική ζωή του, θα αισθανθεί το άγγιγμα της πολυτάραχης και τραγικής ιστορίας του ελληνισμού του Πόντου και της Μικρασίας.
Θα αισθανθεί το άγγιγμα της τραγικής ιστορίας όλων των προσφύγων του κόσμου!
Ο Αναστάσης (ο Τέτε) γεννήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1860, στον οικισμό Μοναστήρ’ της περιοχής Αργυρούπολης του ανατολικού Πόντου, όπου και έζησε μέχρι τον ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877-78. Σε κείνο τον πόλεμο τα ρωσικά στρατεύματα κατέλαβαν όλη την περιοχή της παλιάς Αρμενίας στον νότιο Καύκασο, φτάνοντας μέχρι το Ερζερούμ, μέχρι την Αργυρούπολη στον ανατολικό Πόντο και μέχρι την Τραπεζούντα.
Ο ποντιακός πληθυσμός των περιοχών αυτών υποδέχθηκε τους Ρώσους σαν απελευθερωτές, και μετά την υπογραφή των συνθηκών ειρήνης (η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, 3 Μαρτίου 1878, και το Συνέδριο του Βερολίνου, 13 Ιουνίου-13 Ιουλίου 1878) και την αποχώρηση των Ρωσικών στρατευμάτων, ο ελληνισμός των περιοχών αυτών θορυβήθηκε.
Ο Τέτε λοιπόν, το 1878-80 ακολουθώντας τα ρωσικά στρατεύματα, μαζί με χιλιάδες άλλους Πόντιους του ανατολικού Πόντου, εγκαθίσταται στο χωριό Κιουλαπέρτ ή Κιλεπέρτ της περιοχής Αρνταχάν του Κυβερνείου του Καρς (όπως ονομαζόταν τότε η περιοχή αυτή) στον Νότιο Καύκασο, που κατοχυρώθηκε στους Ρώσους με τις πιο πάνω συνθήκες που αναφέραμε.
Το 1914, με την έναρξη του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου, η περιοχή του Κυβερνείου του Καρς καταλαμβάνεται από τα τουρκικά στρατεύματα και πολλοί πόντιοι του Κυβερνείου αδειάζουν τα χωριά τους, μετακινούμενοι σε χωριά και πόλεις της γειτονικής Γεωργίας και της Αρμενίας.
Ο Αναστάσης και οι περισσότεροι Κιλεπερτλήδες εγκαταστάθηκαν στο Αχουρκελέκ της Γεωργίας, μια πόλη της παλιάς Αρμενίας που απέχει από το Κιλεπέρτ περί τα 50 χιλιόμετρα.
Σε κείνη την πόλη ζούσαν αρκετοί Έλληνες, αν κρίνω από τις επιτύμβιες στήλες που υπήρχαν στα παλιά νεκροταφεία της, με ελληνικές επιγραφές τις οποίες φωτογράφισα όταν το 2004, σε ένα δεκαήμερο ταξίδι μου στη Γεωργία, επισκέφτηκα την πόλη αυτή. Θέλω να πιστεύω ότι οι πιο πολλοί Κιλεπερτλήδες πρέπει να είχαν γνωστούς, φίλους ή και συγγενείς σ’ αυτή την πόλη, στην οποία έμειναν περίπου τρία χρόνια, όπως βεβαιώνει σ’ ένα γραπτό του ο θείος μου ο Γιωρίκας, αδελφός του πατέρα μου.
Το 1917, με τη λήξη του πολέμου, οι ποντιακοί πληθυσμοί –βέβαια και ο Τέτε μαζί με τους άλλους Κιλεπερτλήδες– επιστρέφουν στα χωριά τους. Όμως οι μοίρες επεφύλασσαν και άλλα δεινά για τους ανθρώπους του Κυβερνείου του Καρς. Η περιοχή αυτή –και όχι μόνο–, μαζί με ένα κομμάτι της Γεωργίας, αποτελούσε το κράτος της παλιάς Αρμενίας, που έφτανε μέχρι το Ερζερούμ περίπου και ακόμα πιο πέρα, κατά συνέπεια στο Κυβερνείο του Καρς, κατοικούσαν πολλοί Αρμένιοι.
Στις 3 Μαρτίου 1918 με τη συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ η περιοχή του Κυβερνείου κατοχυρώνεται στους Τούρκους. Στη Ρωσία, μετά την επικράτηση των Μπολσεβίκων τον Οκτώβρη του 1917, μαίνεται ο εμφύλιος πόλεμος, τα ρωσικά στρατεύματα αποσύρονται.
