Το όνομα Στράτος Παγιουμτζής ίσως στους νεότερους να μην λέει τίποτα. Ούτως ή άλλως το ρεμπέτικο τραγούδι που εκπροσώπησε επάξια πέρα από κάποιες αναβιώσεις δεν ανανεώθηκε. Άρα, αν δεν γίνει κάτι νέο πώς η νέα γενιά να ψάξει να βρει το παρελθόν;
Για τους γνωρίζοντες, ο Παγιουμτζής ήταν η μεγαλύτερη αντρική φωνή στο ρεμπέτικο.
Όμως στάθηκε άτυχος, σε πολλά πράγματα. Επίσης υπάρχουν και οι υπόνοιες ότι δέχτηκε πόλεμο από συναδέλφους του. Βέβαια αν πράγματι συνέβη, κάποιοι θα πουν ότι αυτά γίνονταν πάντοτε σε όλους τους χώρους. Οπότε;
Όπως και να ‘χει, ο Παγιουμτζής ήταν μια σπουδαία φωνή, η οποία όμως έτυχε σε δύσκολες εποχές και αδικήθηκε. Και το φινάλε της ζωής του είναι μεν μυθιστορηματικό για τον αναγνώστη, αλλά άδικο για τον ρεμπέτη, αφού «έφυγε» μόλις στα 67 του και μάλιστα μακριά από την πατρίδα του. Και ήταν σαν σήμερα, το 1971.
Από το Αϊβαλί στην παρέα του Πειραιά
Γεννήθηκε το 1904 στο Αϊβαλί, αλλά ήρθαν οικογενειακώς στην Ελλάδα πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή και εγκαταστάθηκαν στον Πειραιά. Ο Στράτος δούλευε από μικρός, όμως το πάθος του ήταν η μουσική και το τραγούδι.
Σύντομα ήρθε σε επαφή με τους ρεμπέτες του Πειραιά. Μαζί με τους Μάρκο Βαμβακάρη, Ανέστη Δελιά και Γιώργο Μπάτη έφτιαξαν την πρώτη αμιγώς ρεμπέτικη ορχήστρα. Ήταν γνωστή ως «Τετράς του Πειραιώς».
Το 1934 η κομπανία πρωτοεμφανίστηκε στη μάντρα του Σαραντόπουλου στην Ανάσταση του Πειραιά, και γνώρισε πολύ μεγάλη επιτυχία. Αν και όλοι τραγουδούσαν, ο Παγιουμτζής ήταν ο κύριος τραγουδιστής.
Την ίδια χρονιά, ο Βαμβακάρης ετοιμαζόταν να ηχογραφήσει τον πρώτο του δίσκο. Πήγε στην εταιρεία για να παίξει τα τραγούδια του, αλλά όχι και να τα τραγουδήσει, καθώς η κομπανία είχε ως κύριο τραγουδιστή τον Παγιουμτζή, ενώ και ο ίδιος ο Βαμβακάρης δεν πίστευε στις φωνητικές του ικανότητες.
Όμως, ο Σπύρος Περιστέρης, ο μαέστρος της εταιρείας, επέμενε να είναι ο Μάρκος ο ερμηνευτής. Έτσι, λοιπόν, ενώ στο πάλκο τα τραγούδια του Βαμβακάρη ερμηνεύονταν από τον Παγιουμτζή, στη δισκογραφία τα τραγουδούσε ο ίδιος.
Ο Γιώργος Μπάτης έγινε ο επόμενος της τετράδας που πήγε για σόλο. Όμως εκείνος δεν μπορούσε να τραγουδήσει, και ανέλαβε ξανά ο Παγιουμτζής, ο οποίος ακόμα και όταν δεν τραγουδούσε σε όλα συμμετείχε παίζοντας κυρίως μπαγλαμά.
Ο Στράτος άρχισε να γίνεται όνομα στο χώρο, μόνο που το 1937 του συνέβη η… στραβή. Συνελήφθη για χρήση χασίς και τον έστειλαν εξορία.
Όταν αλλάζει η εποχή
Στην επιστροφή του στο πάλκο, οι επιτυχίες συνεχίστηκαν. Του έδωσαν τραγούδια ο Χιώτης, ο Τσιτσάνης, ο Τούντας και άλλοι σπουδαίοι συνθέτες του είδους. Παράλληλα, όπως και όλοι οι Έλληνες, πάσχιζε να επιβιώσει κατά τη μαύρη δεκαετία του 1940· η παρουσία του στο πάλκο συνεχίστηκε μέχρι το 1955.
Η εποχή όμως άλλαζε. Το περιθωριακό ρεμπέτικο που τόσους μύθους και σπουδαία τραγούδια γέννησε, άρχισε να γίνεται πασέ. Η νέα αστική τάξη θέλει πιο λουσάτα, πιο ευρωπαϊκά ακούσματα. Κάποιοι κατόρθωσαν και πέρασαν στη νέα πλευρά του τραγουδιού. Ο Παγιουμτζής δεν ανήκει σε αυτή την κατηγορία. Άρχισε η παρακμή και η λησμονιά.
Αρχές ’60 και εμφανίστηκε στη ζωή του ο Γιώργος Ζαμπέτας – στην ουσία τον έσωσε και τον επανέφερε στο προσκήνιο. Και μάλιστα και δισκογραφικά, αφού ηχογράφησε προπολεμικά ρεμπέτικα του Απόστολου Χατζηχρήστου, του Βασίλη Τσιτσάνη και άλλων δημιουργών, καθώς και τον ύμνο του Ολυμπιακού.
America-America
Η επαναφορά στο πάλκο έγινε και παρόλο που κυριαρχούσαν άλλα είδη και ονόματα ο Παγιουμτζής έμοιαζε να κερδίζει το χαμένο έδαφος. Και πάνω εκεί ήρθε η πρόταση για εμφανίσεις στην Αμερική. Πρόταση που του είχε γίνει ξανά στην πρώτη περίοδο της καριέρας του, μόνο που τότε λόγω της σύλληψης και της εξορίας δεν μπορούσε να βγάλει διαβατήριο. Πλέον, δύο δεκαετίες μετά, έβγαλε το πολυπόθητο διαβατήριο και έφυγε για Νέα Υόρκη.
Όμως το όνειρο έγινε εφιάλτης. Ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 1971 τις εμφανίσεις του στη «Σπηλιά», όπου αποθεωνόταν απ’ τους ομογενείς.
Στις 16 Νοεμβρίου «έσβησε» πάνω στο πάλκο σε ηλικία 67 ετών. Για να τον γυρίσουν στην πατρίδα και να τον κηδέψουν χρειάστηκε να γίνει έρανος από παλιούς φίλους και συνεργάτες του, ενώ τα έξοδα της κηδείας τα κάλυψε ο Γιώργος Ζαμπέτας.
Γι’ αυτό το ταξίδι που το ήθελε τόσο πολύ η μοίρα τού την είχε στημένη.
Σπύρος Δευτεραίος