Μια από τις πιο απλές και συνάμα βαθιά συγκινητικές ιστορίες που μπορεί να ακούσει κάποιος από απογόνους προσφύγων, είναι αυτή για τα κλειδιά που βρίσκονταν κρεμασμένα στις καλύβες που έχτισαν στην Ελλάδα, δίπλα στο εικονοστάσι. Αφήνοντας πίσω τα σπίτια τους σε Πόντο, Καππαδοκία, Μικρασία, Ανατολική Θράκη, μαζεύοντας όσα μπορούσε να χωρέσει ένας μπόγος και κρύβοντας πάνω τους ό,τι πολύτιμο είχαν, φεύγοντας κλείδωναν τα σπίτια τους και έπαιρναν το κλειδί, σίγουροι ότι θα επιστρέψουν. Γιατί οι Έλληνες και οι Ελληνίδες που εγκατέλειψαν τις ιστορικές πατρίδες πίστευαν στο γυρισμό.
«Έπειτα, λίγα πράγματα που δεν αναγνωρίζω, έπειτα, το σπιτάκι μας. Τα τζάμια του κάτω παραθύρου σπασμένα, η σιδερένια πόρτα φριχτά σκουριασμένη… Έχω ακόμα το κλειδί της στην Αθήνα…», έγραψε ο Μικρασιάτης Γιώργος Σεφέρης. Η φράση αυτή είναι σε έναν από τους τοίχους του Μουσείου Προσφυγικού Ελληνισμού, μαζί με κλειδιά που κρέμονται από το ταβάνι.
Ακριβώς πέντε χρόνια μετά την ανακοίνωση του οράματος του Δημήτρη Μελισσανίδη, με την παρουσίαση της επιστημονικής επιτροπής για το πρώτο μουσείο στην Ελλάδα που θα είναι αφιερωμένο εξολοκλήρου στον προσφυγικό ελληνισμό, και το οποίο θα στεγάζεται στο γήπεδο της ΑΕΚ στη Νέα Φιλαδέλφεια, εγκαινιάζεται το Σάββατο προτού ανοίξει για το ευρύ κοινό.
Το pontosnews.gr ξεναγήθηκε κατ’ αποκλειστικότητα στο πολιτιστικό ίδρυμα που κατάφερε να ενώσει τους απογόνους των προσφύγων, οι οποίοι πίστεψαν στο όραμα σε τέτοιο βαθμό ώστε να αποχωριστούν οικογενειακά κειμήλια που με τόσο κόπο και φροντίδα διασώθηκαν. Γιατί ό,τι βρίσκεται στις προθήκες είναι αυθεντικό και κρύβει μια ιστορία.
Η «αφήγηση» στο Μουσείο Προσφυγικού Ελληνισμού είναι γραμμική, όπως μας εξηγεί η διευθύντριά του Έφη Μαυροπούλου. Το κοινό το υποδέχονται πρόσωπα, αληθινά. Ανθρώπων διαφορετικής ηλικίας, καταγωγής, οικονομικής κατάστασης, που όμως έχουν κάτι κοινό: ένα βλέμμα, έναν πόνο, έναν θυμό, μια αγωνία για το μέλλον.
Ακολουθεί ένα χρονολόγιο ώστε να δοθεί το ιστορικό πλαίσιο, ενώ ο πρώτος από τους δύο μεγάλους χάρτες που βρίσκονται στο μουσείο δείχνει όλες τις πόλεις όπου άκμασε ο ελληνισμός – οι ίδιες περιοχές καλύπτονται με εκθέματα· ο δεύτερος χάρτης είναι της Ελλάδας και βρίσκεται πιο μετά, δείχνει τις περιοχές της εγκατάστασης.
«Για πρώτη φορά υπάρχει ένα μουσείο στην Ελλάδα, το Μουσείο Προσφυγικού Ελληνισμού στη Νέα Φιλαδέλφεια, μετά από 100 χρόνια, που καλύπτει και τις τρεις ζώνες της Μικρασίας, δηλαδή τον μικρασιατικό Πόντο, την κεντρική Ανατολία, την Καππαδοκία και ευρύτερες περιοχές, τα παράλια της Ιωνίας και την Ανατολική Θράκη. Δεν υπάρχει κάτι αντίστοιχο. Εκατό χρόνια και πλέον μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή η Ελλάδα επιτέλους κατορθώνει να έχει το δικό της προσφυγικό μουσείο που θα συγκεντρώνει όλο τον προσφυγικό ελληνισμό. Και αυτό, πρέπει να το πούμε, δεν το έχει κάνει το επίσημο ελληνικό κράτος, βρέθηκε ένας ιδιώτης με ψυχή, ο κύριος Δημήτρης Μελισσανίδης που έκανε το όνειρο πραγματικότητα» δηλώνει η Έφη Μαυροπούλου.