Οι Τούρκοι τρομοκρατούν τους χριστιανικούς πληθυσμούς. Στην περιοχή του Αρνταχάν, αλλά και σε άλλες περιοχές του Κυβερνείου, γίνονται σφαγές των Αρμενίων. Οι ποντιακοί πληθυσμοί, θορυβημένοι από την εξέλιξη των γεγονότων, συγκροτούν ομάδες περιφρούρησης και αυτοάμυνας των χωριών τους στην αρχή, και στη συνέχεια –και με την παραίνεση της ελλαδικής προσφυγικής επιτροπής (Ηρακλής Πολεμαρχάκης, Νίκος Καζαντζάκης)–, τα περισσότερα χωριά, όπως και το Κιλεπέρτ, αποφασίζουν να μετοικήσουν στην Ελλάδα, στη Μητέρα Πατρίδα.
Στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1920 λοιπόν, όπως αναφέρει σ’ ένα χειρόγραφό του ο Γρηγοριάδης Νικόλαος (ο Κόλες τη τσαχούρ’), αλλά και η Μινασίδου Ευγενία (του Τάκη του Μωυσίδη η πεθερά) σε μία αφήγησή της την 02/01/2000, την οποία και ηχογράφησα, ο Τέτε και οι άλλοι Κιλεπερτλήδες, μαζί με άλλα 20 χωριά τις περιοχής του Αρταχάν, φορτώνουν στα βοϊδόκαρά τους ό,τι μπόρεσαν από τα υπάρχοντά τους, παίρνουν μαζί τους κάποια από τα ζώα τους και εγκαταλείπουν τα σπίτια και τον τόπο τους.
Περνούν τον Κούρα ποταμό και κατευθύνονται προς το Βατούμ, μέσω της διαδρομής Αρτανούτς-Αρτβίν, και παράλληλα προς τον Άκαμψη (Τσόρουμ) ποταμό, φτάνουν μετά από 20-25 μέρες περίπου στο λιμάνι του Βατούμ.
Εκεί κάποτε έρχεται η σειρά τους και «φορτώνονται» οι πιο πολλοί Κιλεπερτλήδες στο «Κωνσταντίνος» ή και σε κάποιο άλλο πλοίο, μαζί με τα ζώα και τα νοικοκυριά τους, και «ξεφορτώνονται» στη Θεσσαλονίκη. Εκεί στοιβάζονται σε ξύλινες παράγκες, όπου οι αρρώστιες τούς στέλνουν στο θάνατο καθημερινά, κατά δεκάδες. Πανικόβλητοι από το θανατικό που ενέσκηψε, συγκροτούν μια επιτροπή για αναζήτηση κατάλληλου τόπου για μόνιμη εγκατάσταση. Έτσι λοιπόν ο Τέτε, μαζί με τον κύριο όγκο των Κιλεπερτλήδων, προς το τέλος του 1920 ή αρχές του 1921, εγκαθίσταται στη Μεταμόρφωση. Στη Μεταμόρφωση του νομού Κιλκίς, η οποία βρίσκεται στη μεθόρια περιοχή με τη χώρα των Σκοπίων (πρώην Γιουγκοσλαβία), μεταξύ Ευζώνων και Δοϊράνης.
Η γεωγραφική αυτή θέση λοιπόν, και βέβαια τα μηνύματα που φέρανε μαζί τους από τα γεγονότα του Οκτώβρη 1917 στη Ρωσία, που τότε είχαν συγκλονίσει τον κόσμο ολόκληρο και που τα έζησαν οι Κιλεπερτλήδες, έμελλε να επηρεάσουν τη στάση τους απέναντι στα κοινωνικά προβλήματα και τη μετέπειτα ζωή τους. Τα τραγικά γεγονότα της Κατοχής, η εποποιία της Εθνικής Αντίστασης και ιδιαίτερα ο Εμφύλιος Σπαραγμός, διαμέλισαν τη Μεταμόρφωση.
Πολλοί Μεταμορφωσιώτες συμμετέχουν στην Εθνική Αντίσταση, και στη διάρκεια του Εμφυλίου (1946-1949) εντάσσονται μαζικά στις τάξεις του Δημοκρατικού Στρατού.
Το καλοκαίρι του 1947 η ελληνική κυβέρνηση αποφασίζει την εκκένωση της Μεταμόρφωσης και πολλών άλλων παραμεθόριων χωριών, με σκοπό την απομόνωση του ΔΣΕ από τον πληθυσμό. Έτσι λοιπόν ο Τέτε και οι άλλοι Μεταμορφωσιώτες γίνονται και πάλι πρόσφυγες μέχρι τον Αύγουστο του 1949, που επιστρέφουν στα λεηλατημένα και κατεστραμμένα σπίτια τους.
Ο Αναστάσιος Φουντουκίδης λοιπόν, το φθινόπωρο του 1949 επιστρέφει στη Μεταμόρφωση όπου και έζησε το υπόλοιπο της ζωής του, μέχρι το 1964 – χρονιά του θανάτου του!
Αν μπορούσαμε ν’ αφουγκραστούμε, εκεί που βρίσκεται, θα τον ακούγαμε να φωνάζει «Όχι άλλη προσφυγιάααα!».
Πέτρος Σιδηρόπουλος