Καθώς η ξενάγηση συνεχίζεται στις προθήκες, η διευθύντρια του μουσείου προσθέτει ότι δωρεές συνεχίζουν να γίνονται, ιδίως όσο ο κόσμος αντιλαμβάνεται την αξία της προσπάθειας. «Η δωρεά ενός τόσο προσωπικού αντικειμένου, οικογενειακού, που έχει διασωθεί για 100 και πλέον χρόνια και έχει περάσει από γενιά σε γενιά δεν είναι εύκολη. Ουσιαστικά κάποιος σου δίνει ένα κομμάτι της οικογενειακής του ιστορίας. Γι’ αυτό ξεκινάμε και με τη θρησκευτική πίστη, γιατί οι περισσότεροι έσωσαν κάτι από τη θρησκευτική τους πίστη», σημειώνει.
Στην προθήκη αυτή ξεχωρίζει ένα ξυλόγλυπτο τέμπλο και το βημόθυρο από εκκλησία της Τραπεζούντας που είναι δωρεά του Δημήτρη Μελισσανίδη.
Οι επόμενες προθήκες είναι αφιερωμένες στα «καλά τα χρόνια», με τα κειμήλια να μιλούν για τις κοινωνικές και οικογενειακές συνήθειες. Πιο χαρακτηριστικό έκθεμα, το οποίο έχει τη δική του ιστορία, είναι η βαλίτσα-μπαούλο με την οποία ταξίδεψε επιφανής Σμυρνιός στην Αμερική, για να ζητήσει βοήθεια από τους ομογενείς. Τη δωρεά έκανε η Ελένη Καλλιγά – σαν από γύρισμα της τύχης, λίγο πιο μετά η οικογένειά του ειδοποιημένη ότι επίκειται καταστροφή πήρε το δρόμο της προσφυγιάς με ένα πιο ταπεινό μπαούλο, από ψάθα. Και αυτό εκτίθεται στο μουσείο, στην αντίστοιχη ενότητα – η μοίρα μιας οικογένειας, το πριν και το μετά, σε δύο καθημερινά αντικείμενα.
Δύο ακόμα εκθέματα που ξεχωρίζουν για την Έφη Μαυροπούλου είναι ένα καδράκι από το Αϊβαλί, με χρυσοκεντημένο το σταυρό, την καρδιά που συμβόλιζε την οικογένεια και την άγκυρα, μιας και η πόλη ήταν ναυτική δύναμη· όλα συνδέονται και εφάπτονται και δένονται με μια αλυσίδα. Το άλλο είναι τα στέφανα με τα οποία παντρεύτηκε ο παππούς το 1904 στη Σμύρνη και το 1953 ο εγγονός στην Ελλάδα λόγω φτώχειας – μοιάζει σχεδόν εξωπραγματικό το τι επέλεξε να διασώσει η οικογένεια και να φέρει στην Ελλάδα τις στιγμές του ξεριζωμού.
Ακολουθώντας την «αφήγηση» έρχονται χρόνια δύσκολα και μέρες δακρυσμένες, κατά τις οποίες οι Έλληνες δεν ξέρουν αν πρέπει να φύγουν ή να μείνουν, καθώς οι φήμες φουντώνουν. Στον τοίχο του μουσείου βρίσκεται η ιστορική φωτογραφία που δείχνει τους Σμυρνιούς να υποδέχονται τον ελληνικό στρατό· εικόνα αισιόδοξη αλλά και με κρυφό συμβολισμό. Θεωρούν ότι θα ενισχυθούν και θα εδραιώσουν τη θέση τους στη Μικρασία, αλλά δεν γνωρίζουν ότι σύντομα η μόνη επιλογή θα είναι να κοιτάζουν προς την Ελλάδα, κι αυτό μόνο για τους τυχερούς.
Σε αυτό το σημείο βρίσκονται δύο φωτογραφίες σε ένα κοινό κάδρο: Ο Ιάκωβος Δαμιανού Μελισσανίδης (παππούς του επιχειρηματία Δημήτρη Μελισσανίδη) στα δεξιά ποζάρει το 1918 με το κοστούμι του, στην κλασική πόζα των φωτογραφείων. Η διπλανή είναι τραβηγμένη το 1943· κάθεται σε ένα παγκάκι, φορά ένα μακρύ παλτό και δίπλα του έχει τη σκούπα των οδοκαθαριστών. «Άρχοντας στη Μικρά Ασία, πρόσφυγας οδοκαθαριστής στη Φλώρινα» γράφουν οι λεζάντες.
Στα εκθέματα που αφηγούνται τη Μικρασιατική Εκστρατεία περιλαμβάνονται όπλα που είναι δωρεά του Πολεμικού Μουσείου, αλλά και ένα σπάνιο «εύρημα», ένα λάφυρο από Τούρκο στρατιώτη, το σπαθί του. Ο στρατιώτης ήταν από τη Νάξο, ο Ιωάννης Σιδέρης, και το κειμήλιο το παρέδωσε στο μουσείο ο εγγονός του.
Σε οθόνες προβάλλονται φωτογραφίες ιστορικές, μέχρι ο επισκέπτης να φτάσει στην Καταστροφή της Σμύρνης. Στο πάτωμα του μουσείου έχει δημιουργηθεί μια «θάλασσα», μέσω της οποίας οι διασώθηκαν οι τυχεροί. Στην προθήκη μια σαντάλα, ένα χειροποίητο μοντέλο παραδοσιακής βάρκας της θάλασσας του Μαρμαρά και της Περάμου, καθώς και το ακρόπρωρο εμπορικού πλοίου από την Κωνσταντινούπολη.
Δίπλα στο χάρτη που δείχνει τις περιοχές της εγκατάστασης, σε σκοινιά έχουν απλωθεί ρούχα, με φόντο τις σκηνές των προσφύγων και τα πρώτα εργαλεία που χρησιμοποίησαν για να ξαναστήσουν τις ζωές τους. Είναι η ενότητα για τα πρώτα χρόνια της προσφυγιάς, τα δύσκολα, τα λασπωμένα – από τις Οινούσσες έφτασαν στη Νέα Φιλαδέλφεια πλίνθοι στους οποίους αναγράφονται πόλεις της Μικρασίας και οι οποίοι χρησιμοποιήθηκαν για τα σπίτια. Σε ξεχωριστό σημείο είναι και οι αναζητήσεις του Ερυθρού Σταυρού, για όσους έμειναν πίσω, και τα διαβατήρια για όσους ήρθαν εδώ.
«Επειδή δεν θέλαμε να κλείνει αυτή η περιήγηση μόνο με το δράμα της προσφυγιάς, θέλαμε να δείξουμε και το θαύμα των προσφύγων, ότι πολλοί όχι μόνο τα κατάφεραν αλλά μεγαλούργησαν. Νίκος Ξανθόπουλος, Νέλλη Σουγιουλτζόγλου (Nelly’s), Δημήτρης Ψαθάς, Λευτέρης Παπαδόπουλος, Γιώργος Νταλάρας, Κάρολος Κουν, Χάρις Αλεξίου, μπισκότα «Παπαδοπούλου» και κλωστές «Πεταλούδα» βρίσκονται στις προθήκες.
Η ξενάγηση οδηγεί στους δύο εμβληματικούς, για τους οποίους υπάρχουν και κέρινα ομοιώματα: Στέλιος Καζαντζίδης και Αριστοτέλης Ωνάσης. «Όλα τα κειμήλια του Καζαντζίδη είναι αυθεντικά. Μας τα έχει δωρίσει η χήρα του και ο προσωπικός του φίλος Νίκος Τζανιδάκης. Για τον Ωνάση, το πορτρέτο, το δεξαμενόπλοιο και το σακάκι της Ολυμπιακής είναι δωρεές από το Ίδρυμα “Ωνάση”» εξηγεί η διευθύντρια του Μουσείου Προσφυγικού Ελληνισμού.
Λίγο πριν από την τελευταία ενότητα θα βρίσκεται το πωλητήριο. Όμως, ο επισκέπτης φεύγοντας θα πάρει μαζί του μια δυναμική εικόνα, τον πυρρίχιο χορό σέρρα που αποδίδουν «μπροστά στα μάτια του» πυρριχιστές της Ευξείνου Λέσχης Αθηνών.
Ακόμα, έχει προβλεφθεί και χώρος για περιοδικές εκθέσεις· αυτήν τη στιγμή στις προθήκες βρίσκονται ζωγραφικά έργα που αποτελούν μέρος της έκθεσης του καθηγητή Κωνσταντίνου Φωτιάδη «Πόντος, δικαίωμα και υποχρέωση στη μνήμη».
Γεωργία Βορύλλα